Home Άρθρα Το απαγορευμένο μπάνιο της γιαγιάς μου στη Μελίντα Πλωμαρίου

Το απαγορευμένο μπάνιο της γιαγιάς μου στη Μελίντα Πλωμαρίου

1498
0

Από τη στήλη “Χρονογράφημα” του Αριστείδη Κυριαζή στην εφημερίδα Εμπρός. Λέσβος και Μυτιληναίων Αιγιαλός. Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις. Στις 25 Ιουνίου 1952, με έστειλαν οι γονείς μου για τις καλοκαιρινές διακοπές μου από την Καλλονή στον οικογενειακό «πύργο» της Αγκαθερής Πλωμαρίου και στις 10 του επόμενου μήνα, την ημέρα των επτάχρονων γενεθλίων μου, διάλεξαν ο παππούς Αριστείδης και η γιαγιά Δέσποινα να μου προσφέρουν δώρο μια εκδρομή στη μαγευτική Μελίντα.
Ξεκινήσαμε από την Αγία Ειρήνη της Αγκαθερής, την αυγή, καβάλα στο γάιδαρο, στο άλογο και στη φοράδα, από το μονοπάτι που οδηγεί στη Μελίντα, με ενδιάμεση στάση στη γειτονική καταπράσινη Κουρνέλα, ακολουθώντας τη δυτική πλαγιά του πευκόφυτου και ελαιόφυτου βουνού της Αγκαθερής, έχοντας πάντα στα δυτικά το γραφικό Παλαιοχώρι.

Όταν φθάσαμε ύστερα από δυο ώρες στο μικρό κάμπο της Μελίντας, ο παππούς οδήγησε τα ζώα στο δυτικό άκρο της παραλίας, απόμερα, για να τα πλύνει στη θάλασσα, καταπώς συνήθιζαν για μια φορά το χρόνο οι Αγκαθεριανοί.

Στη γιαγιά είχε ορίσει να τον περιμένουμε δίπλα στον τεράστιο, απότομο, υψηλό και εντυπωσιακό βράχο της Μελίντας, που σαν καράβι 25 μέτρων μήκους και 15 ύψους εισβάλει ορμητικά από την παραλία για να ξεχυθεί φιλόδοξα, σαν τους Πλωμαρίτες, στο πέλαγος και ανάλογα με την καθημερινή πλημμυρίδα της παλίρροιας ή την όποια φουσκοθαλασσιά μεταμορφώνεται σε μια πανέμορφη βραχονησίδα. Από εμένα ζήτησε να γεμίσω έναν παλιό τενεκέ με στρογγυλές, μικρές, πολύχρωμες, και γυαλιστερές κροκάλες της ακτής, που ήθελε να τις τοποθετήσει στο κιούπι του «πύργου», ανάμεσα στα λαδοτύρια όπου τα συντηρούσε, έτσι ώστε να χρησιμοποιεί λιγότερο λάδι!

Όταν η γιαγιά άπλωσε, στη σκιερή ακτή της δυτικής πλευράς του βράχου, την κιτρινόμαυρη μεσάλα για πρωινό, είπα να περιμένουμε τον παππού και πήγα παραπέρα για να διαλέξω πέτρες.
Περνώντας στην ανατολική παραλία του βράχου, χάζευα τις γυαλιστερές πολύχρωμες και μυτερές προεξοχές του, που σαν προτεταμένα φιλικά χέρια με καλούσαν προκλητικά να ανέβω μέχρι την αγριελιά, που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή της κορυφής, για να αγναντέψω από εκεί τη γαλανή αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα, τα Μικρασιατικά βουνά της Φώκαιας, τον Κόλπο της Σμύρνης, τις χαμηλές Οινούσες, την επιβλητική Χίο και την ολόμαυρη ράχη των Ψαρών.

Βλέποντας το πλάτωμα της μύτης του βράχου, που στέκει σε ύψος τριών μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, ονειρευόμουν το από εκεί παρθενικό μου μακροβούτι στα βαθιά νερά!

Όμως προτίμησα να ακολουθήσω αυτό που σχεδίασα το προηγούμενο βράδυ. Να κολυμπήσω από την παραλία πιστεύοντας πως θα καταφέρω να κυκλώσω το βράχο, πριν με αναζητήσει η γιαγιά και ενώ ο παππούς, που απαγόρευε το μπάνιο «απουσία γονέων», ήταν μακριά.
Έπεσα και περικυκλώνοντας θριαμβευτικά το βράχο, πέρασα στη δυτική πλευρά μα δεν είδα τη γιαγιά στην παραλία.

Τότε επιτάχυνα το κολύμπι και, όταν πλησίασα τη στεριά στα πέντε μέτρα, την άκουσα να με φωνάζει, όχι από την ακτή αλλά μέσα από τη θάλασσα, από τη μύτη του βράχου και μάλιστα όχι με το χαϊδευτικό της Αριστιδέλλι μ’, αλλά με ένα αυστηρό πλωμαρίτικο Αρισκή, που πρώτη φορά από τα χείλη της άκουγα.
Σε λίγο διέταξε: «Βγες και κοίτα ψηλά στο βράχο, ακίνητος, ώσπου να πω “ντύθηκα”».
Δε στάθηκε να εξηγήσει πως, όταν είδε τον τενεκέ χωρίς καμμιά κροκάλα αλλά με όλα τα ρούχα μου, ανησύχησε και τρομαγμένη που δε με έβλεπε να κολυμπώ, δε φαντάσθηκε πως τόσο μικρός θα μπορούσα να κυκλώσω το βράχο, αλλά φοβούμενη πως με κατάπιε η θάλασσα, έβγαλε τη βράκα της κι έπεσε στη θάλασσα γυμνή.

Βγήκα στη στεριά και κοιτώντας την κορυφή, στάθηκε μαζί μου ακίνητος και ο χρόνος. Χωρίς να φυσάει άνεμος, έβλεπα την αγριελιά να πηγαινοέρχεται ανταριασμένη πέρα δώθε και το θεόρατο φοβερό βράχο να έρχεται καταπάνω μου να με πλακώσει!

Σαν ήλθε η γιαγιά, έκλεισα τα μάτια, ανασήκωσα το πρόσωπο και πρόταξα το δεξί μάγουλο στοχεύοντας να δεχθώ μόνο ένα χαστούκι. Αντί αυτού, εισέπραξα το πιο γλυκό φιλί της, και απορημένος ρώτησα: «Γιαγιά, αφού δεν κολυμπάς με τον παππού, πώς ξέρεις;» Και εκείνη απάντησε:
«Μέχρι το 1922 πήγαινα Χριστούγεννα και Πάσχα στην πατρίδα μου, την Πέργαμο, στον παππού και στη γιαγιά, και τα καλοκαίρια στη Σμύρνη, στο θείο Νίκο, το μηχανικό, που του άρεσε να κάνει μπάνιο με την οικογένειά του στα Βουρλά.

Από τότε ξέρω και το έχω μυστικό! Δεν το είπα ούτε στον παππού σου για να μη το δυσκολέψω. Εδώ είναι απαγορευμένο στις γυναίκες, σαν αμαρτία! Το μοναδικό μου μπάνιο στη Λέσβο έτυχε στην όμορφη Μελίντα, υποχρεωτικό από σένα, σήμερα που μπήκες στα επτά! Χρόνια σου πολλά!»

Αριστείδης Κυριαζής

Εφημερίδα Εμπρός

Facebook comments:

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here