aixmi-news.gr
Καμπανία, Κάπρι και Ακτή Αμάλφι

Καμπανία, Κάπρι και Ακτή Αμάλφι

Όταν σε καλωσορίζουν λέγοντάς σου "εμείς δεν υπάρχουμε για να υπηρετούμε λόρδους αλλά για να υπηρετούμε ΕΣΕΝΑ"...

Διαβάστηκε 11038 φορές
05/02/2016 - 19:32

Μας ταξιδεύει ο

Rodi de Fuca

 

Όταν ο υπεργόης του Γαλλικού κινηματογράφου Αλαίν Ντελόν, σαγήνευε τη μικρή οθόνη κι έσπαγε καρδιές ο ασχημούλης Ζαν Πωλ Μπελμοντό, εκείνη την εποχή που στα επαρχιακά σινεμά διατηρούνταν ακόμα οι χειροκίνητες μηχανές προβολής, μου ‘χε τραβήξει αναντίρρητα τη προσοχή το επαναλαμβανόμενο ανθρωποκυνηγητό των πρωταγωνιστών στις απότομες κατηφοριές κάποιων επαρχιακών παραλιακών δρόμων, στο τιμόνι ρετρό μοντέλων αυτοκινήτων.

Τα περισσότερα γυρίσματα ήταν παρμένα στις κρημνώδεις περιφερειακές διαδρομές της Κυανής Ακτής (όπως είναι γνωστή η γαλλική Riviera), της ισπανικής Costa brava, και μερικές φορές στις απότομες στράτες της Ιταλικής Τοσκάνης, νότια του Λιβόρνο. Πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι κάποιοι επώνυμοι δημιουργοί της έβδομης τέχνης προτιμούσαν να γυρίσουν, τόσο τις σκηνές καταδιώξεων αλλά και σωρεία ρομαντικών σκηνών, στο νησί του Capri αλλά και στην άγνωστη για το ευρύ κοινό Costa Amalfitana ή όπως πολλοί ντόπιοι απλοποιούν, στο Αμάλφι!

Ιδιαίτερα, όταν χάρις σε μια παρεξήγηση της λογοκρισίας του Φράνκο, ερωτεύτηκα κινηματογραφικά μια Αμαλφιτανική παραλία, που στη πραγματικότητα ήταν μια πανέμορφη cala της Costa Brava. Αλλά ήταν πλέον αργά, γιατί η επιθυμία μου να τη γνωρίσω από κοντά, κέρδισε την πλάνη κι έτσι άρχισα να ονειροπολώ, προετοιμάζοντας ένα κινηματογραφικό ταξίδι στην Νάπολι, το Κάπρι, και το επιθυμητό Αμάλφι. Ύστερα από... πάνω από τρεις δεκαετίες, τελικά κατόρθωσα να πραγματοποιήσω το ονειρεμένο ταξίδι, αναζητώντας την ψευδαίσθηση της αμαλφιτανικής παραλίας που ολοκλήρωνε το τελευταίο πλάνο σε ένα από τα καλύτερα κινηματογραφικά έργα, βασισμένο στο επίμαχο μυθιστόρημα του Tennessee Williams, Ξαφνικά το περσινό καλοκαίρι και αγγλιστί “Suddenly, Last summer”. Η έκπληξη ήταν ότι ποτέ δεν ανακάλυψα την όντως ανύπαρκτη στο Αμάλφι κινηματογραφική παραλία, αλλά σε αντάλλαγμα την πληθώρα ταινιών, που γύρισε στην περιοχή ο μεγάλος Ρομπερτο Ροσελίνι, αλλά και άλλοι διαφανείς σκηνοθέτες της εποχής. Έτσι, έκπληκτος αλλά και ενθουσιασμένος που ακολούθησα το λανθασμένο μου ένστικτο και μου φανέρωσε μέρη που δεν περίμενα, σακίδιο στον ώμο, σημειωματάριο διαθέσιμο, κάμερα στο χέρι, Acci?n!

Η πλατύτερη περιοχή λέγεται Campagna, Καμπάνια. Και για να τη γευτείς αυθεντικότερα υπάρχουν δυο προτάσεις: Κατάλυμα στην Νάπολι, ακριβό και δυσανάλογο ή επαρχιακή εκλογή σε αγροτουριστική μονάδα ή σε βουκολικό ξενοδοχείο σε σχετική ακτίνα από όλα τα σπουδαία της περιφέρειας. Σ’ αυτή την περίπτωση διαλέξαμε το υπερπολυτελές ξενοδοχείο που απαρτίζουν νεοκλασικές βίλες του προηγουμένου αιώνα, στο χωριουδάκι San Antonio Abate, λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πομπηίας, με εύκολη πρόσβαση για την πρωτεύουσα μέσω της Α3, αλλά και το Κάπρι και το Αμάλφι. Το πεντάστερο και υπέρ λουξ ξενοδοχείο λέγεται χαμόγελο, δηλαδή Grand’ Hotel La Sonrisa, www.lasonrisa.it , τλφ 081 8741401 …

Συγγνώμη, μπήκα τόσο πρόωρα και δυνατά στο θέμα καταλύματος που θα με πείτε σνομπ η συβαρίτη. Καμιά σχέση. Αν αποφύγουμε την περίοδο που το ξενοδοχείο είναι πλήρες λόγω …γάμου, οι τιμές του είναι πολύ ταπεινότερες των αρχιφημισμένων κατά καιρούς πελατών του, Σοφία Λόρεν, Ντιέγκο Μαραντόνα, Λουτσιάνο Παβαρότι μεταξύ άλλων. Εμείς προτιμήσαμε Πάσχα αλλά ο Σεπτέμβρης που προσφέρεται και για παραλία, είναι σίγουρα ο πιο κατάλληλος. Πάσχα λοιπόν και πληρώσαμε για προεδρική σουίτα με πριγκηπικό πρωινό, στο ροζ σαλόνι της Elisabetta, 109 ευρώ και 89 ευρώ για τζούνιορ! Γιατί όπως ισχυρίζεται ο πατριάρχης της απέραντης οικογενείας, Don Antonio Polese, που υπερασπίζονται του ρεσόρτ, “Εμείς δεν υπάρχουμε για να υπηρετούμε λόρδους αλλά για να υπηρετούμε ΕΣΕΝΑ”.

Τριάντα πέντε χιλιόμετρα επί της Α3, είναι η απόσταση από το αεροδρόμιο Capodichino της Νάπολι, το Σαν Αντόνιο Αμπάτε, τριάντα τρία χλμ. όμορφης αλλά και δύσκολης διαδρομής από το Sorrento και τα μικρά πλοία που σε φέρνουν στο Κάπρι, και μόλις είκοσι επί της Α3, από το πιο κουκλίστικο χωριό της Costa Amalfitana, το Vietri sul mare. Η έξοδος για το κατάλυμα μας στην Α3 είναι το Angri, μόλις λίγα χιλιόμετρα μετά από την έξοδο για την τραγική Πομπηία.

Πριν ξεκινήσω με τα πάμπολλα αξιοθέατα της περιοχής, θα ‘θελα να επισημάνω τα απαγορευμένα και να επιστήσω την προσοχή σε λεπτομέρειες που μπορεί να σας σώσουν από απρόσμενα φιάσκα. Κυκλοφοριακά αποφεύγουμε πάντα τη διαδρομή Σαν Αντονιο - Νάπολι από την απίθανα μποτιλιαρισμένη, δύσκολη και ασήμαντη παραλιακή οδός, προτιμούμε πάντα την Α3. Τις τουριστικές ώρες του Σαββατοκύριακου, γιορτών, βροχερών περιστάσεων και άλλων ευκολονόητων επιδεινώσεων, αποφεύγουμε τη διαδρομή Castellammare di Stabia-Sorrento. Νοικιάζουμε αυτοκίνητο μέσω επισήμων πρακτορείων και διαβάζουμε λεπτομερώς τα ψιλά γράμματα στις προσφορές της Ιντερνέτ. Στην παραμικρή αμφιβολία πληρώστε κάτι παραπάνω για να μην εκπλαγείτε την ώρα του τελικού λογαριασμού. Στην Α3, ιδιαίτερα, αλλά και στις άλλες πίστες, δώστε προσοχή στα ραντάρ. Δεν τα ανακοινώνουν ή τα ανακοινώνουν αμφίβολα. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ότι μετά από τις διακοπές σας και για κάποιους μήνες να λαβαίνετε συνεχείς κλήσεις 48 ευρώ χρεωμένες στην τραπεζική σας κάρτα! Εξετάστε με προσοχή όλα τα μικρογρατζουνίσματα στο αυτοκίνητο και υποσημειώστετο στο συμβόλαιο σας, αν και πολύ φοβάμαι ότι ένας στους δυο θα ?ναι αδύνατο να αποφύγει κάποιο κυκλοφοριακό μικροεπεισόδιο, με τον τρόπο που οι συμπαθείς μου Ναπολιτάνοι αισθάνονται την ...οδήγηση. Κάθε φορά που το θυμάμαι μου έρχονται στα χείλη οι στίχοι του Little Tonny, στο Cuore Matto... Τρέμει η καρδιά μου, λαχταράει ακόμα...

Δεν θα συνεχίσω με όλα τα συμβάντα που πιθανώς παρουσιαστούν όπως είναι λογικό και σε άλλους προορισμούς, σ’ αυτό μας το ταξίδι γιατί οι όμορφες αναμνήσεις στο τέλος θα επισκιάσουν σίγουρα τις αναποδιές. Ας το ευφρανθούμε λοιπόν και μετά το αριστοκρατικό μας πρόγευμα με την Ελισαβέττα, κι εφόσον ο μαγιορδόμος ήλιος μας συντροφεύει, ανεβαίνουμε στο βολάν του αυτοκινήτου χωρίς να υποδυθούμε τον Μάικλ Κέιν στο Italian Job, και σε είκοσι ρομαντικά λεπτά, rumbo South, ατενίζουμε το Vietri sul mare, μισοκρεμασμένο από ένα ασήμαντο βάραθρο που συνοδεύει τον επισκέπτη ως τη θάλασσα. Εμείς παρκάρουμε όπως μπορούμε στην είσοδο του ειδυλλιακού οικισμού με τα πλακόστρωτα σοκάκια, και βγάζουμε απ το σακίδιο τη φωτογραφική ή βίντεο κάμερα. Accion!

Στο Vietri, θα διαλέξουμε ένα μοτίβο όπως και στα άλλα μέρη που σταδιακά θα επισκεφτούμε. Έτσι θα έχουμε χαραγμένη στη μνήμη μια πραγματικότητα για κάθε προορισμό μιας και είναι οι προορισμοί μας σ αυτό το ταξίδι ατέλειωτοι και θα ‘ταν ανιαρό να επαναλαμβανόμαστε κάθε τόσο. Vietri λοιπόν σημαίνει Κεραμική. Μέχρι μουσείο υπάρχει, καθόλου ανιαρό, και ρομαντικό κι όμορφο είναι. Κλείνει κάθε Δευτέρα και το καλοκαιράκι μένει ανοιχτό ως τις επτά το απόγευμα. Υπάρχουν καλλιτέχνες μεγάλης φήμης μεταξύ των στενών δρόμων του χωριού, και η μικρή μας περιπέτεια είναι να τους ανακαλύψουμε. Μετά από ανηφόρες και κατηφόρες, από πρασινογάλαζες θέες μεταξύ χλωρίδας και υδατοειδούς στοιχείου, από τον περίπατο στη μαρίνα και την κουκλίστικη παραλία, το προσκύνημα των πνευματικών τέκνων στο Duomo του αϊ Γιάννη βαπτιστή, απογοητευμένοι που δεν κάναμε την μεγάλη ανακάλυψη, παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού, διπλώνοντας τρίποδα και αποθηκεύοντας βιντεοκάμερες και Νικον… Όταν ξαφνικά!

- Μια στιγμή, σε παρακαλώ, θέλω να δω αυτά τα παράξενα τεράστια κηροπήγια. Δεν θα αργήσω ασχολήθηκε κάποιος απ’ τη παρέα..

Ο χώρος μου φάνηκε καθαρά τουριστικός και κομμάτι κακόγουστος, με τα κεραμικά κρεμασμένα ανάκατα στις λοξές κολόνες της κυκλώπειας γρανιτικής εισόδου. Βαρετά ακολούθησα την αίτηση των αλλωνών και μπήκα στο κεραμικομάγαζο με ελάχιστη διάθεση. Σιγά σιγά γλίστρησα μέχρι το βάθος καθώς οι άλλοι ψηλάφιζαν διακοσμητικά πιάτα στην είσοδο, και έπεσα πάνω στο νεαρό με το ατίθασο μαλλί που ατένιζε προσεκτικά το έμπα και το έβγα του συρφετού μήπως, κατά λάθος…

- Συγγνώμη, μπορώ να δω τα έργα που είναι μετά το κατώφλι, αυτά που είναι μισοκρυμμένα;

- Prego, μου έκανε νόημα να περάσω ο νεαρός, Είναι το εργαστήρι του πατέρα μου. Όλα αυτά είναι χειροποίητα και τα περισσότερα από τα ογκώδη έργα προορίζονται για βίλες και ιδιαίτερους χώρους της περιοχής. Αλλά αν υπάρχει κάτι που σε ενδιαφέρει… Αν υπάρχει! Ακόμα συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Βιετρέζος κεραμιστής θα μπορούσε να θεωρηθεί ισάξιος της Γεωργαντά ή κοντά στη Σπηλιώτη και χαίρομαι που έκανα τη τρέλα να αγοράσω ένα από τα έργα του. Στους τρεις μήνες, και με ειδική μεταφορική, καλοτυλιγμένο, μου έστειλε ο νεαρός ιδιοκτήτης το σφαιρικό μου τρόπαιο, κερδισμένο ποιος ξέρει σε φανταστική κονταρομαχία με τον ιδιοκτήτη κάποιας από τις υπερπολυτελείς βίλες του Αμαλφιού. Στο δελτίο αποστολής έγραφε: Ceramiche Mosca, Corso Umberto I 108, Tlf +39089212561, Vietri S/M… Όταν ο υπαίτιος τέτοιου δημιουργήματος άκουσε τη συζήτηση βγήκε στην αίθουσα και συστήθηκε.

- Giovanni Mosca, χαίρομαι που σου αρέσει η δουλειά μου. Κι αρχίσαμε να συζητάμε με τις ώρες καθώς οι υπόλοιποι, βαριεστημένοι είχαν πάρει θέση στην κοντινό ζαχαροπλαστείο με το κοινό όνομα Russo, τραγανίζοντας μια δροσερή λεμονόπιττα. Όταν αποχαιρέτησα τον καινούργιο μου έντεχνο φίλο είχα πάρει πτυχίο στη γαστρονομία, ιστορία και τέχνη amalfitanas!

Από τα δυο επόμενα χωριά, το Μαγιόρι και το Μινόρι, θα κρατήσω τα πιο αντιπροσωπευτικά, που θεωρώ απαραίτητα στοιχεία της εκδρομής μας. Το πρώτο όπως ήδη ανάφερα, ξεχωρίζει για την επιμονή του Ροσελίνι να κοσμήσει τις ταινίες του με αυτό το περιβάλλον. Η βραβευμένη του ταινία Paisa, έχει αφιερώσει ολόκληρο το σισιλιάνικο κεφάλαιο της στο Μαγιόρι και γυρίστηκε στο ακροπύργιο της Τόρε Νορμάννα.

Torre Normanna στα ιταλικά, λέγεται το ρεστοράν/ακροπύργιο που μας συνέστησε ο καλλιτέχνης φίλος μας Τζιοβάνι από το Βιέτρι σούλ Μάρε. Βρίσκεται στο αριστερό μέρος του αυτοκινητόδρομου, ακριβώς πριν μπούμε στο Maiori, γι’ αυτό πρέπει να έχουμε το νου μας φτάνοντας, ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε απέναντι για πάρκινγκ, όπου μας περιμένει ο γηραιός φύλακας, χωρίς εκπλήξεις. Μετά, τα στενά και απότομα σκαλοπάτια και οι στενοί μεσαιωνικοί διάδρομοι θα μας φέρουν ανέλπιστα σε μια από τις ποιο απρόσμενες ταράτσες της μοναδικής αμαλφιτάνικης ακτής. Εγώ απλώς αντιγράφω το τηλέφωνο και την ιστοσελίδα. 089877100, www.torrenormanna.net. Απ ότι θυμάμαι το καλλίτερο από τα ορεκτικά του ήταν !Come no! οι αντζούγιες του. Όπως και να σου τις προσφέρουν, είναι ο καλύτερος μεζές της περιοχής σε συγχορδία με το καλαμάρι με πατάτες. Αν σας πηγαίνουν καλλίτερα οι κρέμες, η δικιά τους από κολοκυθάκι με γεύση θαλασσινών, είναι οικονομική και δροσερών αξιώσεων. Μετά, πιστεύω ότι ένα linguini a la botarga τόνου, καλύπτει απόλυτα αν και η κουζίνα τους είναι πλούσια σε όλα. Βέβαια εγώ έχω χρέος να σας προστατεύσω από τη σπατάλη! Γι’ αυτό αντί να σας πάω σε ένα πανάκριβο ιταλικό “Bartolo”, μένουμε σε χαμηλούς αλλά εύγευστους τόνους, απολαμβάνοντας ένα λευκό τοπικό οίνο, όπως το Costa D' Amalfi, Flor d' uva. Σε απουσία του ζητήστε οποιοδήποτε έχουν από τις ποικιλίες biancolella ή Falangina, D.O τοπικής προέλευσης. Η λεπτεπίλεπτη biancolella αν και ζουμερή και ξερής επίμονης γεύσης, ισορροπεί με την αρμονία της και δένει γαμήλια, με τα θαλασσινά και ψαρικά της περιοχής.

Έχουν πιο γοητεία τα δρομάκια του χωριού παρά η παραλία του γι’ αυτό μετά από εδώ καταφθάνουμε στο Minori, μόνο για να δούμε από κοντά την διαφημισμένη του ρωμαϊκή βίλλα με τους πράσινους κήπους, και να ηρεμήσουμε ρουφώντας ένα αυθεντικότατο limoncello, το πιο φημισμένο της περιοχής, πριν συνεχίσουμε την ηλιόλουστη απολαυστική μας μέρα.

Το glamour κρύβεται στα φημισμένα σοκάκια του Ravelo. Η ανθρώπινη αετοφωλιά που κουρνιάζει στην απόκρημνη αμαλφιτάνικη πλευρά, έγινε κινηματογραφικό αλλά και λογοτεχνικό κρησφύγετο διασήμων και ακόμα καυχιέται γι’ αυτό. Είναι η γωνιά που διάλεξαν οι μνημονευμένοι φίλοι που σας ανέφερα στην αρχή, και που με έφεραν μέχρι αυτή την ανεκδιήγητη γωνιά προσωπικοτήτων, ακλουθώντας τα χνάρια του Τεννεσί Γουίλιαμς, του Βιδάλ Γκόρ ή του ιδίου Βάγκνερ, στους κρεμασμένους στο άπειρο κήπους, και την αιωρούμενη στο γαλάζιο χάος πισίνα του “glamuroso” αποκλειστικού ξενοδοχείου, όπως είναι το παλάτι Καρούζο. Αλλά επειδή δεν με βγάζουν τα γρόσια που απομένουν στην αριστερή μου τσέπη, για ένα απολαυστικό σουπερ γεύμα πάστας με θαλασσινά στο ονειρεμένο ρεστοράν του, σκέπτομαι ή να συνεχίσω την εξερεύνηση της ανύπαρκτης παραλίας μου, κάτω στη καλοκαιρινή θαλπωρή του Αμαλφιού ή να τη βγάλω με ένα κομμάτι γευστικότατης πίτσας και μπουκιές από τοπικές αντζούγιες, στα πετροσοκάκια του παραδεισένιου Ravello με τους φιλόξενους και φιλικούς του περίοικους. Κρίμα που μόλις πριν λίγο ξόδεψα όλα μου τα αργύρια στην Torre Normanna και δεν μπορώ να σας συστήσω ένα συγκεκριμένο στέκι στο Ravelo.

Ο σπουδαίος τρίποδας που με περιμένει με το Α του Αμαλφιού, το Π του Ποσιτάνο και το Σ από Σορρέντο, με αναγκάζει να επιταχύνω τα βήματα μου και να δώσω ευχές στην αγία φύση, που έχει κάνει τη νύχτα μέρα μέχρι αργά το μεσονύχτι, αλλά θα με ικανοποιούσε πάρα πολύ αν με λίγη τύχη και ξόρκισμα της καμπανικής κυκλοφορίας, μπορούσα να φτάσω έστω κι αργά για μια από τις καλλίτερες πίτσες στο γειτονικό μου Castellammare di Stabia. Eδώ κάνουμε μια καπάτσα στάση και εξηγούμε ανάλογα.

Εφόσον διαλέξαμε να οργανώσουμε το ταξίδι μας με πυξίδα το Σαν Αντόνιο Αμπάτε, λόγω βεληνεκούς, καλά θα είναι να διαλέξουμε κοντά του τα γαστρονομικά καταφύγια που θα μας βγάλουν ανά πάσα στιγμή από οποιαδήποτε αδιέξοδο. Γι’ αυτό το Castellammare, που κείτεται πλησίον και βρέχει ολάκερη την ουρά του στη θάλασσα, με πλεονεκτική γεωγραφική θέση, μόλις 6 χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο μας, προσφέρεται σαν ο απανταχού γαστρονομικός μας περίχωρος. Όταν λοιπόν μίλησα για την καλλίτερη πίτσα της στιγμής, δεν εννοούσα κάτι πολυτελές και ολιγασφαλές για τα οικονομικά μας, όπως τον νορμανδικό πύργο, αλλά το πιο ταπεινό μπαρ του Castellammare, εγκλωβισμένο στους τοίχους του σιδηροδρομικού σταθμού, ψυχρό στη διακόσμηση και φτωχό στο σέρβις, λιτό στα καθίσματα και τα τραπέζια με τα καρό τραπεζομάντηλα, και δικαίως αφάγωτο στα υπόλοιπα του εδέσματα. Τ ρ ο μ ε ρ ό! ακούγεται, τρομερό! Αλλά εγώ πάω μόνο για την αδιάψευστη τεράστια ατομική πίτσα του, που δεν ψάχνει γαστριμαργικά κομπλιμέντα, αλλά εκπληκτικά από μόνη της σε αφήνει εμβρόντητο, αναρωτώντας… πως μπορεί αυτή η έλλειψη γούστου να τεκνοποιήσει τέτοιο νεογνό. Το αλλόκοτο μπαρ έχει τον συγκλονιστικό τίτλο “Elixir Gourmet café”, περηφανεύεται που βρίσκεται στο Facebook, και είναι στην Piazza Matteotti 10. Δεν νομίζω να χρειάζεται προ-κράτηση! Αλλά χάριν Διός, σας παρακαλώ μη ζηλέψετε να πάρετε κάτι άλλο, έστω κι αν σας το προσφέρουν στο ίδιο μενού δωρεάν. Συνοδέψτε τη πίτσα απλά, με μια ασήμαντη αλλά πολύ δροσερή ιταλική Birra.

Για να βγάλουμε το γινάτι μας, στις επόμενες επισκέψεις μας σε καμικάζι στυλ στο Castellammare, αριθμούμε εδώ τα καλλίτερα στέκια του με όλη τη γευσιγνωσία και την λιχουδιάρικη γοητεία τους. Πρώτα το Il Dubbio στον παραλιακό του ψαράδικου λιμανιού, www.ristoranteildubbio.com. Είναι μεγάλη εγγύηση για ψαροφαγία, πάστα με θαλασσινά, ριζότο, ανάλογα καλαμαράκια τηγανητά, κι έχει και ξυλόφουρνο με μια πίτσα με frutti di mare, ολέ! Για την απόδοση νέκταρος, διαλέγουμε μεταξύ ενός οικονομικού λευκού Greco di tuffo, από την cantine dell angelo, απλό και δροσερό, ονομασμένο από αυτή την εγχώρια ποικιλία που μάλλον πρέπει να ‘χει ρίζες απ τη χώρα μας. Αν θέλουμε κάτι ανώτερο πάμε σ’ ένα Per Eva, Costa d’ Amalfi, της bodega Azienda agricola san Francesco, με υπερβολή φαλανγκίνας, αρωματισμένη με χόρτα και λουλούδια του αγρού, και χλωμό κέρινο χρώμα που κρύβεται ανάμεσα από χρυσές ανταύγειες. Για τους ποιο συβαρίτες που κρατά η τσέπη τους, το ακριβούτσικο αλλά αποκλειστικό, Exultet, fiano di Avelino, της bodega Quintodecimo, ραφιναρισμένο και αρωματικό με σποραδικές αναδύσεις σε πράσινα δάση και νωπή γη, ανεβάζει τις αξιώσεις. Τις ίδιες ποικιλίες και παραπλήσια ζυμαρικά, με οικογενειακή νεανική περιβαλλοντική αίσθηση, θα συναντήσουμε και στο ρεστοράν/Πιτσαρία Vitorio 53, στο corso Garibaldi 100, tlf 3484463033. Οι τρατορίες/ πιτσαρίες, Mascolo 1953 και Boccone προσφέρουν μια σίγουρη εναλλαγή αν υπάρξει αρτιότητα σε όλα τα άλλα.

Στο Αμάλφι, το χωριό που δανείζει τα όνομα του σ’ όλη την ακτή, φτάσαμε απόγευμα με τον ήλιο απειλώντας να μας αφήσει χωρίς χρόνο επιστροφής, αν δεν βιαστούμε να ξεπεράσουμε τρεις στόχους σε 4 ώρες. Γι’ αυτό εξομολογούμαι ότι από όλα, και επειδή θα γυρίζαμε ξανά και ξανά στο Σορρέντο, είδαμε τα μισά. Ως προς τούτου θυμάμαι μόνο ότι, ήπιαμε ένα ωραίο εσπρέσο συνοδευμένο με ένα σουπερ λιμοντσελο, στο λιμανάκι του Αμαλφιού, δεν ανεβοκατεβήκαμε τα στενοδρομά του, κι ούτε είχαμε κουράγιο βλέποντάς τα σκαρφαλωμένα στην πλαγιά, και στο Ποσιτάνο κάναμε μια τελευταία βόλτα, ανάμεσα από τις βιτρίνες ρούχων, κεραμικών και τοπικών προϊόντων, για να αποδράσουμε κομμάτια μετά από ένα δωδεκάωρο χωρίς σταματημό, με στόχο την πίτσα του περίεργου “Γκουρμέ”, του Castellammare και της ατέλειωτης κρεβατοκάμαρας του Sonrisa αφότου ο καλός μας consierge, μας κοινώνησε για ύστερη φορά με αρκετή γράπα φερμένη απ το Φρίουλι, που κάποτε και γι αυτό θα ασχοληθούμε… Με την τρίτη βόλτα, που έφερε ο ουρανός του κεντρικού σαλονιού του κουκλίστικου παλατιού μας, είχαμε πάρει το δρόμο της πάνω σκάλας, και του ξεκαρδισμένου με τη φάτσα μας, Mορφέα.

Και σκεφτόμουνα εγώ την άλλη μέρα, παίρνοντας το σιγηλό πρωινό μου χωρίς να νοιώθω τις φωνές των συντρόφων μου: Τι προσπαθώ να μεταφέρω εγώ στους φιλαναγνώστες, όταν αρχίζω να φλυαρώ με το ένα ή το άλλο απ αυτά που μου προκάλεσαν μεγαλύτερη απόλαυση; Τις δικές μου συγκινήσεις, κάτι ξεχωριστό που με κέντρισε, κάτι διαφορετικό που με ταρακούνησε, κάτι που εγώ μπορούσα να μεταφέρω… Ε λοιπόν ναι, αυτό προσπαθώ. Το Positano, και το Amalfi, και τα γνωστά μνημεία και τ’ αξιόλογα που προσφέρει κάθε τόπος, γιατί να τα επαναλάβω και να τα ξαναπεριγράψω; Κρίμα δεν είναι; Μπορεί να ξεφτίσουν και να τα καταντήσουν μπανάλ. Κι από πάνω θα φανώ κι εγώ αντιγραφέας οδηγών, και τάχα τάχα στοχαστής, ψευτοκριτής και φτηνής δημοσιότητας δημαγωγός. Γι?αυτό ξαναγυρίζω στο καβούκι μου, επανενδύομαι την τρελαμάρα σαν γόνος Κεφαλλήνιων και σας ξεναγώ εκεί που ξέρω, που μπορώ, που ξεχωρίζω, που δέχομαι και που αρνούμαι, που ξεπερνώ και που λατρεύω, εκεί που η κουζουλή οδηγάει η ψυχή… Accion! και πάμε Νάπολι.

Για να μη γίνομαι βαρετός.- Μόνο στη σελήνη δεν έχουν γράψει για τη Νάπολι, τους ναπολιτάνους, τη ταραντέλα και το Μαραντόνα. Και μάλιστα αποκλειστικά. Εδώ απλώς θα πάμε, σε στυλ ντοκιμαντέρ μιας και κινηματογραφούμε, να γνωρίσουμε πέντε ψυχές και πέντε χώρους από τη ναπολιτάνικη ρουτίνα. Πρώτα να σιγουρέψουμε το γεύμα ή το δείπνο στη “Piazzeta”. Μπορούμε να τηλεφωνήσουμε ή να το ζητήσουμε προφορικά, παρκάροντας στο πεζοδρόμιο μπροστά στο ristorante και να αρχίσουμε από εκεί τις επισκέψεις μας στη λιμενική περιοχή, la via partenopea, el Castell’ dell ovo και από την άνω μεριά la Piazza del plebiscito, el palazzo reale και το θέατρο san Carlo. Στις galerias Umberto I, θα πιούμε ένα ωραίο capuchino, ή θα απολαύσουμε ένα δροσερό παγωτό, καθώς οι υπόλοιποι θα χαζεύουν στις βιτρίνες. Εμείς κρατάμε την μοδάτη όρεξη μας για τον πεζόδρομο της οδού Τολέδο με τα πρωτομοδάτα μαγαζιά. Αλλά… προσοχή, η Νάπολι δεν είναι Μιλάνο, δεν είναι αυτή η δύναμη της. Δεν είναι λουσιάρα και δεν ντύνεται χλιδές. Είναι απλή, ανθρώπινη, φασαριόζα και κουλτουριάρα. Η κλασική ευβοϊκή Παρθενώπη κάνει τους κατοίκους της περήφανους, που θεωρούν ότι είναι μετά την Αθήνα το πιο μεγάλο σημερινό άστυ κτισμένο από έλληνες. Αν και η ισπανική βασιλεία του 5ου και 6ου ζητά τα κλειδιά μιας πόλης που έφτασε στο ιστορικό της ζενίθ κάτω από τα σκήπτρα των Αραγονέζων. Το αρχαιολογικό μουσείο της είναι κάτι που δεν πρέπει να χάσουμε με τίποτα. Η μαρμάρινη συλλογή Farnesi, και οι ζωντανές τοιχογραφίες της Pompeia και του Herculano, δεν είναι ορατές παρά μόνο μέσα σ’ αυτό το επιβλητικό κτίριο του 16ου αιώνα. Τέχνη εντός τέχνης και μνημείο επί μνημείου. Η προσωπική τώρα παρατήρηση πάνω από προκαταλήψεις, θρησκευτικότητες, και ανένδοτες αντιδράσεις. Aν εξετάσoυμε με υπομονή και προσοχή τις καλοδιατηρημένες εικόνες στη συλλογή των αποτεφρωμένων πόλεων, και βγάζοντας τις επετηρίδες ας αναρωτηθούμε, πόσες και πόσες δεν παριστάνουν σκηνές ολόιδιες ή παρόμοιες με εκείνες της Βίβλου ή άλλων θρησκειών. Παλιοί βασιλιάδες, αφεντάδες, οδοιπόροι, επαίτες, συν γυναιξί και τέκνοις, αναπαριστούνται εδώ κρατώντας ράβδους/σκήπτρα, έχουν τη ματιά πλεονάζουσα αγναντεύοντας τους ουρανούς σαν τους αγίους, ή κρατούν εύσπλαχνα απ τη ζώνη ή τους ώμους πάσχοντες συνανθρώπους. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος έχει διατυπώσει ποτέ αυτή τη θεωρεία αλλά θα ‘ταν αδιανόητο να μην έχει πέσει σε άλλων την προσοχή. Και μιλώντας για εκπροσώπους θρησκείας και οσίων, πολύ κοντά στο μουσείο βρίσκεται ο καθεδρικός ναός. Ανάμεσα σε πλήθος σπουδαίων εκκλησιών, σε πλήθος Σάντα Μαρίας, προτιμώ την Santa Maria di assunta ή όπως οι ιταλοί θέλουν να αποκαλούν τις μητροπόλεις τους, το Duomo di Napoli. Αν και το λιτό γοτθικό κτίριο και ο χώρος όπου βρίσκεται δεν φαίνεται να φυλάσσουν καμιά έκπληξη, η είσοδος στον κεντρικό ναό με τις επιβλητικές κολώνες και την αρχοντική τους αξιοπρέπεια σε ταρακουνάει, τόσο από την έκπληξη, όσο και από το απότομο κοντράστ του. Έχω δει πάρα πολλούς καθεδρικούς ναούς, λίγους έχω εκθειάσει. Λέτε να’ναι τίμημα επιστροφής για τον “βάρβαρο” συλλογισμό μου πάνω στις τοιχογραφίες της Πομπηίας; Περνάμε από το Baptisterio, ένα από τα πιο παλιά διατηρημένα του είδους του, που υποθέτω κατασκευάστηκε ξεψυχώντας ο 13ος αιώνας, ταυτόχρονα με τον ναό, και βγαίνουμε λίγο να ανασάνουμε το ανοιξιάτικο αέρι, απολαμβάνοντας την καθολική υπερμεγέθη έκσταση μας, πριν πάρουμε το δρόμο για τη Piazzeta που μας περιμένει με τα ναπολιτάνικα καλούδια της. Αν είναι ηλιόλουστη η μέρα, η θέα από την μικρή μεσοεξωτερική ταράτσα ή από το πεζοδρόμιο όπου βγάζουν τραπεζάκια κάτω από άνετες τέντες είναι πολύ ευχάριστη, αλλά κι ο εσωτερικός χώρος είναι τόσο φιλικός που θυμίζει λίγο ελληνικό νησί. Παίρνουμε θέση όπου ο μεστωμένος σεφ μας ορίσει. Η κρυφή έκπληξη είναι ότι παρόλο που το στέκι είναι ποιό γνωστό για τον ξυλόφουρνο του και τις πίτσες, που ομολογώ δεν είναι άσχημες, νομίζω ότι ο σεφ, μαιτρ, διευθυντής της μικρής γαστρονομικής του ορχήστρας, γίνεται ποιό μάστορας, όταν σου προτείνει και φτιάχνει απίστευτη πάστα φρέσκια, πάκερι, παπαρδέλες ή λιγκουΐνι με μύδια στο φούρνο ή όταν σου ξεφυτρώνει πίσω απ τους απόκρυφους πάγκους ένα τεράστιο ροφό ή μια spingola -τουτέστιν λάβρακας- που αν τον αφήσετε και πληρώσετε καπως αρκετά, αλλά δίκαια, θα σας το ετοιμάσει όπως αυτός ξέρει στο φούρνο ή στο αλάτι. Πριν συνεχίσω να σας πω τη διεύθυνση και το τηλέφωνο. 390817646195, Via Nazario Sauro, www.lapiazzettanapoli.com. H tratoria μπορεί να φανεί τουριστική και λίγο παίζουν όλα, αλλά καμιά σχέση, και αν μάλιστα τους επιβάλετε -σαν οι πρώτοι αχαιοί- λίγες αλλαγές, Voila! Ζητήστε λοιπόν, όταν πάτε, ένα από τα δυο τραπεζάκια στο εσωτερικό μπαλκόνι με θέα το …Βεζούβιο. Αλλάξτε την σύνθεση του εδέσματος όταν σας προσφέρουν Pacceri alla astichi με pacceri e cozze. Η πάστα, που είναι το πιο νόστιμο, κερδίζει περισσότερο με τα μύδια παρά με τον στεγνό αστακό και η τσέπη μας κερδίζει οβολούς. Τα κρασιά που μας φυλάσσει ο Τοτό είναι δοκιμασμένα, οπότε με μια φαλανγίνα δεκαπέντε ευρώ όπως το villa Matilde ή το torre varano ή αυτό που θα σας προσφέρει η Ilaria ή o Michele, είσαστε πλήρως καλυμμένοι. Εκείνο το φιάνο ντι Αβελλίνο, θα το φυλάξουμε για τη μεγάλη βραδιά του Κάπρι. Άλλες εκπλήξεις της πιατζεντίνας είναι το fetuccini di panceta, κορδελάκια ξεροψημένης παντσετας, κι από τις πίτσες προτείνω, την pizza provola e noci, με τυρί προβολόνε και καρύδια, πρωτάκουστη και εκπληκτική, ή αυτήν με mozzarella di bufala, με αυθεντικότατη ναπολιτάνικη μοτσαρέλα. Εκλεκτική είναι επίσης η άλλη με fiori di zucca, ricota e pancetta, του λέγειν κολοκυθανθοί, τυρί ρικότα και παντσέτα. Αν για πρώτο κάποιος προτιμά κάτι εκτός πίτσας, διαλέγουμε μεταξύ μιας insalata di polpo e rucola, χταποδοσαλάτα με ρόκα ή ρόκα μελωμένη με καρύδια και βαλσαμικο, rucola alla mela con noci y aceto balsamico, και ακούστε, εγώ ζήτησα πάνω από μια φορά γιατί εκεί γίνεσαι θαμώνας, στον μαιτρ, να μου φτιάξει μια δροσερή αποκλειστική σαλάτα με rucola alla mela con noci, buffalina, aceto balsamico e polpo! Ρόκα με μέλι, καρύδια, μοτσαρέλα μπούφαλου, βαλσάμικο ξύδι Μόδενας και τρυφερό ψημένο χταπόδι και μου την έφτιαξε κι ακόμα τη θυμάμαι. Αυτό είναι ένα μεγάλο ατού, γιατί ότι και να ζητήσεις σε ώρες ήσυχες στον γεροδεμένο σεφ θα στο φτιάξει με τον καλλίτερο τρόπο, προσπαθήστετο. Επειδή όμως όταν βγαίνεις από το κατεστημένο σου κοστίζει κάτι παραπάνω και δεν υπάρχει διάθεση ρίσκου, εγώ προτείνω ένα στάνταρ μενού και ξέρω ότι θα μου μείνει και για το βραδινό ποτό. Για πρώτο ένα Involtini μελιτζάνας με ρικότα ή μια provola alla pizzaiola και για δεύτερο γι’αυτούς που αρέσκονται στο άγιο spaghetti, μια απ τα ίδια με telline al olio, απλό σκορδέλαιο με κυδωνακάκια ή πάκερι με σάλτσα προβολόνε. Αν παρόλα αυτά ο κρεατοφάγος της παρέας δεν βρίσκει τίποτα που να τον ευχαριστεί, μένει μόνο -και τον λυπάμαι- ένα φιλέτο angus στο μαντέμι, χωρίς να το ψήσει μέχρι καρβουνισμού! Μετά από όλα αυτά τα μετάλλια που δώσαμε στη Πιατσέτα, θα ‘ταν πλεονασμός να συστήσω με την ίδια λεπτομέρεια άλλα δέκα στέκια στη Νάπολι. Οπότε διαλέγουμε άλλο ένα και στοπ. Μάλλον πάμε να κάνουμε μια παραλιακή χωνευτική τσάρκα ως το καστέλι του αυγού και μετά επανερχόμαστε.

H Caserta απέχει 60 χιλιόμετρα από το Σαν Αντόνιο και 35 από τη Νάπολι και βρίσκεται πάνω στην αυτοστράδα Α1, λίγο πριν φτάσουμε στην φημισμένη Κάπουα του Σπαρτάκου. Η καινούργια πόλις έχει να προσφέρει, πάνω από όλα, το απέραντο βασιλικό παλάτι, La reggia di Caserta, με τους κολοσσιαίους κήπους που σχεδίασε ο μεγάλος αρχιτέκτων Vanvitelli και προστάτευσε όσο κανένας η βασίλισσα Μαρία Καρολίνα, αδελφή της Μαρίας Αντουανέτας. Με μια ανάλαφρη άμαξα που έσερνε με περηφάνια ο αγέρωχος κοκκινοτρίχης Pipo, κι έναν καλοσυνάτο αμαξά, κάναμε το γύρο όλων των κήπων ως τη παραμικρή λεπτομέρεια πριν ανεβούμε τις μαρμάρινες σκάλες που οδηγούν σε βασιλικά σαλόνια, που φιλοξένησαν κατά καιρούς κινηματογραφικά γυρίσματα του George Loukas ή του Ron Howard και Tom Hanks στον κωδικό Da Vinci. Αλλά το κόσμημα της περιοχής είναι La vecchia Caserta, 10 χιλιόμετρα μακριά στην κορυφή ενός λόφου που αντικρίζει από κει την πόλη και την πεδιάδα και καυχιέται ότι κρατεί στην αγκαλιά του ένα από τα πιο εκπληκτικά μεσαιωνικά χωριά που έχω αντικρύσει. Κτισμένο στα μέσα του ένατου αιώνα το οχυρωμένο στολίδι είναι τώρα πόλος τουρισμού με τα πλακόστρωτα δρομάκια και τις απειράριθμες τρατορίες που τα πεζούλια τους κρέμονται στη θέα του απείρου. Η μικρή πλατέα του δημαρχείου και το επιδειχτικό καμπαναριό του Duomo είναι οι δυο διαλεγμένες γωνιές μου. Αν η μέρα το αξίζει σ οποιαδήποτε απ τις ταράτσες μπορούμε να περάσουμε ένα ωραίο απόγευμα τραγανίζοντας μια ξεροψημένη καλτσόνε η μια πίτσα μαργαρίτα ή με τέσσερα τυριά γιατί το τυρί της Caserta είναι απ τα πιο φημισμένα της περιοχής. Δεν θα προτείνω κάποια ιδιαίτερη πιτσαρία γιατί εδώ το σπουδαιότερο δεν είναι το όνομα αλλά η παρέα με τη θέα. Αν ο χρόνος περισσεύει, πολύ κοντά βρίσκεται ένα άλλο στολίδι το San Leucio με το παλάτι Belvederre και το μουσείο μεταξιού αλλά και η φημισμένη ρωμαϊκή Capua.

Την εκδρομή στην Πομπηία που απέχει 10 λεπτά από το ξενοδοχείο μας, λέω να τη συνδυάσω με ένα πέταγμα στην νότια Καμπανία, κυνηγώντας τα χνάρια των Αχαιών της Σύβαρης στο αρχαίο Ποσειδώνιο. Η αλήθεια είναι ότι το κάλλος της Pompei, όπως οι ιταλιάνοι τη λένε, είναι συσσωρευμένο ολάκερο στο φανταστικό αρχαιολογικό μουσείο ναπολιτάνο, αλλά δεν θα ολοκληρωθεί αν πριν δεν τοποθετήσουμε νοερά, όλες αυτές τις τοιχογραφίες, στον φυσικό τους καταυλισμό κι αν δεν φανταστούμε την ώρα της κοσμικής καταστροφής, ατενίζοντες ευλαβικά τον μελίχρωμο όγκο του Βεζούβιου, που μας κρατάει απειλητική σκιά στην αναδρομή μας.

Καλύτερα να πάμε στη Πομπηία παίρνοντας την autostrada από το Angri και βγαίνοντας στην επομένη, γιατί αν προσπαθήσουμε να πάμε από τους εσωτερικούς αυτοκινητοδρόμους, βάζω στοίχημα κερδισμένο, ότι θα χαθούμε, ω ναι! Φανταστείτε ότι πηγαίνοντας από το Σαν Αντόνιο στο Καστελλαμάρε, στο έβγα του χωριού συναντώνται στο ίδιο σταυροδρόμι, τέσσερα χωριά, ένα σε κάθε οικοδομήσιμη γωνιά. Τόσο είναι το συνονθύλευμα αυτής της συμπλεγμακτικής περιοχής. Στην Πομπηία ακλουθούμε τις οδηγίες για τον αρχαιολογικό χώρο, και λίγο πριν την κεντρική πύλη συναντούμαι δυο υπαίθρια παρκινγκ. Αν είναι καλοκαίρι προσοχή γιατί εξαρτάται από την ώρα μπορεί να μη βρείτε θέση. Αλλά όπως είπαμε πήγαμε πρωί πρωί για να ολοκληρώσουμε το απόγευμα στο Παέστουμ που απέχει ουκ ολίγα χιλιόμετρα. Επιμένω. Εάν για οποιοδήποτε λόγο αργήσαμε και αμφιβάλουμε για αν θα βρούμε θέση, φτάνοντας στη πλατεία και πίσω από την εκκλησία έχει ένα άλλο υπαίθριο και ποιό άγνωστο παρκινγκ για να αφήσουμε το αυτοκίνητο μας και ας περπατήσουμε δυο τρεις εκατοντάδες μέτρα. Την περιήγηση στην αποτεφρωμένη ρωμαϊκή πολη, θα σας την κάνει η ίδια η συγκίνηση. Μελετώντας τον κατατοπιστικό χάρτη που θα σας δώσουν στην είσοδο, δεν χρειάζεται παρά μόνο να ακολουθήσετε τα χνάρια της λάβας, ανεβοκατεβαίνοντας τη πλαγιά, περνώντας από το αμφιθέατρο στο γυμναστήριο, από τις βίλλες στα ταπεινά καταλύματα, απ τις αυλές και τους κήπους με τις κρεμαστές αμπέλους, ως τις λεωφόρους εκατονταετηρίδων, στολισμένες με αγάλματα, τέμπλα και βωμούς. Σαν να ‘ταν χτες! Μια συμβουλή από εμπειρία, γιατί, όπως έχουμε αποφανθεί συχνά, είμαστε μια οικογένεια …με ρόδες. Αν υπάρχουν άτομα με ειδικές ανάγκες αρχίστε από χαμηλά και δεξιά και προσπαθήστε με υπομονή να φτάσετε όπου μπορείτε, να δείτε όσα μπορέσετε, γιατί οι περισσότεροι οδοί είναι ελαφρώς δύσβατοι. Έτσι κι αλλιώς η εικόνα επαναλαμβάνεται με έναν η άλλο τρόπο. Ακόμα και τα διατηρημένα στη στάση που υπέκυψαν κορμιά, επαναλαμβάνουν το ίδιο μήνυμα, ολόιδιο, αναλλοίωτο ως την εποχή μας. Εδώ και στο Herculano, την ετέρα άμοιρη πόλη της καταστροφικής τέφρας, του αδίστακτου vulcano del monte Bezubio. Στο κρατήρα του βουνού που απειλεί κάπου κάπου την ησυχία των Ναπολιτάνων, μπορούν οι ανήσυχοι νεαροί της συντροφιάς να ανέβουν με ειδικά τζιπ, που προσφέρονται γι’ αυτή την περιπέτεια. Εμείς δεν πήγαμε, δεν μπορώ να ενημερώσω. Αφήνοντας πίσω την, παραδομένη χόβολη στον χρόνο πολιτεία, σκέπτομαι ότι η μητέρα φύση χρειάζεται απεριόριστο σεβασμό και ‘μείς δεν τη σεβόμαστε και δεν την προστατεύουμε όπως πρέπει.

Όπως δεν προστατεύουν όσο πρέπει, και δεν σεβάστηκαν οι μεταγενέστεροι, το χώρο των υπέροχων τέμπλων που πλαισιώνουν την αρχαία κτήση των αχαιών της Σύβαρης, Paestum! Μια σειρά ναών που θαυματουργά διασώζονται όσο κανένα άλλο συγκρότημα τέμπλων, ούτε καν της Ακρόπολης ή του Ακράγαντα στη Σικελία. Γι’ αυτό όταν γίνομαι έτσι κριτικός, αναφέρομαι στο ότι πέρασαν τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο ακριβώς πάνω απ’ το ήμισυ του μικρού αμφιθέατρου τριών χιλιάδων χρόνων, ότι αφήνουν απαράδεκτα τους κάδους απορριμμάτων στις γωνιές του χώρου ή ότι μένουν αγενώς αδιάφοροι στις αιτήσεις ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Αλλά βέβαια αυτά είναι ελαττώματα των νέων γενεών και οι αρχαίοι Συβαρίτες δεν φταίνε σε τίποτα, ευτυχώς. Ακόμα ξεκαρδίζομαι όταν θυμάμαι ένα ανέκδοτο, όταν παρατήρησα κάποιον ντόπιο για την αγένεια του λέγοντας του, “Ντροπή δεν σέβεστε ούτε τα έργα των προγόνων σας”, μου απάντησε πικάντικα, “Των δικών μου ή των δικών σας; Η των δικών μου που είναι και δικοί σας!”. Όταν πολλοί έχουμε ενθουσιαστεί και ανατριχιάζουμε όταν βλέπουμε κι ακούμε συνανθρώπους μας σαν τη Μελίνα, να αποσκοπούν στην επιστροφή των αρχαιοτήτων στην χώρα μας, δεν μπορούμε να κρύψουμε το ανυπέρβλητο δέος και υπερηφάνεια που μας πλημυρίζουν όταν θωρούμε τις πανάρχαιες κυκλώπειες κολόνες, όταν περπατούμε στις σκιές τους, όταν πατούμε το χώμα του περιβόλου τους , όταν συνειδητοποιούμε ότι ναι, όλα αυτά ήταν, είναι, ελληνικά μεγαλουργήματα.

Paestum, το Ελληνικό Ποσειδώνιο, απέχει 54 χιλιόμετρα από το Σαν Αντόνιο, ακολουθώντας την Α3 προς Salerno, και παίρνοντας μετά την ss18 στην έξοδο από τη Battipaglia για Paestum και Agropoli, άλλο ένα ελληνικό τοπωνύμιο. Ο δρόμος πιο μακριά θα μας έφερνε στην “ελληνική” Calabria, ένα σημαντικό κομμάτι από τη Magna Graecia.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο σήμερα σας άφησα νηστικούς, αν και στο πρωινό αποθηκεύσαμε ικανά αποθέματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν έψαξα, όσο κι αν προσπάθησα να θυμηθώ, δεν βρήκα κάποιο μέρος άξιο αναφοράς και η τρατορία/pizzeria του αδικημένου Παέστουμ, ήταν άρθρον ουδετέρου, γι? αυτό θα σας ανταμείψω όσο μπορώ καλλίτερα, αλλά θα πρέπει να περιμένετε μια καινούργια επίσκεψη στη Νάπολι.

Πριν το ξεχάσω εντελώς και δεν αναφέρω καθόλου τις Ναπολιτάνικες παραλίες, ζητώ συγγνώμη που δεν έχω προσωπική πρόσφατη γνώμη, για τη θαλπωρή και τη σαγήνη τους όταν σε αγκαλιάζουν τα κύματα τους, αλλά από ότι είδα εξ αποστάσεως γιατί εκείνο το Πάσχα μας βγήκε λίγο χλιαρό, δεν είναι για πρωτιές και βραβεία. Μέσα, στην κατ’ εμέ, μετριότητα τους ξεχώρισα τη μικρή αμμουδιά στη Marina piccola στο Capri, την γραφική Alimuri στα πόδια του Sorrento, και πιθανώς το μόνο που θα μπορέσω να αναφέρω από το καρτοποσταλικό Positano, την γκριζωπή παραλία του Arienzo. Δεν ξέρω, δεν έμαθα τελικά, αν αυτή η δίδυμη αδελφούλα της στο Amalfi, ήταν η παραλία που αντικατέστησαν με την υπέροχη σωσία της στην Costa Brava οι παραγωγοί του, και ο κύριος Mankiewicz. Αλλά τους ευχαριστώ για την πλάνη, γιατί χάρη σ αυτούς έκανα άνω κάτω την λατρευτή Costa amalfitana. Την Ιταλική κυανή ακτή των απογόνων μας την, Campagna Graeca!

Πάνω στον καταπράσινο λόφο του Camaldoli, βρίσκεται ένα ξωκλήσι με το ίδιο όνομα. Το Eremo dei Camaldoli είναι προστατευμένο ολόγυρα, με ένα συγκρότημα κτιρίων, κελιών, καμπαναριών και καθιστικών. Κτισμένο στα τέλη του 16ου αιώνα από τους Αραγονέζους αφεντάδες του, εκτός της αρχιτεκτονικής του αξίας, διαθέτει μια από τις πιο ολοκληρωμένες θέες της πόλης από το φυσικό του μπαλκόνι. Η έλευση του είναι εύκολη, ακολουθώντας την Α56. Είναι ο αυθεντικός ιταλιάνικος πειρασμός, ιδιαίτερα όταν απευθύνομαι σε ένα μεγάλο γκρουπ, που θα του άρεσε να συνδυάσει την επίσκεψη σε ένα μοναστηριακό συγκρότημα, με το βουκολικό της θέας και το εύτερπο, ενός από τα πιο ναπολιτάνικα ταβερνάκια της περιοχής, την Καντίνα του Πετρόνε. Ας πούμε ότι είναι μια αφιέρωση στη μητέρα μου, που θα την έκαναν δική τους σίγουρα πολλές μητέρες άλλων, γιατί είμαι σίγουρος ότι γι αυτή θα ήταν η καλύτερη της μέρα σ αυτή την εκδρομή μας στην Ιταλική Καμπανία. Η ταβέρνα ήταν ένα παλιό οινοποιείο, διασκευασμένο σε ένα φιλόξενο φαγάδικο με πατροπαράδοτη τοπική κουζίνα. Οικονομική και οικογενειακή η ταβέρνα, προσφέρεται απόλυτα γι’ αυτό που πρότεινα. Την εξυπηρέτηση ενός πολυάριθμου γκρουπ, για ένα αυθεντικό δείπνο, μετά την απογευματινή επίσκεψη στο μοναστηριακό χώρο. Για κρατήσεις το τηλέφωνο, 081 5871004 και 335 8161512. Βρίσκεται πολύ κοντά στην είσοδο του πάρκου και βόρεια του μοναστηριού, traversa san Romualdo 33m. www.cantinepetrone.it Για όσους αρέσουν μην ξεχάσετε να ζητήσετε προβολόνε με μπρόκολο, μοτσαρέλα μπουφαλίνα και πάστα με θαλασσινά και φασόλια. Και μην σκεφτείτε τα χρήματα! Αυτή τη φορά σας πήγα σ ένα αφάνταστα δίκαιο μέρισμα. Με είκοσι ευρώ μένει και για πακέτο στο σπίτι… Αν και για πακέτο θα προτιμούσα την Antica Salumeria di Napoli Pane, στο 111 της Via Settembrini Luigi, πολύ κοντά στο αρχαιολογικό μουσείο και στον καθεδρικό ναό όπου η οικογένεια Pane, με επικεφαλής τον signore Pasquale, πουλούν τα καλλίτερα αλλαντικά, τυριά και άλλα τοπικά καλούδια, κι όπου μπορείς να τσιμπήσεις κάτι στο πόδι, από σάντουιτς μέχρι φρέσκια σπιτική πάστα. Για το σπίτι τόλμησε να πάρεις μεταξύ άλλων, bufala από την Caserta, πεκορίνο, και το ατυπικό τυρί, Μονακό. Αλλά και παρθένο λάδι, πάστα από σιμιγδάλι και λουκάνικα, σαλάμια…

Μεταξύ Piazzeta και Cantine di Petrone, κάτι σαν να λέμε μεταξύ ουρανού και θάλασσας, βρίσκεται το gran caffe, La caffetierra, piazza dei martiri 26, www.grancaffelacaffettiera.com. Σε μια σκιερή τριγωνική πλατεία, λίγο πιο πάνω από το Ακουάριουμ και το ζωολογικό πάρκο, αυτή η κυριλέ καφετερία, εντοιχισμένη στο δόγικο παλάτι Calabrito, είναι μια ανάλογη λύση για ένα επίσης σκιερό γεύμα κάτω από τις προστατευτικές τέντες του πλακόστρωτου, ένα ναπολιτάνικο καπουτσίνο ή ένα ρώσικο εσπρέσο κρεμόζο με βότκα, περιτριγυρισμένα από ατέλειωτα σοκολατάκια και σοκολατίνες ή ένα ελαφρύ “γιούπι-γεύμα” με βάση ορεκτικά, σαλάτες και καναπεδάκια. Κορυφή το timballetto di bucatini. Για τους Γκουρμέδες, υπάρχει περίπτωση να αγοράσουν για το σπίτι, διαλεγμένα τοπικά προϊόντα, ντελικατέσεν, με βάση την τρούφα/Tartufo. Μού ‘ρθε μια γλαφυρή σκέψη ξαφνικά κι άρχισα να γελάω, με νοσταλγία. Σκέφτηκα, τρυφερά όμως, ότι η μητέρα μου θα είχε προτιμήσει να καθίσει, κι ας επαναλάμβανε γεύμα, στο Camaldoli, γιατί το ναπολιτάνικο palazzo μεταμφιεσμένο στην πιο κοσμική “μη μου άπτου” καφετέρια της πόλης δεν νομίζω να της ταίριαζε καθόλου. Έτσι απλοί άνθρωποι όπως είναι… ορισμένοι! Τέλος πάντων, πάλι καλά, τελειώσαμε με την ναπολιτάνικη γαστρονομία και στο Sonrisa, με ένα κυματιστό πικάντικο χαμόγελο, μας περιμένει ο Don Mateo ή ένα από τα πολύτεκνα της οικογένειας Πολέζε, για να μας κεράσει μια γράπα από το Φρίουλι και μπόλικα κριτσίνια και να μας κλείσει ραντεβού με τον δικό μας Pasquale για την άλλη μέρα, πρωί πρωί, που θα μας πάει μέχρι το Castellammare, να πάρουμε το καραβάκι για το Capri. Γιατί λέω Castellammare κι όχι Sorrento όπως είχα πει στην αρχή; Γιατί σκέφτηκα ότι καλλίτερα να συνδυάσουμε την αναχώρηση από το γειτονικό μας αρχοντοχωρι, που είναι ποιο κοντά και ξεκινά το πλοίο νωρίς νωρίς, κι έτσι αύριο γυρνάμε από Sorrento στις πέντε και μισή που έχει επιστροφή, για να γνωρίσουμε και την όμορφη πόλη, ένα ολόκληρο απόγευμα, περιλαμβανομένου δείπνου και αγορών. Μια καλή συμφωνία με τον συμπαθέστατο Pasquale, θα μας πείσει ώστε να μας πάει στο πλοίο και να μας παραλάβει την άλλη μέρα στο Σορρέντο, δίνοντας κάτι παραπάνω απ ότι θα μας στοίχιζε το παρκινγκ εκεί, περίπου 25 € ημερησίως, κι έτσι αποφεύγουμε δυο ολάκερες μέρες παλληκαρήσιας οδήγησης και μάλιστα με παρέα ντόπιο ξεναγό.

Από πολύ καιρό πριν, γιατί το Κάπρι δεν ξέρει από αποταμίευση, έχουμε έρθει σε επαφή με το φιλαράκι μας Fabricio στο Ανακάπρι, που είναι “η μηχανή” της Carmencita. Τριάστερο ξενοδοχείο με ψυχή πανσιόν, εύκολο και απλό, δυο βήματα από τη στάση του λιλιπούτειου λεωφορείου και από τα δυο μου ταβερνάκια φαβορί, είναι ότι πρέπει για ορμητήριο σ' αυτό το πολύ δύσκολο και δύσβατο νησί, που παρότι δεν είναι αντιπαθητικό ούτε άσχημο, εμείς οι Οδυσσείς παμπάλαιων χρόνων όσο και σοβινιστές να φανούμε, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει σύγκριση με τουλάχιστον μια εκατοντάδα, από τα ασύγκριτα Ιόνια ή Αιγαία νησιά μας. Ζητώ συγγνώμη από το φίλο μου Fabricio και τους ευγενικούς γονείς του …. αλλά αυτός είναι σύμφωνος, γιατί του το είπα και μου έδωσε απόλυτο δίκαιο, οπότε…

Όπως είπαμε το ξενοδοχείο είναι στο ορεινό χωριό του νησιού, που λέγεται Anacapri, στο Viale Tommaso de Tommaso 4C, και για να πάτε, καλλίτερα να δώσετε ραντεβού μαζί τους, για να σας παραλάβουν με την άφιξη του πλοιαρίου στο θορυβώδες λιμανάκι. Για την επικοινωνία θα χρειαστείτε το τηλέφωνο τους: 390818371360 ή το ε-μαιλ, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. Έχουν και ιστοσελίδα, www.carmencitacapri.com , και πισίνα και συνέχεια ανακαινίζονται και προσπαθούν να σταθούν, απλά αλλά γερά, ανάμεσα από τα μεγαθήρια της πολυτέλειας και του πλούτου που κατακλύζουν αυτή τη χίλιοφημισμένη αλλά μείζων νήσο! Σε αντίθεση, το ταβερνάκι La tablita, με συμπτωματική μουσική και γαστρονομική σχέση, έτσι νομίζω, με τη μακρινή Αργεντινή, που βρίσκεται τριάντα μέτρα απέναντι από την πόρτα του ξενοδοχείου, via G. Orlandi 315, tlf 390818373528, συνδυάζει μοντέρνα και ψαγμένη τοπική κουζίνα με επίσης –παραδόξως- μείζονες τιμές. Ξέρουν και περιποιούνται το ψάρι, χωρίς να το παιδεύουν, και η συνοδεία από γεμιστές πατάτες είναι κάτι το διαφορετικό. Ζήλεψα όλα και κάθε ένα από τα πιάτα που σέρβιραν στα γύρω τραπέζια. Δεν έχουν ιστοσελίδα αλλά η γευστική κουζίνα και η καλλιέργεια του Carlo και της παρέας του, τους διαφημίζουν από στόμα σε στόμα. Προσοχή, στο νησί όπως σ όλα τα νησιά υπάρχει τοπικισμός, γι’ αυτό αν κάποιος κάνει τον κουφό όταν ρωτήστε για την Ταβλίτα, μην δώσετε μεγάλη σημασία, ακούστε τη φωνή μου που έρχεται ανεξάρτητη από χιλιόμετρα μακριά! Αν είσαστε και τυχεροί, μπορεί μια νύχτα να ακούσετε και μουσική in vivo. Και για να μην στραβομουτσουνιάσουν οι ντόπιοι, θα αναφέρω ένα ακόμα σπουδαίο στέκι, αυτό για πάστα, πίτσα, και όχι μόνο, που απέχει εξίσου από το ξενοδοχείο σε ίσια γραμμή και λέγεται, La Taberna degli amici. Ο χώρος προσφέρεται για όλα, από ένα απλό σνακ κι ένα ποτήρι κρασί, ως ένα ελαφρύ γεύμα με ψημένα ζαρζαβατικά απ τον κήπο τους και φρεσκοψαρεμένο γαύρο. Αλλά και η φρέσκια πάστα με θαλασσινά και το ψάρι ψητό είναι σερβιρισμένο απλά, γευστικά και ευγενικά. Έχουν δικό τους λευκό κρασί και η ατμόσφαιρα είναι ζεστή και φιλική. Την άλλη μέρα το μεσημέρι, από αναπόφευκτη ανάγκη και υποχρέωση σε κάποιο άσπονδο φίλο, γευματίσαμε στο καλλίτερο μπαλκόνι της θάλασσας, στο έμπα του λουσαρισμένου Κάπρι, όπου οι διάσημοι είχαν περάσει σε στρατιωτική πειθαρχεία από τα τραπέζια, χρόνο με το χρόνο. Δεν αναφέρω το όνομα του, δεν χρειάζεται, και νομίζω ότι ηθικά μου χρεωστάει τουλάχιστον τα μισά του λογαριασμού, ισόποσο σ’ αυτό που είχαμε πληρώσει για το σύνολο των δυο ταβερνών του Ανακάπρι και τα δυο δωμάτια στην Καρμενσίτα με πρωινό, συν ένα φανταστικό περίπατο με το αμάξι του Φαβρίτσιο και σύνοδο τη συμπαθέστατη φίλη του που δεν θα ονομάσω μη τυχόν ξεσκεπάσω κάποιο πλατωνικό ειδύλλιο. Δυστυχώς όπως θα καταλάβατε, το Κάπρι, έχει τις ίδιες κακές κι ακριβές συνήθειες ορισμένων δικών μας σουπερ νήσων που έχουν καβαλήσει το καλάμι, και προτιμώ σαν υπάκουος σωβινιστής να μην αναφέρω ονόματα.

Τώρα το τι μπορούμε να δούμε στο υπερπολυτελές ναπολιτάνικο νησί… θα σας τα πω απλά, γοργά και αναφορικά. Όπως θεώρησε ο Στράβων εδώ και αιώνες, το Κάπρι αποτελούσε τμήμα του Σορρέντο πριν να αποκοπεί και γίνει νησί. Σημαίνει ότι το plus που έχει το Κάπρι σαν νησί, είναι αυτό που το ανακατατάσσει. Γιατί το Σορέντο, προσωπικά επιμένω, είναι πολύ πιο όμορφο. Γι’ αυτό ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε, ακριβώς αυτές τις ομορφιές που το ανακατατάσσουν. Τα δυο λιμανάκια. La marina piccola & La marina grande. La gruta azul, μια θαλασσιά σπηλιά με ένα βαθύτατο μπλε που πρέπει να επισκεφτούμε με μια μικρή βάρκα. Οι ρωμαϊκές βίλλες, Villa Jovis και villa Lycis, που προδίδουν ότι, ανέκαθεν το Κάπρι, είχε μαγέψει παραδόξως όπως και τους τωρινούς, τους Ρωμαίους αριστοκράτες. Αν και η ποιο επιβλητική βίλλα, χάρις στην μοναδική της τοποθεσία, στον εξέχοντα εκ θαλάσσης επίσης επιβλητικό βράχο, είναι η σύγχρονη κοκκινόχρωμη βίλλα του ομωνύμου συγγραφέα, villa Malaparte. Τέλος όπως στα περισσότερα νησιά, αλλά και στα γραφικά παραθαλάσσια χωριά, οι ποιο όμορφες και ευχάριστες στιγμές απολαμβάνονται όταν περπατούμε στα σοκάκια τους και ατενίζουμε τα απέραντα πρασινογάλαζα τοπία τους, γι’ αυτό, ας καταπατήσουμε τα στενόδρομα του Κάπρι κι ας κάνουμε με μεγάλη προσοχή, γιατί δυο μίνι με το ζόρι χωράνε, το γύρο του νησιού, καταναλώνοντας όλη τη μνήμη της κάμερας μας να μη μας πουν μετά ότι, “ στο Κάπρι πήγατε, μόνο τρεις φωτογραφίες βγάλατε;”.

Κακόκεφα, γιατί είμαστε σίγουροι ότι θα μας ξεπέρναγε με την ομορφιά του το Κάπρι, στις πέντε και εικοσιπέντε ακριβώς, παίρνουμε το καραβάκι για το Σορέντο.

Torna a Surriento, γραμμένο στη Ναπολιτάνικη διάλεκτο, είναι μια μουσική παράκληση για την αποκατάσταση ενός εγκαταλειμμένου εκείνη την εποχή Sorrento, που έγραψαν οι αδελφοί Curtis και έφτασε να γίνει μουσικός ύμνος της μικρής και πανέμορφης τώρα πόλης, αλλά και της καμπανίας γενικά. Την δραματική ωδή τραγούδησαν σχεδόν όλοι οι διάσημοι τενόροι, από τον μεγάλο παρθενωπαίο πολίτη Caruso ως τον σύγχρονο μας Luciano Pavarotti. Το γύρνα στο Σορέντο, είναι μια μουσική λατρεία για ένα τόπο, που οι Ναπολιτάνοι έχουν βαθειά στην καρδιά τους και νοσταλγούν όπου κι αν βρίσκονται. Είναι μέρος της ιδιοσυγκρασίας τους και της αισθηματικής τους ρουτίνας. Όπως οι περισσότερες πόλεις της περιοχής, το Σορέντο, έχει χτιστεί από Έλληνες Δωριείς αποίκους της ελληνοκρατούμενης Σικελίας και καθόλου απίθανο το ρωμαϊκό όνομα του, που το σχετίζει με τις σειρήνες, να έχει να κάνει με κάποια από τις περιπέτειες του Οδυσσέα, με βάση τους σχετικούς μύθους. Η μοντέρνα μικρόπολη είναι κτισμένη στη κορυφή του μικρού ακρωτηρίου και δεσπόζει πάνω από τον όμορφο κόλπο που φτάνει ως τη Νάπολι. Τα φυσικά του μπαλκόνια, αιωρούμενα παν απ τα κύματα, και η βαθιά θέα με φόντο το Βεζούβιο που προστατεύει τη μεγαλούπολη της Καμπανίας, είναι κάτι που πρέπει να ζήσει ο επισκέπτης, για να νοιώσει ότι βρίσκεται στο χώρο που νοσταλγεί το φημισμένο τραγούδι. Αν και υπάρχουν ορισμένα αξιόλογα για να επισκεφτεί κανείς στο Σορρέντο, η πραγματική του γοητεία είναι στα υπερβολικά μικρά στενάκια που τετραγωνίζουν το ιστορικό του κέντρο. Πολλά έχουν διατηρήσει την πρωτογονική ρυμοτομία της εποχής των ρωμαίων και τώρα σφύζουν από ζωή και ιλαρή οχλοβοή, καθώς πνίγονται μέσα στις αρωματικές οσμές λεμονιού και λεβάντας. Δεκάδες μικρομάγαζα με σουβενίρ, “λικορερίες” με τοπικά λιμοντσέλο, όπως το Villa massa, και καφέ-ταβερνεία για μια σύντομη ξεκούραση. Εμείς διαλέξαμε το Veneruso, στον κεντρικό δρόμο il Corso d Italia, για μια sfillategla και δυο χορταστικά πανίνι, κι ύστερα πήγαμε στο Raki για αυθεντικό gelato. Δεν θελήσαμε να ξοδέψουμε το χρόνο μας πάλι στο φαγητό, γιατί έπρεπε μα δούμε το Duomo και την εκκλησία του San franscesco. Ζηλόφθονοι με το αντίκρισμα μιας εκκεντρικής διαφορετικής ταβέρνας/φρουτoπωλείου σαν τη cantinaccia dei popolo, ανεβοκατεβήκαμε τα καλντερίμια μια και χίλιες φορές κι επειδή ο Πασκουάλε ήρθε να μας πάρει λίγο ποιο νωρίς, τον κεράσαμε και ένα “ δεν ξαναγίνεται!” καφέ, στη ταράτσα του ξενοδοχείου Exelsior με την ποιο τρανταχτή θέα του Σορρέντο. Φεύγοντας, σημειώσαμε το προτεινόμενο κλασικό, Il Bucco, κοντά στην όμορφη εκκλησιά του αγίου Φραγκίσκου, στεγασμένο σε ένα παλιό κτίριο με θολωτές αίθουσες, για ένα συστημένο πιάτο από tagliolini al tartufo. www.ilbucoristorante.it

Έχει μια φοβερή κίνηση και για να βγούμε στον αυτοκινητόδρομο που έρχεται από το αδικημένο Positano, που δεν είχαμε το χρόνο να πούμε δυο λόγια παραπάνω, και οδηγεί στο αρχοντικό κατάλυμα μας, κάνουμε σημειωτόν μπροστά και ξανά και χαλάμε και τη βραδιά του Πασκουάλε που έχει μείνει με την ευγενικότατη σύζυγο του να δειπνήσουν στο La sonrisa, για να γιορτάσουν την γαμήλια επέτειο τους. Αργά αλλά ευχάριστα περνάει ο χρόνος μας, μιας και στο αμάξι έχει βάλει ο Πασκουάλε μια κασέτα από canzone Napoletana και ταυτόχρονα μας εξηγεί ορισμένα ανέκδοτα πάνω σ αυτή την πολύ αισθαντική μουσική. Έτσι μαθαίνουμε για την Ναπολιτάνικη tarandela, και ότι οι στίχοι συνήθως είναι βουκολικοί η αγαπητικοί, και ανάλογα έχει σχέση με τις ρομαντικές οπερέτες ή την κωμική οπερέτα, που οι Ναπολιτάνοι λένε, Opera bufa! Εγώ είχα μια ιδέα ότι το, Ο sole mio και το funiculi funicula, ήταν αυτών των ειδών, αλλά δεν ήξερα ότι η πρώτη στροφή απ το πολυτραγουδισμένο Caruso, του αγαπημένου μου Luccio Dalla, te voglio bene assaje, (Σ’ αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ), ήταν ο τίτλος του τραγουδιού που νίκησε στο πρώτο φεστιβάλ ναπολιτάνικης κανσονε, εδώ και διακόσια σχεδόν χρόνια. Όταν ξαπλωτοί και κουρασμένοι στους καναπέδες των μικρών καθιστικών που υπάρχουν στον περίχωρο του μπαρ, κατεβάζουμε τα τελευταία μας λιμοντσέλα και μια dry grappa gandolini των αδελφών Branca παλιωμένη 18 μήνες στο βαρέλι, που για να πω την αλήθεια σύγκρινα με μια σπιτικιά τσικουδιά χανιώτικη και βγήκε χαμένη από χέρι, περνά το κατώφλι της κεντρικής πόρτας ο φίλος μας Pasquale, κρεμασμένος από το μπράτσο της κυρίας του που μας σύστησε πρόσχαρα, πριν συνεχίσει για την τραπεζαρία όπου τον περίμενε ένα τραπέζι καλοστολισμένο από τους συναδέλφους του, που του ‘χαν συμπάθεια μεγάλη. Ωραία λεπτομέρεια, ωραίος κόσμος απλός, ότι καλλίτερο έχει να παρουσιάσει αυτός ο σχεδόν ελληνικός τόπος, στον οποίο δεν ξέρουμε ποτέ θα γυρίσουμε ξανά, παρότι οι λάγνες σειρήνες μας προκαλούν με το τραγούδι τους!

Torna a Surriento…

 

Vide'o mare quant’è bello,                        Δες τη θάλασσα όμορφη που ’ναι.              

spira tantu sentimento,                               Εμπνέει τόσα συναισθήματα    

Comme tu a chi tiene a' mente,                 όπως εσύ, που όποιον κοιτάζεις    

Ca scetato 'o faie sunnà.                             άγρυπνο να ονειρεύεται τον κάνεις

Guarda gua' chistu ciardino;                     Δες, δες αυτό τον κήπο

Siente, siente sciure arance:                     νοιώσε τα άνθη στης πορτοκαλιά

Nu profumo accussi fino                             που το λεπτό το άρωμα τους

Dinto 'o core se ne va…                               ίσια φτάνει στη καρδιά…

E tu dice: "I’ parto, addio!"                         Και μου είπες " Εγώ φεύγω, αντίο".

T’alluntane da stu core…                           Μακραίνεις από την καρδιά μου

Da sta terra de l’ammore…                       απ την αγαπημένη γη …

Tiene 'o core 'e nun turnà?                       Θα τολμήσεις να μην ξαναγυρίσεις;

Ma nun me lassà,                                        Μη μ αφήσεις, έλα,

Nun darme stu turmiento!                         Μη μου δώσεις τέτοια λαχτάρα    

Torna a Surriento,                                       Γύρνα στο Σορρέντο,  

famme campà!                                            Χάρισε μου ζωή!  

Vide'o mare de Surriento,                         Δες του Σορρέντο το πέλαγος

che tesoro tene nfunno:                           τι θησαυρούς κρύβει στο βυθό.

chi ha girato tutto 'o munno                   Όποιος ταξίδεψε όλο τον κόσμο

nun l'ha visto comm'a ccà.                       Δεν έχει δει παρόμοιο με αυτό.

Guarda attuorno sti Serene,                   Δες γύρω σου τις σειρήνες

ca te guardano 'ncantate,                         που σε κοιτάζουν μαγεμένες      

e te vonno tantu bene...                           και τόσο σε λατρεύουν τόσο

Te vulessero vasà.                                     Που τα φιλιά σου θέλουν μόνο.

 

06/02/2016 - 11:19 Εκτύπωση