Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης

Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας αρχίσω από το τέλος. «Νέα Εστία», τχ. 475, 17.4.1947: «Πέθανε στις 3 Απριλίου και κηδεύτηκε, μέσα στα μεγάλα γεγονότα των ημερών αυτών, χωρίς σχεδόν να νεκρολογηθεί στα δισέλιδα φύλλα των εφημερίδων. Ωστόσο, η οφειλή στον Γιάννη Αποστολάκη μένει, και οι σελίδες αυτές τουλάχιστον δε θα παραλείψουν να κάμουν το χρέος τους. Ο Γιάννης Αποστολάκης στάθηκε μία από τις ισχυρότερες μονάδες των Ελληνικών Γραμμάτων τα τελευταία τριάντα χρόνια». Εδώ έχουμε μιαν αποτίμηση, την αποδοχή μιας οφειλής και μιαν υπόσχεση.

Το πνεύμα της αποτίμησης αυτής για τον εκ Φιλιατρών φιλόλογο και κριτικό (1886-1947), που κατείχε την (πρώτη στον τόπο μας) έδρα της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1926 έως το 1940, το ξανάδαμε αρκετές φορές στα μεταπολεμικά χρόνια.

Σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό ανανεωνόταν η αποδοχή της οφειλής, καθώς και η υπόσχεση εξόφλησής της, σημάδι ότι δεν τηρήθηκε. Κι έχουμε φτάσει πια σε κάποιο παράδοξο: Ο Αποστολάκης είναι και παρών γραμματολογικά (σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών όμως) και απών. Τα βιβλία του λείπουν δεκαετίες από την αγορά και μόνο ψηφιακά προσεγγίζει κανείς τα κυριότερα, στην «Ανέμη».

Μία επιπλέον μορφοποίηση του παραδόξου, του «και ναι και όχι»: Ο Φώτης Δημητρακόπουλος, στο κείμενο «Ο Αποστολάκης και η εκλογή του Δελμούζου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης», του τόμου «Οψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας» (περιέχει τα πρακτικά της 5ης Επιστημονικής Συνάντησης αφιερωμένης στη μνήμη του Γιάννη Αποστολάκη, Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1992), γράφει: «Οσο για τον Αποστολάκη, είναι και πάλι ανάμεσά μας. […] Είναι ανάμεσά μας όχι μόνο με το σημερινό συνέδριο αλλά και όπως δύο χρόνια πριν, όταν κάποια άρθρα του Μ. Ανδρόνικου και του Εμμ. Κριαρά έδειξαν πόσο αγαπούν τον Αποστολάκη οι επιζώντες μαθητές του». Λίγες σελίδες παρακάτω όμως ο Δημήτρης Τζιόβας, στο κείμενο «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου στην Ελλάδα», όπου χαρακτηρίζει τον Ροΐδη και τον Αποστολάκη «τα πιο αντιρρητικά πνεύματα στη νεότερη Ελλάδα», δίνει άλλη εικόνα:

«Ο Αποστολάκης εξακολουθεί να παραμένει ο αποσυνάγωγος της ελληνικής κριτικής. Είναι σαν να μην πήρε ποτέ άφεση για το ότι υπήρξε ο πιο καταδικαστικός και αρνητικός Ελληνας κριτικός και αφότου, δίκην τιμωρίας, δέχτηκε πυρά από ποικίλες πλευρές, παραμένει εξοστρακισμένος από την ελληνική κριτική». Ισως τα σφοδρότερα πυρά κατά του «μισάνθρωπου, ακοινώνητου, αγέλαστου, απολυταρχικού, πουριτανού» Αποστολάκη τα εξαπέλυσε ο Κώστας Βάρναλης, με το «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925).

Μεταπολεμικά, η αποδοχή του διανοητικού εκτοπίσματος του Αποστολάκη συνοδευόταν σχεδόν υποχρεωτικά από επιφυλάξεις και επικρίσεις. Περίπου νομοτελειακά, η αναφορά στο όνομά του περνάει από τους όρους «απόλυτος», «οργίλος», «ισοπεδωτικός», «χολερικός», «άδικος»‧ «όπως κι αν φερθώ θ’ ακούσω πάντα κατηγόριες», έγραφε κάπως προφητικά ο ίδιος στο έργο «Η ποίηση στη ζωή μας» (1923), τον πρώτο από τους δύο ύμνους του στον Σολωμό. Ακολούθησαν, το 1934, «Τα τραγούδια μας», όπου ο πλούσιος αίνος του ενός Ζακύνθιου και του «φυσικού τραγουδιού του» συμπληρώνεται από 75 σελίδες όπου επιχειρείται να δειχθεί ότι η ποίηση του άλλου Ζακύνθιου, του Κάλβου, είναι «ρητορική κατασκευή».

Τα ευρήματα του Αποστολάκη ως αναγνώστη των δύο ποιητών του Αγώνα δεν είναι λίγα, ούτε άκυρα εκ προοιμίου. Η βαρύτητά τους όμως μειώνεται σοβαρά από την απολυτότητα του εκθειαστικού θαυμασμού στη μία περίπτωση (ο Σολωμός είναι «ο μοναδικός ποιητής που είχε την τύχη ο τόπος μας να βγάλει» γράφει το 1923, «ο Σολωμός μένει για μένα ο μοναδικός ποιητής του τόπου» επανέρχεται το 1934), της απόρριψης στη δεύτερη. Οταν μάλιστα η κρημνιστική πρόθεση μετέρχεται ακόμα και τα σχήματα μιας εύκολης ειρωνείας, η κριτική αυτοϋπονομεύεται.

Ενα παράδειγμα από το βίαιο ξήλωμα της ωδής «Εις δόξαν»: «Ωστόσο πρόφτασε [ο Κάλβος] να ξεστομίσει άλλη μια ηρωική φοβέρα κι ύστερα πια έστριψε την πλάτη του κι έφυγε: “Τι τρέμεις; την φοράδα  / κτύπα, κέντησον, φύγε, / Οθωμανέ”. […] Το άσχημο όμως είναι πως δεν έφυγε ο Οθωμανός, παρά ο ίδιος ο ποιητής. Κλεισμένος πια τώρα για καλά μέσα στο κούφιο κλουβί των γενικών εννοιών, βγάζει τα κούφια συμπεράσματά του, που τα τραγουδάει με ακόμα πιο κούφια φωνή».

Δείλιασε άραγε ο Αποστολάκης μπροστά στο ενδεχόμενο ν’ ακούσει ή να διαβάσει «κατηγόριες»; Κάθε άλλο. Κι αν θα ελεγχόταν για πρόχειρο ψυχολογισμό ο ισχυρισμός ότι τον έτρεφε η φιλαπεχθημοσύνη και η εριστικότητα, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν σκέφτηκε να αμβλύνει τον τόνο του, να απεμπλέξει την κριτική από την πολεμική, που τα κίνητρά της δεν ήταν αποκλειστικώς φιλολογικά αλλά και ιδεολογικά. Το βλέπουμε αυτό καθαρά στην εξής περικοπή του βιβλίου «Η ποίηση στη ζωή μας»: «Υστερα οι καημένοι οι λόγιοι δεν είναι και σκληροί άνθρωποι. Ο καθένας τους είναι γεμάτος από καλοσύνη και από συμπάθεια για τον άλλον‧ κι αν τύχει καμιά φορά να φιλονικήσουν αναμεταξύ τους και βριστούν, σε λίγο θα τους δεις πάλι αγκαλιασμένους. […] Και να ήταν ένας δυο, μικρό το κακό. Ομως για την τύχη μας παρουσιάστηκαν ένα σωρό νέοι με φιλοδοξίες απέραντες και με συνείδηση πέραν καλού και κακού και δημιούργησαν την ελεεινή τάξη των “διανοουμένων”, που όσο πάει και μεγαλώνει, αφού ο μεγάλος αρχιερέας των γραμμάτων ο Παλαμάς είναι έτοιμος να βαφτίσει ποιητές εν ονόματι της Ιδέας όλα τα μωρά της “Διάπλασης” και τους κακούς μαθητές των γυμνασίων. Αυτοί από τη μια μεριά κι οι διανοούμενοι εργάτες, οι σοσιαλιστές, από την άλλη, ξεχαρβαλώνουν μια χαρά τον δυστυχισμένον αυτόν τόπο‧ σε λίγο θα τους κάμουν συντροφιά κι οι διανοούμενες γυναίκες. Η γυναικεία Ακαδημία θα φροντίσει να πολλαπλασιαστεί και αυτό το είδος. Και έτσι μόνοι μας με τα ίδια τα χέρια μας θα σκάβουμε σιγά σιγά το λάκκο μας. Οποιος δεν είδε πώς γεννήθηκε το μεγάλο κακό του σοσιαλισμού στον τόπο μας και πόσο φταίνε γι’ αυτό οι διανοούμενοι, αυτός μπορεί να βρίσκει υπερβολικά τα λόγια μου». Ενας σμπάρος για πολλά τρυγόνια: τον Παλαμά, τη «Διάπλαση», τους σοσιαλιστές, τις διανοούμενες γυναίκες, τον Βλάση Γαβριηλίδη, που αμέσως έπειτα χλευάζεται σαν «ο πιο κούφιος και αλαφρός της εποχής του», και τον Γεώργιο Σκληρό, το «Κοινωνικό ζήτημα» του οποίου εισπράττει χλεύη.

Στη δική τους αποτίμηση οι ιστορικοί της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης, συγκλίνουν και στην επίκριση («Ο κριτικός βλέπει σωστά αλλά κρίνει άδικα», γράφει ο Δημαράς και προσυπογράφει ο Πολίτης) και στην επαινετική υπόδειξη της πρωτιάς του Αποστολάκη: Πρώτος αυτός μελέτησε το δημοτικό όχι λαογραφικά αλλά φιλολογικά. Αλλά γι’ αυτή τη σπουδαία πτυχή του, την επόμενη Κυριακή.

* Ομιλία σε εκδήλωση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη (16.5.2019).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή