Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Θεοτόκης: «Η εργατιά»

Την 1 Ιου­λί­ου 1923 πεθαί­νει ο πεζο­γρά­φος και μετα­φρα­στής Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης, ένας από τους πρό­δρο­μους της σοσια­λι­στι­κής λογοτεχνίας.

Γόνος πλού­σιας και αρι­στο­κρα­τι­κής οικο­γέ­νειας με ρίζες στο Βυζά­ντιο, ο Θεο­τό­κης επη­ρε­ά­στη­κε από τις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες. Υπήρ­ξε, εξάλ­λου, ιδρυ­τι­κό μέλος του «Σοσια­λι­στι­κού Ομί­λου» της Κέρκυρας.

Ο Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα το 1898, μέσα από τις στή­λες του περιο­δι­κού «Τέχνη», του Κ. Χατζό­που­λου. Στη συνέ­χεια, δημο­σί­ευ­σε διη­γή­μα­τα στο «Διό­νυ­σο» και στο «Νου­μά», που είναι εμπνευ­σμέ­να από τη ζωή στην Κέρ­κυ­ρα και από διά­φο­ρα ιστο­ρι­κά γεγονότα.

Ξεπερ­νώ­ντας πολύ γρή­γο­ρα την κλα­σι­κή ηθο­γρα­φία των προ­κα­τό­χων του, θεω­ρεί­ται ο ειση­γη­τής μιας ελλη­νι­κής πεζο­γρα­φί­ας με κοι­νω­νιο­λο­γι­κές προεκτάσεις.

Ορι­σμέ­να από τα γνω­στό­τε­ρα έργα του Θεο­τό­κη είναι: «Η τιμή και το χρή­μα» με έντο­νες τις σοσια­λι­στι­κές επιρ­ρο­ές, «Οι σκλά­βοι στα δεσμά τους», «Κατά­δι­κος», «Η ζωή και ο θάνα­τος του Καρα­βέ­λα». Το τελευ­ταίο θεω­ρεί­ται το πιο ώρι­μο έργο του, πρό­κει­ται για μια νατου­ρα­λι­στι­κή ανα­λυ­τι­κή, πει­στι­κή εικό­να ηθών του κερ­κυ­ραϊ­κού αγρο­τι­κού μικρό­κο­σμου και ταυ­τό­χρο­να μια καταγ­γε­λία της κοι­νω­νί­ας των αθέ­μι­των συναλ­λα­γών και των ταπει­νών συμφερόντων.

Η Κέρ­κυ­ρα, τόπος γέν­νη­σης του ποι­η­τή, είναι σχε­δόν πάντα το φόντο στα έργα του. Οπως ανα­φέ­ρει ο Τάκης Αδά­μος, στό­χος του Θεο­τό­κη ήταν να δώσει τον άνθρω­πο στις κοι­νω­νι­κές του σχέ­σεις και με το έργο του να ξεσκε­πά­σει τις αιτί­ες της ανθρώ­πι­νης δυστυ­χί­ας, που δεν ήταν άλλες από την οικο­νο­μι­κή ανι­σό­τη­τα και τη σκλη­ρή εκμε­τάλ­λευ­ση που κυριαρ­χεί στην ταξι­κή κοι­νω­νία. «Κι από την άπο­ψη αυτή, η κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση της Κέρ­κυ­ρας ήταν εξαι­ρε­τι­κά πρό­σφο­ρη. Στην Κέρ­κυ­ρα υπήρ­χε ακό­μα το φεου­δαρ­χι­κό αρχο­ντο­λόι, που στην πλειο­ψη­φία του ζού­σε με την ανά­μνη­ση των περα­σμέ­νων μεγα­λεί­ων του και που έφθι­νε καθη­με­ρι­νά, ανί­κα­νο να συλ­λά­βει την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη και να προ­σαρ­μο­στεί στις νέες συν­θή­κες. Δίπλα τους, υπήρ­χε η αστι­κή τάξη, που δια­μορ­φώ­νο­νταν στην πόλη και στο χωριό, παρα­μέ­ρι­ζε όλο και πιο πολύ το αρχο­ντο­λό­γι από την οικο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή ζωή κι εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν το ίδιο σκλη­ρά το μόχθο των εργα­τών στις φάμπρι­κες των αγρο­τών στον κάμπο, με τη βοή­θεια του αντι­λαϊ­κού, διε­φθαρ­μέ­νου κι ανή­θι­κου κρά­τους και των πολι­τι­κών εκπρο­σώ­πων της. Κι ανά­με­σα σ’ αυτούς ο εργα­ζό­με­νος λαός βου­τηγ­μέ­νος στην αθλιό­τη­τα, τη φτώ­χεια, την αμορ­φω­σιά, την καθυ­στέ­ρη­ση…». Παράλ­λη­λα, όμως, με το έργο του ανα­δεί­κνυε και περι­πτώ­σεις λαϊ­κών ανθρώ­πων με ολο­φά­νε­ρη τη θέλη­ση να παλέ­ψουν, για να ανοί­ξουν και­νούρ­γιους δρό­μους στη ζωή της κοινωνίας…

Πριν από την κήρυ­ξη των Βαλ­κα­νι­κών Πολέ­μων θα γρά­ψει το σονέ­το του «Η εργατιά»:

Σηκώ­θη τ’ άγιο δίκιο να λάβει
όλη η εργα­τιά με φρό­νη­μα γενναίο
Ισο­νο­μί­ας κηρύ­χνει νόμο νέο
και τα δεσμά του πλού­του η ορμή της θραύει

Η σκλη­ρή φτώ­χεια, η γύμνια, η πεί­να παύει
και με καλούν μύριες φωνές να λέω
θού­ριο τρα­γού­δι σ’ ένα πέλαο πλέω
χαράς. Λεύ­τε­ροι άνθρω­ποι είναι όλοι οι σκλάβοι

Μα για να σκί­σω τις ανά­ε­ρες ρούγες
που θα με βγά­λουν στον ψηλό Ελικώνα
πρέ­πει γορ­γά αργυ­ρό­χρυ­σες φτερούγες
αγά­πη αρμο­νι­κή να μου χαρίσει.
Τι δεν μπο­ρεί ψυχής βαριάς εικόνα
της Καστα­λί­ας να καθρε­φτί­σει η βρύση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο