Χωρισμένο σε κεφάλαια κι εξίσου πυκνό με ένα σπουδαίο βιβλίο της κλασικής λογοτεχνίας - ή μια αρχαία ελληνική τραγωδία αν προτιμάτε - η έκτη μεγάλου μήκους του Ισπανού σκηνοθέτη της «Μοναξιάς» είναι δίχως αμφιβολία η πιο φιλόδοξη, μεγαλόπρεπη και πιθανότατα ικανοποιητική για ένα κοινό πέρα από τον κύκλο των θαυμαστών του μέχρι τώρα έργου του.

Η ιστορία του, τοποθετημένη στο μεγαλύτερο μέρος της σε μια σαγηνευτικά όμορφη φύση στην επαρχία της Ιβηρικής Χερσονήσου και σε ένα εξίσου φωτογενές σπίτι βρίσκει την κεντρική ηρωίδα του Πέτρα, να φτάνει εκεί προκειμένου να μαθητεύσει για λίγο καιρό δίπλα στον ηλικιωμένο διάσημο καλλιτέχνη Χάουμε.

Η γυναίκα του Μαρίσα την προετοιμάζει ότι δεν πρόκειται να μάθει τίποτα εκτός από το πως να βγάλει χρήματα, ο γιος του Λούκας ξεκαθαρίζει ότι ο πατέρας του είναι ένας σκληρός και διεστραμμένος άντρας, ακόμη κι ο βοηθός του κι επιστάτης του κτήματος την προειδοποιεί πως τίποτα καλό δεν θα πάρει από αυτό το μέρος.

Ομως η Πέτρα έχει έναν πολύ σημαντικό λόγο να προσεγγίσει τον Χάουμε κι αυτός δεν είναι άλλος από την βεβαιότητα ότι πρόκειται για τον πατέρα της που δεν γνώρισε ποτέ και την ταυτότητα του οποίου η μητέρα της δεν της αποκάλυψε ποτέ μέχρι τον θάνατό της.

Και κάπως έτσι θα αρχίσει να ξετυλίγεται ο μίτος μιας ιστορίας που χωρά στην μη γραμμική αφήγησή της, μια σειρά από συναρπαστικούς χαρακτήρες που ο καθένας βρίσκει τον χώρο του να υπάρχει και την άνεση να σκιαγραφηθεί, ένα πλήθος από συγκλονιστικά γεγονότα και μια συλλογή από ιδέες και συναισθηματικές αναταράξεις προμηνύουν συνεχώς το ξέσπασμα μιας σαρωτικής θύελλάς.

Ομως ο Χάιμε Ροζάλες είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που κρατούν πάντα σφιχτά τα ηνία του δράματος, διατηρώντας πάντα αυτό που στα χέρια ενός άλλου θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε εκκωφαντικό μελόδραμα στο σημείο ενός υπόκωφου μα πάντα αποτελεσματικού και γεμάτου ένταση δράματος.

Χτισμένο πάνω σε ένα σενάριο που είναι τόσο πλούσιο ώστε να φλερτάρει με την υπερβολή δίχως ποτέ να της παραδίνεται, πατώντας γερά πάνω στις ερμηνείες των ηθοποιών που επαγγελματίες ή μη είναι όλοι εξαιρετικοί και κυρίως στην σκηνοθεσία του Ροζάλες που δίνει στον τόπο και στην ίδια την κάμερα την υφή αληθινών χαρακτήρων και κατορθώνει να δώσει σχήμα στην αόρατη σκιά που μοιάζει να στοιχειώνει τις ζωές και την μοίρα αν θέλετε των ηρώων, το φιλμ δεν είναι τίποτα λιγότερο από εντυπωσιακό τόσο στο κομμάτι των ιδεών όσο και της κατασκευής.

Μπορεί το δεύτερο μέρος να είναι πιο πλούσιο σε αποκαλύψεις μα όχι το ίδιο στιβαρό σε ατμόσφαιρα κι ένταση μια τουλάχιστον μια από τις τύχες των ηρώων να έρχεται υπερβολικά απροειδοποίητα και η χρήση της μουσικής - για πρώτη φορά στο σινεμά του Ροζάλες - να μην λειτουργεί πάντα αποτελεσματικά, όμως αυτές δεν είναι τίποτα λιγότερο από μικρές αντιρρήσεις σε ένα φιλμ που κατορθώνει να υψώνεται θεαματικά πάνω από οποιοδήποτε μικρό στραβοπάτημά του.