in

Νέα Αριστερά. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Νέα Αριστερά. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Η άσφαλτος φαίνεται. Η πέτρα κρύβεται.

Η άσφαλτος ξεχνά. Η πέτρα θυμάται.

Η άσφαλτος φθείρεται. Η πέτρα αντέχει.

Η άσφαλτος υποτάσσεται. Η πέτρα ανθίσταται.

Η άσφαλτος εργάζεται. Η πέτρα ονειρεύεται.

Η άσφαλτος συνδέει τις φωτεινές πόλεις του εμπορεύματος.

Η πέτρα ανήκει στο σκοτεινό κόσμο υπόγειων γαλαριών, εκεί που συχνάζουν οι τυφλοπόντικες, και περιμένει ανυπόμονα την ώρα της.

 

Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Παράταιροι χρόνοι

 

1. Τα κείμενα και τα ποιήματα δεν αλλάζουν τον κόσμο. Για τους ανθρώπους που έγραψαν και διάβασαν, συγκινήθηκαν και πίστεψαν –ενίοτε, μάλιστα, πίστεψαν πολύ–, έχει έρθει καιρό τώρα η στιγμή της επιφύλαξης, του τέλους της συγκίνησης: το τέλος της πίστης. Όπου κείμενα και ποιήματα, μπορεί κανείς να προσθέσει «άμεσες δράσεις»: γιατί δεν αλλάζει η ουσία, το εξηγεί μια αναρχική που της αρέσει να συστήνεται ως αδέκαρη συγγραφέας, η Ρεμπέκα Σόλνιτ: «Οι ακτιβιστές», λέει, «ανακτούν τους δρόμους και περιστασιακά καταλαμβάνουν μια Βαστίλη ή γκρεμίζουν ένα Τείχος του Βερολίνου. Όμως το πεδίο της δράσης τους ως επί το πλείστον είναι το πεδίο του συμβολικού, ο πολιτικός διάλογος, η συλλογική φαντασία».

2. Οι εποχές της βιωμένης διάψευσης, ιδίως όταν στο βίωμα της διάψευσης αυτής προστίθεται η βία του οικονομικού, είναι –πάντα ήταν– και εποχές βαθιάς δυσπιστίας· η αξία κάθετί συμβολικού στις εποχές αυτές, άρα των κειμένων και των ποιημάτων, είναι η πρώτη που αμφισβητείται. «Έχει κανείς το δικαίωμα να γράφει ποιήματα μετά το Άουσβιτς;», ρωτούσε βλοσυρά ο Αντόρνο μετά τη μεγαλύτερη διάψευση της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Ευτυχώς, η ερώτησή του απαντήθηκε θετικά – κι αυτό δεν αφορά μόνο τους ποιητές: αφορά κατεξοχήν τις πολιτικές της αντίστασης, την ποιητική του μέλλοντος.

3. Σε καιρούς που η ωμή πραγματικότητα επιβάλλεται στην πίστη και κάνει τα σύμβολα να μοιάζουν τελείως αδύναμα, αξίζει να ανατρέξει κανείς στους ανθρώπους που επιβίωσαν μετά το απόλυτο πραγματικό: το Άουσβιτς. Σκέφτομαι πάντα το ίδιο: αν αυτοί που έζησαν την απόλυτη συντριβή, από κάθε άποψη, ήταν και οι πρώτοι που έγραψαν για να διαβάσουμε εμείς, τότε οι γενιές οι δικές μας, εμείς που δεν ζήσαμε απολύτως τίποτα σαν αυτό, εμείς και μπορούμε, και την υποχρέωση έχουμε, να γράφουμε και να διαβάζουμε. Έχουμε την υποχρέωση να πιστεύουμε: μόνο γιατί πιστεύουμε σώζεται η πίστη[1].

4. Καμιά αντίρρηση: έλλειψη πίστης μπορεί να σημαίνει λιγότερη αφέλεια, πιο αιχμηρή λογική, οξυδέρκεια· μπορεί να σημαίνει, όμως, και ειρωνεία, αποστασιοποίηση, ψυχρό βλέμμα, καχυποψία, απόσυρση: «Πιστέψαμε και τώρα δεν θα ξαναφήσουμε να μας κοροϊδέψουν».

5. Τι τη χρειαζόμαστε την πίστη; Δεν είναι άραγε η πολιτική πόλεμος με άλλα μέσα – δηλαδή στρατηγική, οργάνωση, σχέδιο, υπολογισμός και ισχύς; Διαβάζω τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου της Κομμούνας, τον Ογκύστ Μπλανκί, και την εμμονή του με το τεχνικό σκέλος της εξέγερσης: για να αποκλειστεί μια λεωφόρος πλάτους 12 μέτρων με ένα σωστό οδόφραγμα, γράφει, χρειάζονται 144 κυβικά μέτρα τείχους, δηλαδή 9.216 πέτρες, δηλαδή 192 σειρές ή 48 μέτρα δρόμου. Με 4-5 μέτρα δρόμου προκύπτει και κάποιο πλεόνασμα πέτρας, η οποία, πάντα σύμφωνα με το στρατιωτικό εγχειρίδιο του Μπλανκί, είναι «εξίσου αποτελεσματική όσο και η βόμβα»[2].

6. Ευτυχώς για εμάς, οι οπαδοί του Μπλανκί δεν έμειναν μόνο να σκέφτονται τη στιγμή της εξέγερσης· τη σχεδίασαν. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ωστόσο, κανείς δεν θα τους θυμάται για το βάθος της σκέψης τους τι θα γίνει «μετά». Αν όμως αυτό το μετά αρχίζει από τώρα (και αφορά σχέσεις ανθρώπων: δεν είναι η επόμενη μέρα μιας κινηματικής Αποκάλυψης ή μιας εκλογικής νίκης), είναι το μετά που έχει ίδια και μεγαλύτερη σημασία.

7. Οι πολιτικές της αντίστασης δεν είναι μόνο στιγμές: είναι δράσεις στο χώρο και το χρόνο – άρα τόσο στη βραχεία, όσο και στη μέση και τη μακρά διάρκεια. Κι αν αφορούν σχέσεις ανθρώπων, τότε η αντίσταση είναι και συγκίνηση και ματαίωση, και θυμός και ελπίδα, και καχυποψία και πίστη: ο άνθρωπος, λέει κάπου ο Θανάσης Καράβατος, είναι «εκ κατασκευής», ταυτόχρονα και αιωνίως, και μυθολογών και ορθολογών. Κι αυτός ο τρόπος σκέψης –το «και … και» αντί του «ή … ή»– ίσως να βοηθά να ξανακολλήσουμε τα κομμάτια μιας Αριστεράς που σήμερα ούτε αυτοπεποίθηση εμπνέει, ούτε για την πίστη της διακρίνεται. Η έλλειψη πίστης έχει, δυστυχώς, απτά αποτελέσματα.

8. Οι σχέσεις χρειάζονται δύο: Ούτε μόνο την ψυχρή σκέψη του «σχεδίου» και της ανάλυσης του αντιπάλου, την ατέλειωτη υπομονή να «ωριμάσουν οι συνθήκες» και τη ματιά στη μακρά διάρκεια· ούτε μόνο τη θέρμη της «άμεσης δράσης», την παράφορη ανυπομονησία και τη στιγμή. Κάποιος που ήξερε τι πάει να πει «τα θέλουμε όλα τώρα» από το μακρινό ’68, ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ, έλεγε πως η πρόκληση για την πολιτική δράση είναι διπλή: να λάβουμε υπόψη τόσο τη λογική της ιστορίας, που δεν είναι στιγμιαία, όσο και το απρόβλεπτο του συμβάντος. Και την εποχή και τη στιγμή: και τα δύο.

9. Δυόμισι χρόνια τώρα, όσες προσπάθειες αγνόησαν αυτή τη λογική της σύζευξης, του ταιριάσματος, το «και…και», αποτυγχάνουν ξανά και ξανά. Αποτυγχάνουν καταρχάς με βάση τους δικούς τους στόχους.

10. Πρώτη αποτυχία: η προσπάθεια να επιβιώσει, θεσμικά και κοινοβουλευτικά, η Αριστερά που είχε μόλις διαχωριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, υπερασπιζόμενη το «Όχι» ως το τέλος. Τι απέτυχε; Η προσπάθεια να μην επαναληφθεί στην Ελλάδα το ιταλικό παράδειγμα (πρώτα ο κυβερνητισμός, μετά η καθήλωση των αντιστάσεων και τελικά ρευστοποίηση της Αριστεράς). Η αποτυχία της ΛΑΕ, πρώτα εκλογική και τώρα όλο και πιο εξόφθαλμα πια και στρατηγική (το έδειξαν τα αντανακλαστικά τμημάτων της στο Μακεδονικό…), είναι πραγματικότητα με συνέπειες για όλη την Αριστερά. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα αποτελέσματά της: αυτό που χάνει, είναι μια πολιτική λογική που δεν μπορεί να εμπνεύσει καμία πίστη.

11. Δεύτερη αποτυχία: η προσπάθεια να ενισχυθεί πριν απ’ όλα η κοινωνική διαμαρτυρία. Καθόλου ανταγωνιστική στην πραγματικότητα με την προηγούμενη, η προσπάθεια αυτή επιχειρηματολογούσε σωστά για τα όρια μιας τακτικής προσανατολισμένης κυρίως στις εκλογές, όπως νωρίτερα προειδοποιούσε πού (δεν) θα έφτανε μια μετριοπαθής κυβέρνηση, χωρίς οργανωμένη την κοινωνία να την αντιπολιτεύεται από τ’ αριστερά. Αλλά η εύλογη διάγνωση, πρώτα των κινδύνων κι ύστερα των αιτιών δυο αποτυχιών (αυτής του ΣΥΡΙΖΑ και εκείνης της ΛΑΕ), δεν απέτρεψε μία ακόμα (αυτήν της ΑΝΤΑΡΣΥΑ): η κοινωνική διαμαρτυρία παρέμεινε υποτονική παρά τα όσα. Κι έτσι η επιρροή και η συνοχή της «κλασικής» εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δοκιμάζονται ακόμα από το 2015. Εδώ δεν φτάνει η πίστη· αυτό που χάνει είναι μια ιδιότυπη λογική μηδενικού αθροίσματος: η πίστη πως οι αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ θα έφταναν ως ώθηση για μια άλλη, δομικά ανταγωνιστική Αριστερά.

12. Υπάρχει, και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σε αυτό, και μια τρίτη αποτυχία: η τακτική της συντήρησης δυνάμεων. Η πολιτική συνεχίζει με ασυνέχειες, πράγμα που αγνοούσε η ΛΑΕ, επιδιώκοντας να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά το «Όχι» και την απογοήτευση από τον εξουσιαστικό κυνισμό του ΣΥΡΙΖΑ· αντίστοιχα, η πολιτική είναι διαδικασία ποιοτικά ανώτερη από τη συσσώρευση κοινωνικών διεκδικήσεων, πράγμα που υποτιμά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλά μια τάση επιστροφής, μονοσήμαντα, στις (ενίοτε ηρωικές) αντιστάσεις της περιόδου –από το προσφυγικό και τα πολιτικά δικαιώματα ως την υπεράσπιση της πρώτης κατοικίας–, χωρίς παράλληλη πολιτική και οργανωτική συγκρότηση, είχε ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό και την αποστράτευση ενός σημαντικού αριθμητικά δυναμικού με πλούσιες κινηματικές και πολιτικές εμπειρίες.

13. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες στον πολιτικό ανταγωνισμό έχουν αντικειμενικό μέτρο: κρίνονται σε σχέση με κάποιον αντίπαλο. Αν αυτή τη στιγμή, λοιπόν, δεν υπάρχει πολιτικό σχέδιο, κομματικό «επιτελείο» ή ηγετικό κέντρο στο χώρο της Αριστεράς που να επικαλείται επιτυχίες, να εμπνέει και να διατηρεί τη συνοχή του, είναι γιατί κανένα σχέδιο, «επιτελείο» ή κέντρο δεν μπορεί να εγγυηθεί κάποιου τύπου μετατόπιση στην κεντρική πολιτική σκηνή – να φρενάρει έστω εν μέρει τη μνημονιακή πολιτική, τους αυταρχικούς μετασχηματισμούς μέσα στο κράτος και μια (ακραία) συντηρητική ιδεολογική αντεπίθεση. Απουσία αυτής της δυναμικής, ο αντιεξουσιαστικός χώρος είναι επίσης καθηλωμένος. Ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται σήμερα κυρίως σε επίπεδο κορυφής, αφορά δηλαδή συστήματα εξουσίας: ο κόσμος της Αριστεράς και της αντιεξουσίας έχει στιγμές – δεν έχει, όμως, διάρκεια.

14. Το «μπλοκάρισμα» αυτό παρομοιάζεται συχνά με εκείνο μετά το 1989· σήμερα, όμως, δεν υπάρχουν η «κανονικότητα» και οι αργοί χρόνοι της δεκαετίας του ’90. Το ξέρει η παρούσα κυβέρνηση, με την πρόσφατη κρίση του εφταετούς ομολόγου, που δυσκολεύει την προοπτική της «καθαρής εξόδου στις αγορές». Το ξέρουμε και εμείς, με τις εξελίξεις στο Μακεδονικό, τη φασιστική επιθετικότητα και την όξυνση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.

15. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιβράδυνε την κρίση ηγεμονίας του ελληνικού αστισμού, εξουδετέρωσε την αριστερή αντιπολίτευση και, μολονότι συσσωρεύει αδιέξοδα, διατηρεί τη στήριξη του «διεθνούς παράγοντα»· όμως η διεθνής κρίση έχει ήδη περάσει στη φάση της γεωπολιτικής αστάθειας, ο ελληνικός αστισμός δεν έχει υποσχέσεις για όλους και τα πολιτικά «υποπροϊόντα» του –παλιές και νέες ακροδεξιές– επιβάλλονται στον δημόσιο διάλογο, για την ώρα με βασική εκπρόσωπο τη ΝΔ. Ότι η Αριστερά δεν μπορεί, για άγνωστο διάστημα, να θέσει ζήτημα (ανατροπής της) εξουσίας είναι ένα πράγμα· ότι δεν θα της επιτραπεί να το αγνοήσει, ως διαρκές και επικίνδυνο όριο ακόμα και για πώς θα στεκόμαστε στο δρόμο προοπτικά, είναι ένα άλλο, εξίσου σημαντικό.

16. Με δεδομένη την απουσία «κανονικότητας», στο Μακεδονικό έδωσε πετυχημένες εξετάσεις μια παλαιότατης κοπής «Νέα Δεξιά», ας πούμε η επιθετική κινηματική μετεξέλιξη των «Μένουμε Ευρώπη». Δεν αναφέρομαι στο ομώνυμο κομματίδιο του Φαήλου Κρανιδιώτη. Λέω για τις συνέργειες ενός διακομματικού χώρου, αριστερά και (πολύ) δεξιά της ΝΔ, συνέργειες σε ένα τριπλό έδαφος: αυτό του σοβινιστικού εθνικισμού, του ανορθολογισμού (τι άλλο είναι η διαρκής χειραγώγηση του εθνικού και άλλων αισθημάτων ως «τρόπος» του παλιού συστήματος εξουσίας;), και μαζί του αντικομμουνισμού. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε εκδοχή κομμουνιστικής υπόθεσης· για τους νοσηρούς εγκεφάλους της Νέας Δεξιάς, ωστόσο, κυβερνώσα και αντικυβερνητική Αριστερά, είμαστε όλοι το ίδιο.

17. Απέναντι σε αυτή τη Δεξιά –μυθολογούσα και ορθολογούσα, κοινοβουλευτική και αντικονοβουλευτική–, η παλιά Αριστερά φαίνεται τουλάχιστον αμήχανη. Σε επίπεδο τόσο ανάλυσης όσο και «αισθήματος», σημαντικά τμήματά της μπερδεύουν τον αντιιμπεριαλισμό με τις θεωρίες της ξένης επιβουλής και της μονίμως εν κινδύνω πατρίδας, κατανοώντας τον κόσμο με τους όρους της δεκαετίας του ’60. Τότε η Αριστερά διεκδικούσε την επαναφορά της στην πολιτική νομιμότητα πλειοδοτώντας σε πατριωτισμό (με αποκορύφωμα τις «αντιιμπεριαλιστικές» διαδηλώσεις υπέρ της Ένωσης Ελλάδας-Κύπρου): η αστική εξουσία στην Ελλάδα δεν ήταν, στη λογική αυτή, παρά το ενεργούμενο ΗΠΑ και Βρετανίας. Σήμερα, 26 χρόνια μετά το ’92 και εν μέσω κρίσης, είμαστε τελείως αλλού.

18. Ό,τι κάνει παλιά μια Αριστερά, λοιπόν (την Αριστερά στην οποία οφείλουμε πολλά, αλλά δικαίως μας εξοργίζει για άλλα τόσα), δεν είναι η ηλικία των ανθρώπων της: αν το ηλικιακό-γενεακό ήταν το σοβαρότερο κριτήριο, ο Αλέξης Τσίπρας θα ήταν κάτι σαν Ρούντι Ντούτσκε της εποχής. Το πρόβλημα της παλιάς Αριστεράς είναι τα τοτέμ και τα ταμπού της – και δεν το εννοώ ψυχαναλυτικά: Το Έθνος (αλλά μόνο αυτό στο οποίο νιώθει να εντάσσεται η ίδια…) και η Δημοκρατία, ως σεβασμός στους «θεσμούς» και γενικώς στη μη βία (όχι ως σχέση με τα κινήματα ή ως τρόπος οργάνωσης της πολιτικής ζωής κομμάτων και οργανώσεων…).

19. Είμαστε στη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ «παίζει» με την αντίθεση Αριστερά-Δεξιά, όταν δεν σκανδαλολογεί ακατάσχετα – αλλά μόνο για να πείσει ως «Αντιδεξιά» και κάνοντας πολιτική αποκλειστικά με βάση τους κρατικούς μηχανισμούς: το θέμα είναι η διατήρηση της κυριαρχίας στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Είμαστε στη στιγμή που η παλιά Αριστερά δεν πείθει ως αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ – όσο κι αν απογειώνει ρητορικά τον αντισυριζισμό της. Και είμαστε στη στιγμή που η συριζική συνθηκολόγηση δημιουργεί ένα χάσμα: από τη μια οι γενιές και οι κοινωνικές κατηγορίες που έχουν σήμερα λόγους να αγωνιστούν, από την άλλη οι γενιές που πρωταγωνίστησαν στους αγώνες από τη δεκαετία του ’90 ως και το 2015, οικοδομώντας συλλογικότητες που κράτησαν όρθια την Αριστερά.

20. Τη στιγμή αυτή, υπάρχει ο κίνδυνος η υπαρκτή Αριστερά να είναι απλώς ένα πολιτιστικό, όχι πολιτικό ρεύμα: απλώς η άλλη άποψη στο βιβλίο, τη θεωρία και τον πολιτισμό, μια «ευαισθησία» ανάμεσα σε άλλες, ένα διαφορετικό λάιφστάιλ. Μια δύναμη, σε κάθε περίπτωση, χωρίς τη δυνατότητα να πυροδοτεί ή να «ολοκληρώνει» αντιστάσεις, να μπλοκάρει την κεντρική πολιτική. Την ίδια στιγμή, υπάρχει ο κίνδυνος, πληβειακά κοινωνικά στρώματα που δεν εκπροσωπεί πια ο ΣΥΡΙΖΑ, να «εξεγερθούν» εναντίον του στη βάση μιας ανάλογα ταυτοτικής, ψυχο-«πολιτισμικής» ατζέντας: το αίσθημα ασφάλειας, το εθνικό αίσθημα, ένας τιμωρητικός αντικομμουνιστικός λαϊκισμός. Σήμερα όμως υπάρχει και η ευκαιρία για μια νέα Αριστερά – και δεν το εννοώ καθόλου ηλικιακά. Αν η πολιτική είναι δράση στο χώρο και στο χρόνο, η ευκαιρία αυτή υπάρχει εδώ, σήμερα. Αλλά δεν θα υπάρχει για πάντα.

 


[1] Οι «συναντήσεις» πίστης και (κομμουνιστικής) πολιτικής απασχολούν σοβαρά την κριτική σκέψη μετά το ’68, από τον λενινιστή Ντανιέλ Μπενσαΐντ μέχρι τους μεταμαρξιστές Νέγκρι και Αγκάμπεν. Βλ. σχετικά: Ραζμίγκ Κεσεγιάν, Αριστερό ημισφαίριο (μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας), Αngelus Novus 2017.

[2] Στο: Σταύρος Τομπάζος, «Ντανιέλ Μπενσαΐντ: Ο Μαρξ της εποχής μας. Μεγαλείο και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος», Θέσεις τχ. 129, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014.           

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κατάληψη στην Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ – «Επιχειρείται η αμφισβήτηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης»

Δολοφονική επίθεση χρυσαυγιτών στη «Φαβέλα»