Νυμφαίο - H αθέατη πλευρά της Ελλάδας.

Γιώργος Βαρίνος
Νυμφαίο - H αθέατη πλευρά της Ελλάδας.
Η ιστορία του Νυμφαίου, που ξεκινά από την ίδρυσή του οικισμού περίπου το 1370, συναγωνίζεται σε μεγαλείο και σπουδαιότητα την ίδια την εκτυφλωτική λάμψη του χωριού, αλλά και του μοναδικού σε ομορφιά τοπίου που το περιβάλλει. Η επίσκεψη στο Νυμφαίο -αναγκαστικά με SUV- είναι από μόνη της μια ιστορική αναδρομή που αναδεικνύει τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας της χώρας μας και τη μεγαλοσύνη των κατοίκων της, μακρυά από την μιζέρια και τη μικρότητα των αστικών κέντρων.

Το χωριό Νυμφαίο (παλαιότερα Νιβέστα ή και Νεβέσκα) είναι ορεινός οικισμός (υψόμ. 1350) που έχει χαρακτηρισθεί «διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός». Υπάγεται στο Δήμο Αμυνταίου του Νομού Φλώρινας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις ανατολικές κλιτείς του όρους Βέρνου σε απόσταση 57 χλμ από την πόλη της Φλώρινας μέσω του οδικού άξονα Ξινού Νερού.Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί το παρουσιάζουν ως ένα από τα δέκα ομορφότερα χωριά της Ευρώπης, ενώ στον παγκόσμιο διαγωνισμό της U.N.E.S.C.O. διεκδίκησε το Διεθνές Βραβείο Μελίνα Μερκούρη για την άριστη διαχείριση πολιτιστικού αποθέματος και φυσικού περιβάλλοντος.

Η παλιότερη ονομασία που είχαν δώσει οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν Νιβεάστα, όνομα βλάχικης και προηγουμενος δωρικης προέλευσης, με τρεις ερμηνείες: «Νύφη» λόγω της ομορφιάς του χωριού και της τοποθεσίας, «αθέατη» (ni vista) πιθανώς διότι βρισκόταν σε σημείο όπου δεν γινόταν εύκολα ορατό και «χιονάτη» ή «όπου μένει το χιόνι» (nives sta). Η τελευταια ονομασία κατα πάσα πιθανότητα ειναι και η σωστότερη εφόσον ετυμολογειται απο την Δωρικη-Αιολική διάλεκτο και σημαίνει χιονισμένη.

Το Νυμφαίον άρχισε να κατοικείται γύρω στο 1385 από Οδίτες Βλάχους, δηλαδή αυτόχθονες λατινόφωνους Έλληνες της Μακεδονίας, που επί 1.400 χρόνια φύλασσαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και κατέφυγαν τότε στα απρόσιτα βουνά ύστερα από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς εισβολείς, όπου και αργότερα συνθηκολόγησαν υπό όρους, καθώς τους παραχωρήθηκαν προνόμια αυτοδιοίκησης, είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, ενώ υπάγονταν απευθείας στη Βαληντέ Σουλτάνα (μητέρα του Σουλτάνου), στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους.
Γύρω στο 1630 άρχισαν να ασχολούνται με την ασημουργία, με αποτέλεσμα να αναδείξουν το χωριό τους σε ονομαστό κέντρο αργυροχρυσοχοΐας και να αποκτήσουν φήμη ανάλογη με αυτή των ασημουργών του Συρράκου και των Καλαρρυτών της Ηπείρου.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, με τις επιδρομές των Αλβανών, μετά τα Ορλωφικά, το Νυμφαίο δέχτηκε πολλούς Βλαχόφωνους πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη, το Λινοτόπι, τη Νικολίτσα και άλλα βλάχικα κέντρα, οι οποίοι εκδιώχτηκαν από τους τόπους τους.
Παράλληλα, μεγάλο μέρος του πληθυσμού του χωριού μετακινήθηκε προς την ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Νιγρίτα, Άνω Πορρόια, Κάτω Τζουμαγιά, Αλιστράτη) μέχρι τα Δαρδανέλια και την Κωνσταντινούπολη.
Οι κάτοικοι του Νυμφαίου μετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821.
Νυμφαιώτες υπερασπίστηκαν το πολιορκημένο Μεσολόγγι, συμμετείχαν στην εξέγερση των Θεσσαλομακεδόνων το 1854 και στην επανάσταση των Μακεδόνων κατά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878. Σημαντική ήταν η συμβολή τους και στους αγώνες του 1913, του 1916 και του 1918, καθώς και στις μάχες του 1940 -1941, όπου το ίδιο το Νυμφαίον αποτέλεσε πεδίο μαχών, ενώ μετά ακολούθησε η Εθνική Αντίσταση και ο Εμφύλιος, όπου στο Βίτσι έγιναν φονικότατες μάχες.

Το χωριό ερικλείεται από δάσος οξιάς και διασχίζεται από λιθόστρωτα μονοπάτια και πετρόκτιστα σπίτια. Τα τελευταία χρόνια με τη συμβολή σημαντικών ατόμων που κατάγονται από το χωριό, όπως ο πρόεδρός του Νικόλαος Μέρτζος και η οικογένεια Μπουτάρη έχει γίνει πόλος έλξης αξιόλογου τουρισμού.

Στην περιοχή δραστηριοποιείται η οργάνωση του Αρκτούρου με ένα περιβαλλοντικό κέντρο ενημέρωσης για την καφέ αρκούδα και τον λύκο ενάμισι χιλιόμετρο έξω από το χωρίο. Στις εγκαταστάσεις αυτές φιλοξενούνται 13 αρκούδες, οι οποίες έχουν κατασχεθεί από αρκουδιάρηδες και ζωολογικούς κήπους, και αρκετοί λύκοι αντίστοιχα —ζώα για τα οποία θεωρείται αδύνατη η επανένταξη τους στο φυσικό περιβάλλον. Το κέντρο ενημέρωσης είναι ανοιχτό για το κοινό (έναντι συμβολικού εισιτηρίου) τους περισσότερους μήνες του έτους. Στην περιοχή έχουν δημιουργηθεί αρκετοί ξενώνες, όμως σχεδόν ποτέ δεν επαρκούν μια και η επισκεψιμότητα είναι μεγάλη. Στο χωριό επίσης υπάρχει και το μισογκρεμισμένο στρατηγείο του Παύλου Μελά, ενώ το παλιό σχολείο του χωριού, η Νίκειος Σχολή, δωρεά του Νυμφαιώτη Ιωάννη Ζαν Νίκου (1875-1930), η οποία δε λειτουργούσε για πολλά χρόνια λόγω έλλειψης μαθητών, αποτελεί πλέον Συνεδριακό κέντρο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στεγάζεται σε ένα τριώροφο πέτρινο κτίριο και εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2000 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το μουσείο είναι γνωστό και ως Σπίτι Χρυσικών Νέβεσκας, από την παλαιά ονομασία του χωριού, ενώ αποτελεί πιστό αντίγραφο παλαιού αρχοντικού, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί παλαιές τοιχογραφίες, περίτεχνα ξύλινα μακεδονικά ταβάνια και αυθεντικά σπάνια έπιπλα. Επίσης έχει μεταφερθεί σ΄αυτό ο πλήρης οικιακός εξοπλισμός ενός σπιτιού των τελών του 19ου αι. Στις καλαίσθητες προθήκες του εκτίθενται ολόκληρες συλλογές εργαλείων χειροτεχνικής χρυσοχοΐας, ανδρικά και γυναικεία κοσμήματα, αργυρά, εκκλησιαστικά σκεύη, γαμήλια στέμματα, οικιακά σκεύη καθώς και μήτρες και μετάλλια γνωστών Ελλήνων χαρακτών. Στο μουσείο φιλοξενείται, επίσης, σπάνιο αρχειακό υλικό από τον Μακεδονικό Αγώνα, όπως επιστολές του Παύλου Μελά, του Γερμανού Καραβαγγέλη και του στρατηγού Παπούλια και, ακόμη έγγραφα του Μακεδονικού Κομιτάτου Αθηνών και του Εθνικού Κέντρου Μοναστηρίου. Σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους του κτιρίου εκτίθεται αρχειακό υλικό, αντικείμενα και φωτογραφίες 42 προσωπικοτήτων που σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας: επιφανείς Βλάχοι που υπήρξαν ευεργέτες, αγωνιστές του 1821, διδάσκαλοι του Γένους, ποιητές, πρωθυπουργοί, τραπεζίτες του εξωτερικού και κοσμηματοπώλες. Στην κατοχή του μουσείου βρίσκονται και πολλές παραδοσιακές ενδυμασίες από τις οποίες παρουσιάζεται ένας πολύ μικρός αριθμός.

Ακολουθήστε την σελίδα του gMotion στο Facebook!