Διαχρονικά υπάρχει αίτημα της εβραϊκής κοινότητας για να επιτραπεί στην Κύπρο η εφαρμογή της μεθόδου κοσέρ στη σφαγή των ζώων χωρίς αναισθητοποίηση, έτσι ώστε να παραχωρείται η δυνατότητα εξασφάλισης κρέατος και ζωοκομικών προϊόντων, τα οποία να συνάδουν με τα θρησκευτικά πιστεύω του ιουδαϊσμού. Το αίτημα αυτό ουδέποτε εξετάστηκε σοβαρά και για το σκοπό αυτό δεν προχώρησε η εφαρμογή του.
Σήμερα, το θέμα επανήλθε ως έκτακτο μέτρο για τη διαχείριση προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κτηνοτρόφοι της Κύπρου, υπό την πίεση των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Ο τρόπος με τον οποίο επανήλθε δεν είναι ο ενδεδειγμένος θεσμικά, ενώ παράλληλα, είναι νομικά λανθασμένος, καθότι προβλέπει νομιμοποίηση της σφαγής κοσέρ στην Κύπρο και εξαγωγή του κρέατος στο Ισραήλ. 
Σύμφωνα, όμως, με απόφαση του Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) η κατ’ εξαίρεση σφαγή τύπου κοσέρ σε ένα κράτος μέλος επιτρέπεται μόνο για λατρευτικούς λόγους και για διάθεση κρέατος στην εγχώρια αγορά για κατανάλωση από θρησκευτικές κοινότητες. Σε περίπτωση πλεονάσματος το κράτος μέλος δικαιούται να εξάγει το πλεόνασμα κρέατος σε άλλο κράτος μέλος για τον ίδιο λόγο. Επομένως, με βάσει τους κανονισμούς της ΕΕ απαγορεύεται η εξαγωγή σε μη κράτος μέλος, όπως το Ισραήλ. Συνεπώς, δεν αποκλείεται η επιβολή κυρώσεων από την Κομισιόν σε περίπτωση που η κυβέρνηση προχωρήσει στη λήψη μέτρων που δεν συνάδουν με τους κανονισμούς.
Η τροποποίηση του νόμου, η οποία έχει ελεγχθεί από τη Νομική Υπηρεσία, προτείνει να υιοθετηθεί η μέθοδος αυτή ως έκτακτο μέτρο και μόνο μέχρι το τέλος του 2020 για την αντιμετώπιση του προβλήματος περίσσειας ζώων που παρουσιάζεται σήμερα στις κτηνοτροφικές μονάδες της χώρας μας, ένεκα της μειωμένης ζήτησης που προκύπτει από την εφαρμογή των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το υπουργείο Γεωργίας επέλεξε να καταθέσει το νομοσχέδιο στη Βουλή ως κατεπείγον, ωστόσο, μετά από δεύτερες σκέψεις αποφάσισε όπως το θέμα αποσυρθεί για να κατατεθεί εκ νέου, αφού προηγηθεί δημόσιος διάλογος. Περαιτέρω, διαφάνηκε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, το Ισραήλ, για διάφορους λόγους, να μην μπορέσει να απορροφήσει ποσότητες κυπριακών αμνοεριφίων. 
Προσμέτρησαν, επίσης, τα σημαντικότερα κενά και προβλήματα που προκύπτουν από τυχόν ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, όπως είναι η ανεπαρκής αιτιολογική βάση νομοσχεδίου, κατά παράβαση του άρθρου 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 2009 έως 2020, που προνοεί την επαρκή αιτιολογία αποφάσεων της διοίκησης. 
Πρώτον, η ανεπαρκής αιτιολογική βάση νομοσχεδίου, κατά παράβαση του άρθρου 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 2009 έως 2020, που προνοεί την επαρκή αιτιολογία αποφάσεων της διοίκησης.
Δεύτερον, η ανεπαρκής αξιολόγηση του περιβαλλοντικού, οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, κατά παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών του ισχύοντος Οδηγού Διαβούλευσης για Νομοσχέδια.
Τρίτον, η ανεπαρκής διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κοινού για πρόσβαση σε περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων για περιβαλλοντικά θέματα.
Τέταρτον, η ανεπαρκής παρουσίαση, συζήτηση και αξιολόγηση από τα αρμόδια θεσμικά όργανα και συγκεκριμένα την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Γεωργίας του υπό συζήτηση νομοσχεδίου.
Πέμπτον, η έλλειψη νομιμοποίησης που επιφέρει η fast track διαδικασία υποβολής από το υπουργείο Γεωργίας, έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο και ψήφισης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, εν τω μέσω της κατάστασης εξαίρεσης / έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Μία τέτοια διαδικασία εγείρει σοβαρότατους προβληματισμούς, όσον αφορά το έλλειμμα δημοκρατίας και την έλλειψη νομιμοποίησης των αποφάσεων, τόσο της εκτελεστικής όσο και της νομοθετικής εξουσίας, που άπτονται σημαντικών περιβαλλοντικών ζητημάτων, καθώς και την περιβαλλοντική πολιτότητα, δηλαδή την ιδιότητα του πολίτη και κυρίως τα δικαιώματα των πολιτών και των ενώσεων τους για πρόσβαση στην πληροφόρηση, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και πρόσβαση στη Δικαιοσύνη όσον αφορά περιβαλλοντικά θέματα.