Έντονη ανησυχία προκαλεί μια μετάλλαξη του κορωνοϊού, που πρωτοεντοπίστηκε προ μηνών στη Νότια Αφρική και στη συνέχεια και σε άλλες χώρες καθώς οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι πρόκειται για «το πιο μεταλλαγμένο στέλεχος ως τώρα», που «μπορεί να είναι πολύ πιο λοιμογόνο» και να «διαφεύγει τις άμυνες των εμβολίων».

Ο λόγος για τη μετάλλαξη C.1.2, που συνδέεται με «αυξημένη μεταδοτικότητα» και έχει υποστεί πολλές μεταλλάξεις σε σχέση με το αρχικό στέλεχος του κορωνοϊού, που εμφανίστηκε στην Ουχάν της Κίνας στα τέλη του 2019. Πρωτοεντοπίστηκε από επιστήμονες τον περασμένο Μάιο στη Νότια Αφρική και έκτοτε και στην Αγγλία, την Πορτογαλία, την Ελβετία, την Κίνα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, τον Άγιο Μαυρίκιο και τη Νέα Ζηλανδία.

Η C.1.2 έχει ετήσιο ρυθμό μετάλλαξης 41,8

Στη μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Nature, οι ειδικοί του Εθνικού Ινστιτούτου Μεταδιδόμενων Νοσημάτων της Νότιας Αφρικής και της KwaZulu-Natal Research Innovation and Sequencing Platform, διαπίστωσαν ότι η μετάλλαξη αυτή προέρχεται από το στέλεχος C.1, που είχε εντοπιστεί για πρώτη φορά στο πρώτο κύμα της πανδημίας και έχει ρυθμό μετάλλαξης περίπου 41,8 ετησίως, σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με εκείνον άλλων «μεταλλάξεων ανησυχίας», ή «μεταλλάξεων ενδιαφέροντος». Στη μελέτη τους οι ερευνητές βρήκαν ότι αυξάνονται επίμονα τα γονιδιώματα της μετάλλαξης C.1.2 σε μηνιαία βάση, από 0,2% τον Μάιο σε 1,6% τον Ιούνιο και 2% τον Ιούλιο, κάτι που είχε παρατηρηθεί και με τις μεταλλάξεις Άλφα, Βήτα και Γάμμα, πράγμα που υπονοεί ότι ένα συγκεκριμένο γεγονός, συνοδευόμενο από απότομη αύξηση των κρουσμάτων, πυροδότησε ταχύτερους ρυθμούς μετάλλαξης.

Οι επιστήμονες εντόπισαν επίσης 14 μεταλλάξεις στο περίπου 50% των παραλλαγών με γονιδιακή αλληλουχία του C.1.2. και όπως σημειώνουν, ο συνδυασμός αυτός των μεταλλάξεων και οι αλλαγές σε άλλα τμήματα του κορωνοϊού, ενδεχομένως τον βοηθούν να διαπερνά τις άμυνες των αντισωμάτων και του ανοσοποιητικού, ακόμη και σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από την Άλφα και τη Βήτα. ««Παρόλο που η πλήρης εισαγωγή των μεταλλάξεων δεν είναι ακόμη σαφής, τα γονιδιωματικά και επιδημιολογικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι αυτή η παραλλαγή έχει ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα – με αυξημένη μεταδοτικότητα, ανοσολογική διαφυγή ή και αμφότερα. Αυτά τα δεδομένα υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη να επικεντρωθεί ξανά η ανταπόκριση της δημόσιας υγείας στη Νότια Αφρική στην οδήγηση της μετάδοσης σε χαμηλά επίπεδα, όχι μόνο για τη μείωση των νοσηλειών και των θανάτων, αλλά και για τον περιορισμό της εξάπλωσης αυτής της γενεαλογίας και της περαιτέρω εξέλιξης του ιού», σημειώνουν οι ερευνητές. Τονίζουν δε ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί κατά πόσον η C.1.2 είναι πιο επικίνδυνη από τη μετάλλαξη Δέλτα που σαρώνει πολλές χώρες του πλανήτη.

iefimerida.gr