Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Κως, αλήστευτη η ομορφιά τού πεύκου

Εκεί­νο το βρά­δυ παρα­μέ­ρι­σε όλους τους φόβους
ελεύ­θε­ρη, χωρίς τη θλί­ψη τού δειλινού
ώρα που άνθι­ζε η θάλασ­σα πανσέδες
κι ο αέρας έπαι­ζε με τη μυρω­διά τού πεύκου,
μαστί­χα η ανά­σα όπως την πρώ­τη φορά,
εκεί­νο το βρά­δυ η προ­δο­μέ­νη νιό­τη γύρισε
χωρίς εξήγηση.

kos1

Σαν έκλει­σαν τα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα
άνοι­γε και­νού­ριο ημερολόγιο,
στην άλλη πλευ­ρά τού Αιγαίου
σιω­πη­λές ματιές κι ύστε­ρα χειρονομίες
φέγ­γει το άσπρο σου που­κά­μι­σο στη νύχτα.

Δική σου ζωή, επιτέλους,
πρώ­τα έκλαψες
μετά θυμήθηκες
κι ύστε­ρα γέλα­σες δυνατά
σαν παι­δί που ξαναβρίσκει
στο ξεφτι­σμέ­νο χρυσόχαρτο
διπλω­μέ­νο το χαμέ­νο σημείωμα.

Κιτρι­νι­σμέ­νες οι παλιές σελίδες,
γυμνές σιω­πές οι λέξεις διεκ­δι­κούν αυτό που μένει
χρό­νια διπλω­μέ­νες οι φτερούγες
στην αθά­να­τη μελαγ­χο­λία υψώθηκαν,
χρό­νια ο καθρέ­φτης φυλά­κι­ζε τα είδωλα
και να που όλα ερμηνεύονται
χωρίς τις ζωές τών άλλων
και χωρίς βαρε­τές αποσκευές
γυρί­ζει στον αλη­θι­νό κόσμο η αγάπη.

kos2

Λογα­ριά­ζεις τ‘ αβά­φτι­στα νερά
και τα κρίματα
απλώ­νεις την αδιά­βα­στη παλά­μη στον ήλιο
με τ’ αλά­τι στη χούφτα
τα φύκια στα σγου­ρά σου μαλλιά,
έργα ανθρώ­πων, ψηλές δίφυλ­λες πόρ­τες, παράθυρα
στα παλιά σπί­τια τρί­ζουν οι πέτρες
τα δάχτυ­λα μυρί­ζουν γιασεμί
με τεντω­μέ­νες τις φλέ­βες του λαι­μού περιμένεις
πριν φύγουν και τού­τες οι μέρες άλλη μια φορά.

Φυσά στην αντί­πε­ρα ακτή το μαϊστράλι
ίδιο όπως κι εδώ,
κι εσύ, ίδια στην εύνοια τής φύσης
θαρ­ρείς και οι ώρες τρέ­χουν μόνο στα ρολόγια
σπου­δή απο­γύ­μνω­σης ο κοραλ­λέ­νιος βυθός.

Στην εξο­ρία τής Μοί­ρας χωρίς αναστολές,
φιλί αλμύρα
πατρί­δα θάλασσα,
όταν θέλεις, ανά­βεις το σκο­τά­δι μ’ ένα βλέμμα
όταν θέλεις, βρί­σκεις εισι­τή­ριο νοσταλγίας
όταν θέλεις, πίσω από τις σπα­σμέ­νες γρίλιες
όλα είναι παράδεισος..

kos3

Κως, αλή­στευ­τη η ομορ­φιά τού πεύκου
και τής φοι­νι­κιάς στην προκυμαία
μου­σκεύ­ει ο νους στην αλμύρα,
ήπιος ο μεταλ­λι­κός φθόγ­γος μιας άγκυρας
δια­κό­πτει την αναπόληση.
Ύστε­ρα από πόσα κύμα­τα το φιλί
πριν γίνει δάκρυ,
πριν σε καθη­λώ­σει η εικό­να τής πόλης,
πριν εξα­ντλή­σεις την όρα­ση στα ασήμαντα,
ύστε­ρα από πόσα χρόνια
το ταξί­δι γίνε­ται αιτία..

Νιώ­θεις τη μαγεία,
στο φως που χαμη­λώ­νει τρυφερότερο
κι ύστερα,
αφή­νεις τη σκέψη
να ορί­σει τη ζωή ως την ψίχα της,
να μετου­σιω­θεί σε τέχνη, σε φωνή,
σε μια κορ­δέ­λα όνει­ρο χρυσό,
αύριο ο Έρωτας…

Προ­σκυ­νώ τον ήλιο, ποιητή,
εκεί­νον τού μεσημεριού
όταν γητεύ­ει τις αμα­ρυλ­λί­δες στην άμμο,
εκεί­νον που κάνει τον ορί­ζο­ντα να πλαταίνει,
να φτά­νει μέχρι την παλιά Αλικαρνασσό
κι ύστε­ρα ρίχνει κάθε­τες αχτίνες
τεντω­μέ­να σκοινιά,
πάνω στην ψυχή
και πάνω στις αρχαί­ες κολώνες
να μετρή­σει ο νους απ‘ την αρχή
μπλε σκού­ρο, βαθύ,
θαύ­μα­τα κι όνειρα …
Αύριο, θα σε ξυπνή­σει ο ήχος του ρόπτρου
Αύριο, θα με κρα­τάς απ’ το χέρι,
Αύριο… ο έρω­τας θα επι­στρέ­ψει στα νησιά.

kos4

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 28 Ιου­λί­ου 2019

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο