Η σημαία η δική μας...

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Η σημαία η δική μας...
Ο Χρήστος Κιούσης γράφει για την ελληνική σημαία, την καθημερινή, την παραγνωρισμένη, την πολύτιμη.

Δεν είναι σαν την αμερικάνικη, να την βρίσκεις σε patch πάνω σε jacket πανάκριβων εταιρειών ή στην πρόσοψη t shirts και να καμαρώνεις φορώντας την, αφού την έχεις ακριβοπληρώσει. Η Ralph Lauren έβαλε και τη δική μας κάποια στιγμή στα Polo της, αλλά σου φάνηκε λίγο γραφικό να την φοράς και προτίμησες την αστερόεσσα.

Δεν είναι και jack union, για να συμβολίζει την βρετανική urban διακόσμηση ή να σε ξεσηκώνει για ταξιδάκι στο Λονδίνο. Δύσκολα θα βρεις τη γαλανόλευκη σε μαξιλαράκια καναπέ,σε ταπετσαρίες σε διακοσμητικά ή σε χριστουγεννιάτικα είδη για το σπίτι. Δεν φοντάρει ωραία σε τοίχους ρετρό μπαρ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ή της Αθήνας και ειδικά εμείς, που μεγαλώσαμε με τη ροκ ή την ποπ ή την ηλεκτρονική μουσική, αισθανόμαστε μεγαλύτερη οικειότητα με τα χρώματα των αμερικανο-αγγλοσαξόνων παρά με τα απλά δικά μας.

Οικειότητα. Μεγάλη υπόθεση η οικειότητα καλώς ή κακώς εννοούμενη. Τη μεγαλύτερη οικειότητα με τη σημαία μας την ένιωσα, που αλλού, στον ελληνικό στρατό. Ήταν υποχρέωση και στο Μεσολόγγι και στην Νέα Σάντα και στο Ελληνικό Φυλάκιο 6 στην Νέα Βύσσα. Να την υψώσουμε, να την διπλώσουμε, να την αποθηκεύσουμε πάντα με έναν σχετικό φόβο κι όχι με φροντίδα.

Νομίζω όσοι ασχολήθηκαν με την ιστιοπλοία ανέπτυξαν άλλη σχέση μαζί της βάζοντάς την ψηλά στο κατάρτι και ευρισκόμενοι τόσες ώρες μέσα στις πηγές της: μεταξύ θάλασσας και ουρανού. Ίσως η έλλειψη ουσιαστικής οικειότητας με τη Σημαία μας οφείλεται ακριβώς στο πόσο λίγο χρόνο αφιερώνουμε για να κοιτάξουμε τον ουρανό και την θάλασσα. Όχι απλά να ρίξουμε μια ματιά, να αγναντέψουμε, όσο πάει το βλέμμα.

Αυτή τη Σημαία δεν αξίζει να την παραδώσεις στους φασίστες, αυτούς που χρησιμοποιούν το κοντάρι της άνανδρα, για να χτυπήσουν πολλοί τον έναν, τον διαφορετικό. Δεν αξίζει να την παραδώσεις ούτε στα γκρουπούσκουλα των κερκίδων, που θα την βάψουν κόκκινη, πράσινη, κίτρινη, ασπρόμαυρη και θα την “εξαφανίσουν” πίσω από εμετικά αντεθνικά πανό και συνθήματα. Δεν πρέπει να αφήσεις, να την υψώνουν σκοταδιστές παπαδολάγνοι, που κατεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, την “παντρεύουν” με εξαπτέρυγα μίσους και μισαλλοδοξίας και ασχημονούν κρατώντας την. Αν σε “προβληματίζει” ο σταυρός, μην τον συνδυάζεις με το παπαδαριό του αίσχους, συνδύασε τον με τον πατέρα Αντώνιο της Κιβωτού του Κόσμου, του οποίου το χέρι φιλούν με ευγνωμοσύνη παιδιά κάθε μάνας, κάθε φυλής και κάθε θρησκείας.

Να είσαι περήφανος, όταν τυλίγεται με αυτήν ο Πετρούνιας, η Στεφανίδη, ο Τσιτσιπάς, η Σάκαρη και ο Αντετοκούνμπο. Ειδικά ο Αντετοκούνμπο στου οποίου τη ζωή υπήρξε κι άλλη σημαία αλλά αυτός ήθελε να φορέσει αυτήν. Την γαλανόλευκη. Στο μεγάλο άσκοπο ερώτημα “και ποιος να την υψώνει, ποιος έχει δικαίωμα να την κρατάει”, “όποιος το θέλει”, απαντώ εγώ. Όποιος νιώθει κάτι μέσα του κρατώντας την, φορώντας την, υψώνοντάς την, όποιος νιώθει περηφάνια αλλά όχι ανωτερότητα, ευπρόσδεκτος στα μάτια μου. Κι όχι μόνο στις γιορτές και στις αργίες, όποτε το θέλει, όποτε τον εκφράζει.

Έχω στα μάτια μου μια εικόνα που δεν εχω βιώσει ποτέ, μόνο την φαντάζομαι και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Βλέπω ένα φουσκωτό βαρκάκι φορτωμένο δεκάδες ψυχές, να θαλασσοδέρνεται λίγο έξω από την Χίο ή την Λέσβο ή την Κάλυμνο. Νηστικούς, διψασμένους ανθρώπους, να αγωνιούν για τις ζωές τους, για τις ζωές των παιδιών τους, να παλεύουν για το επόμενο λεπτό επιβίωσης. Βλέπω έναν πατέρα στην ηλικία μου, να κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του με ένα ξεφουσκωμένο σωσίβιο το παιδί του και να κοιτάζει με αγωνία γύρω του. Αντικρύζει στο βάθος ένα πλεούμενο, ένα σκάφος που πλησιάζει. Το κυβερνά ένας Έλληνας αξιωματικός, σαν αυτόν που πρόσφατα πρόδωσε η καρδιά του μόλις στα 44 χρόνια του, μετά από αμέτρητες διασώσεις χιλιάδων ψυχών. Στο ελληνικό σκάφος του Λιμενικού κυματίζει η γαλανόλευκη. Στα μάτια του απελπισμένου αυτού πατέρα, όπως και πολλών ομοίων του, αυτές οι ρίγες, αυτός ο σταυρός, αυτή η Σημαία είναι η ωραιότερη Σημαία του κόσμου. Στα δικά μας μάτια;

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.