in

Πλατεία Αμερικής: Η νέα μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη

Πλατεία Αμερικής: Η νέα μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη

Η νέα μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη, μετά το Wild Duck (2013), ξεκίνησε το ταξίδι της από την Μπουσάν της Νοτίου Κορέας, συνέχισε στο Σικάγο, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και το 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και συνεχίζει το ταξίδι της σ΄όλο τον κόσμο με στόχο να καταδείξει την κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα. Βασισμένο στη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα, ” Η Βικτώρια δεν υπάρχει “. Ένα μωσαικό λαών κι εθνικοτήτων. Μία μοντέρνα Κασαμπλάνκα, γύρω από την Πλατεία Αμερικής.

Γράφει ο Μίλτος Τόσκας

Εκεί συναντιούνται άνθρωποι διαφορετικοί. Ο Μπίλλυ έχει ένα ροκ μπαρ και στο πατάρι του κάνει παράνομα τατουάζ, ο Νάκος είναι ο κλασσικός βουτυρομπεμπές, που του φταίνε όλα, εκτός από τον εαυτό του και σταδιακά στο σκηνικό έρχονται ο Τάρεκ, Σύριος απόστρατος, πρόσφυγας στην Ελλάδα κι η Τερέζα, τραγουδίστρια αφρικανικής καταγωγής, μπλεγμένη στη νύχτα, που ψάχνει διέξοδο φυγής από τη χώρα. Οι ρόλοι είναι αντιφατικοί μεταξύ τους, οι αντιθέσεις των χαρακτήρων μεγάλες. Δημιουργούν όμως ένα εκρηκτικό κράμα. Αλληλεπιδρούν, συμβαδίζουν για λίγο και προχωρούν με στόχο να επιβιώσουν.

Το ” refuse to sink “, σημαίνει αρνούμαι να βυθιστώ. Είναι το μότο των μεταναστών. Με αυτήν την ελπίδα μπαίνουν στα καράβια κι αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Αυτή η ΕΛΠΙΔΑ τους κρατά ζωντανούς. Για μένα όμως, μπορεί να έχει και μία δεύτερη, μεταφορική σημασία. Γι΄αυτό το έχει χτυπήσει ο Μπίλλυ. Αρνούμαι να γίνω ένα με το κύμα, τη μάζα της εποχής. Να μισήσω τους ξένους και να αποποιηθώ των ευθυνών μου. Παραμένω αρσενικός, άνθρωπος, έτοιμος να βοηθήσω και να θυσιαστώ για τα πάθη μου.

Ξεκάθαρη είναι η επιρροή του Βαγγέλη Μουρίκη, που υπογράφει το σενάριο, με τον Σακαρίδη και τον Τσίρμπα. ” Ισορροπία ρε μ@@@α, ισορροπία ρε μ@@@α “, γ@@α τον Μάικ ρε μ@@@α. Φράσεις που πίσω από τις λέξεις, κρύβουν τεράστια ένταση. Ακόμα και τέλος μοιάζει με το αντίστοιχο στο Μικρό Ψάρι, επηρεασμένο κι από το σινεμά του Οικονομίδη. Ο πρωταγωνιστής πετυχαίνει τον σκοπό του, έχει λυτρωθεί και θυσιάζεται, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του.

Μία μικρογραφία της σημερινής κοινωνίας, της Αθήνας του 2017. Ο 40άρης Νάκος, που ακόμα μένει με τους γονείς του και δεν έχει ένα φράγκο στην τσέπη, προσπαθεί να εκδικηθεί τους ξένους, που του έκλεψαν την πλατεία και κατ΄επέκταση τη ζωή. Μία πλατεία, ένα συντριβάνι, που ο ίδιος τα είχα παραμελημένα, αλλά τώρα κάποιος πρέπει να πληρώσει για τα αδιέξοδα, στα οποία έχει περιέλθει εξαιτίας των επιλογών του. Νιώθει αδικημένος και ψάχνει για εξιλαστήρια θύματα. Ο Μπίλλυ από την άλλη, αντέχει ακόμα. Δουλεύει, ζει, ερωτεύεται με πάθος, ρισκάρει. Δε φοβάται, κάθε στιγμή είναι σαν να΄ναι η τελευταία του. Ο καλός, που στο τέλος θα χάσει τη μάχη, είναι όμως γεμάτος βαθιά μέσα του. Και δύο πρόσφυγες, που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο, μακριά από την Ελλάδα, που γι΄αυτούς είναι μία ενδιάμεση στάση στο δρόμο για τον Δυτικό κόσμο.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου καταφέρνει μέσα σε ένα χρόνο να πρωταγωνιστήσει σε τρεις μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού σινεμά. Αρχικά στο Chevallier, στη συνέχεια στο Suntan, που σάρωσε τα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και τώρα στο America Square. Διαφορετικοί ρόλοι μεταξύ τους, αυτός όμως εξελίσσεται σ΄έναν εξαιρετικό ηθοποιό. Από την τηλεόραση και τον ρόλο του κομπάρσου, πρωταγωνιστής στην μεγάλη οθόνη. Κοντά του κι ο Γιάννης Στάνκογλου. Ο ρόλος δένει αρμονικά με το παρουσιαστικό και το προφίλ του. Μπορεί να μην είναι το καλό παιδί, αλλά είναι ο παλαιάς κοπής μάγκας, που ξεχωρίζει. Στιβαρός, δυνατός, έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε κατάσταση.

Θίγονται ευαίσθητα ζητήματα του σήμερα. Ο ρατσισμός του (νέο)Έλληνα προς τους κατατρεγμένους της μοίρας. Η εκμετάλλευση των δουλεμπόρων μεταφορέων, ” Τα σύνορο είναι μπίζνα, επιχείρηση και προιόντα οι άνθρωποι “. Επίσης η γραφειοκρατία, ” χαρτιά με αντάλλαγμα ζωές “. Πού είναι άραγε η παγκόσμια κοινότητα; Μηδενική ανταπόκριση και τα αθώα θύματα του πολέμου πολλαπλασιάζονται. Η αποσιώπηση δίνει συνέχεια κι η ιστορία γράφει.

” Ενάμισι χρόνο κάνει να φύγει το τατουάζ, αφού πεθάνεις “. Με αυτήν τη φράση, έχουμε μία έμμεση προοικονομία για το τέλος. Ο θεατής, μέσα σε μιάμισι ώρα, γίνεται μέρος του προβλήματος και καλείται να ταυτιστεί με έναν από τους δύο κεντρικούς ήρωες. ” Οι κακοί δεν χάνουν ποτέ “. Θα είναι ο Νάκος, όπως πολλοί νεοέλληνες ή ο ρομαντικός Μπίλλυ;

Αυτό που καθιστά την ταινία, την καλύτερη ελληνική, στα δικά μου μάτια, για φέτος είναι ότι παρ΄ότι το θέμα είναι βαρύ, δίνει μέσα από μία χιουμοριστική σκοπιά. Ακροβατεί αριστοτεχνικά μεταξύ του δράματος και του γέλιου, όπως άλλωστε κι η καθημερινότητά μας, Κι όσοι μένουν πίσω, πρέπει να συμβιβαστούν μ΄αυτήν, τον τρόπο και τους κανόνες, που έχει διαμορφωθεί, με στόχο να επιβιώσουν, αυτά τα δύσκολα χρόνια. ” Λίγα πράγματα αξίζουν στη ζωή κι ελάχιστα μένουν ” …

” Τατουάζ ήρθε η ώρα σου να φύγεις, κι εσύ … “

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Eπιστρέφοντας από το Σινεμά. Του Τέλλου Φίλη

Μια ζωή την έχουμε: Μουσικοθεατρική παράσταση στην Βεντέτα live stage