Γράφει ο Γεώργιος Ε. Κολιός
Δικηγόρος παρ’εφέταις 

Ο λιμπεραλισμός του 18ου αιώνα., που διαχώριζε την ιδιωτική από την δημόσια ζωή και απαιτούσε την μη επέμβαση του Κράτους στην βιοτική σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων, είχε σαν εξέλιξη την αστική δημοκρατία και τον καινούριο επαναπροσδιορισμό των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών ως «ενεργών» πλέον συμμετοχών στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας.

Με την εξέλιξη αυτή διαμορφώθηκε και η αξίωση «θετικών» παροχών του κράτους προς το κοινωνικό σύνολο και προς τις ασθενέστερες κατηγορίες των πολιτών του, που οδήγησε στη θέσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πλέον στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος οι ατομικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα και τα πολιτικά δικαιώματα συνθέτουν αυτήν την  ξεχωριστή «ενιαία θέση» της ανθρώπινης προσωπικότητας. Μόνο οι ατομικές ελευθερίες, χωρίς κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, και αντίστροφα, δεν αποτελούν παράγοντα προόδου και εξέλιξης μιας κοινωνίας και των μελών της .Απαιτείται συνεχής συνδυασμός, είτε αποχής του Κράτους από πράξεις προσβολής της προσωπικότητας, είτε θετικής προώθησης της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική ζωή της χώρας, είτε προστασίας των πολιτών και των κοινωνικών δικαιωμάτων αυτών. Η λειτουργική αυτή αλληλοσύνδεση της κάθε κατηγορίας δικαιωμάτων όλων των πολιτών μιας χώρας αποτελεί και την ουσιαστική βάση της δημοκρατίας και θεμελειώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Από το άρθρο αυτό προκύπτει και η «θετική» υποχρέωση του Κράτους να δημιουργεί αφενός  τις κοινωνικές προυποθέσεις για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, παρέχοντας τα μέσα για την πραγμάτωσή της, αλλά και η «αρνητική» υποχρέωση του Κράτους να μην παρεμποδίζει την ανάπτυξή της.
Ωστόσο από το ίδιο το Σύνταγμα προκύπτουν και κάποιοι περιορισμοί των δικαιωμάτων που θεμελιώνονται στην «ειδική σχέση εξουσίας» που τελούν ορισμένες κατηγορίες ατόμων (φυλακισμένοι, στρατιώτες, μαθητές σχολείων). Σ’ αυτή την κατηγορία πρέπει να ενταχθούν και οι «ιδιώτες» στους οποίους  το Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 8 εδ. 2 απαγορεύει την σύσταση ανώτατων σχολών. Ο γενικός χαρακτηρισμός του Συντάγματος «ιδιώτες», μας επιτρέπει να διαχωρίσουμε σε «Έλληνες» και «αλλοδαπούς». Όσον αφορά τους πρώτους πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί απεριόριστα να ιδρύει τέτοιες σχέσεις που συνεπάγονται σοβαρούς περιορισμούς της ελευθερίας της προσωπικότητας. Απαιτείται η άμεση ή έμμεση θεμελείωσή τους στο όλον Συνταγματικό σύστημα ή στην δομή του, ή στο σκοπό που αυτό εξυπηρετεί. Οι περιορισμοί που αναμφισβήτητα υπάρχουν, δεν προσδιορίζονται ως μία σχέση υποταγής του ατόμου, αλλά ως λειτουργία της  «ειδικής σχέσης εξουσίας», που σε κάθε περίπτωση δεν φτάνει μέχρι την πλήρη απαγόρευση του, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με το ίδιο το Σύνταγμα, αφού θα προσέβαλε την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την προσωπική του υπόσταση. Όσον αφορά τους δεύτερους, ο βασικός λόγος αποκλεισμού τους από κάποιες βασικές διαδικασίες έχει να κάνει με την διαφύλαξη του «αυτοκαθορισμού» του λαού σαν σύνολο πολιτών μιας χώρας, αποκλείοντας πρόσωπα που δεν ανήκουν στο κυρίαρχο σώμα αυτής και των οποίων η συμμετοχή και επέμβαση ενδεχομένως θα ενόθευε την θέληση του λαού. Αυτός ο δυνητικός περιορισμός των αλλοδαπών προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία τους μόνο υπό στενή έννοια (αναφέρονται  συγκεκριμένα κατ’ αντιδιαστολή με τους Έλληνες). Αντίθετα με αυτήν την διαφοροποίηση, το Σύνταγμα στο άρθρο 5 παρ. 3 επιτρέπει τους περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας  μόνο με νόμο, που ισχύει χωρίς διάκριση ημεδαπών και αλλοδαπών («Κανένας δεν…»), διασφαλίζοντας έτσι την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των αλλοδαπών, ανάγοντας αυτή την τελευταία σε «δικαίωμα του ανθρώπου»,  δηλαδή και ημεδαπών και αλλοδαπών.     
Επειδή διάφορα πρόσωπα (φυσικά κυρίως), ενδιαφέρονται να αφιερώσουν περιουσία για την εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών (είτε από φιλάνθρωπη διάθεση, είτε για λόγους υστεροφημίας), το δίκαιο παρέχει στην ιδιωτική αυτονομία αυτό το δικαίωμα με την καθιέρωση και ρύθμιση του «ιδρύματος». Όμως η ιδιωτική αυτονομία δεν αφήνεται ελεύθερη στον τομέα αυτόν, αφού απαιτείται, για τη σύσταση ιδρύματος (ως νομικού προσώπου), η έγκριση της διοικήσεως, ενώ προβλέπεται ευχέρεια αυτής (της διοικήσεως) για εποπτεία, έλεγχο, διάλυση, τροποποίηση του οργανισμού, του σκοπού του ιδρύματος κλπ. Οι περιορισμοί αυτοί που θέτει ο νόμος, εδράζονται στο γεγονός ότι οι σκοποί του ιδρύματος είναι κυρίως θέμα κρατικής πολιτικής, ενώ ενδεχομένως η αθρόα και ανεξέλεγκτη σύσταση ιδρυμάτων μπορεί να οδηγήσει σε δέσμευση σημαντικών περιουσιών που δυνατόν να μην αφορούν και σπουδαίο σκοπό. Είναι προφανές ότι μιλούμε εδώ για το «αυτοτελές» ή «αυθύπαρκτο» ίδρυμα του Αστικού Κώδικα (άρθρα 108-126 Α.Κ.) και όχι για το «υποτελές» ή «μη αυθύπαρκτο» ή «καταπιστευτικό» του α.ν. 2039/1939 (άρθρο 96 παρ.1 εδ.α). Επισημαίνουμε επίσης, ότι δεν αναφερόμαστε στον όρο «ίδρυμα» με την έννοια που καταχρηστικά αποδίδεται στα ΑΕΙ ή στα νοσηλευτικά ιδρύματα, τα οποία βέβαια δεν αποτελούν ιδρύματα με την έννοια του Α.Κ. , αλλά είναι ΝΠΔΔ.
Τα προβλήματα που ανακύπτουν από την καθιέρωση αυτής της νομικής φόρμας (του ιδρύματος) για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι δύο: η παραδοσιακή διδασκαλία από την μια πλευρά, που αφορά τις ήδη υπάρχουσες ανώτατες σχολές, και ο νεωτερισμός που κομίζει, πιθανόν, η καινούρια αυτή μορφή (φόρμα) ανώτατης σχολής, από την άλλη. Στο θέμα αυτό θα πρέπει να τονιστεί αφενός, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος νομοθετικός προσδιορισμός λύσης του προβλήματος, γιατί, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχουν στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή ιδιωτικά πανεπιστήμια. Άρα ελλείπει το πλαίσιο εφαρμογής μίας τέτοιας ορισμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Είναι δηλαδή, άνευ αντικειμένου. Αφετέρου, από τη στιγμή που θα ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια (με την μορφή ιδρύματος), θα εναπόκειται  στην ευχέρεια της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης και του αρμοδίου Υπουργείου Παιδείας), η όσμωση, η σύμπλευση, ο καθορισμός ίδιων κύκλων σπουδών , εισάγοντας τους  πιθανούς νεωτερισμούς  του ιδιωτικού ιδρύματος στην αντίστοιχη κρατική σχολή, και μεταφέροντας την μέθοδο και την τεχνική της παράδοσης του Κρατικού ιδρύματος στο αντίστοιχο ιδιωτικό «ίδρυμα».
Δηλαδή, αυτόματα με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αυτής της μορφής (ιδρύματος), θα αναφυεί και το δικαίωμα αλλά και υποχρέωση της διοίκησης (εκτελεστικής εξουσίας), προς εφαρμογή της αρχής του άρθρου 73 παρ. 3 του Συντάγματος, που απαιτεί ισότητα νόμου, δηλαδή ο νόμος να  μην παρέχει  προνόμια αλλά να είναι γενικός και αφηρημένος, ούτος ώστε να επιδέχεται αναλογική εφαρμογή, κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος, στις ανάλογες ομοειδείς περιπτώσεις.         
Φυσικά, ας μη ξεχνούμε και το γεγονός ότι θα πρέπει να βρεθούν και ιδιώτες πρόθυμοι για την ίδρυση ιδιωτικών ανώτατων σχολών με την μορφή «ιδρύματος» του Α.Κ., όπως περιγράψαμε αμέσως πιο πάνω.  

                                                                                                   
                                                                                      

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top