Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πολυτεχνείο 1973: Τέσσερα τραγούδια και δυο παραλλαγές (του Φώντα Λάδη)

«Τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια και δυο παραλ­λα­γές» του Φώντα Λάδη, που έστει­λε ο Φώντας Λάδης στον «Ριζο­σπά­στη» και δημο­σιεύ­τη­καν στο φύλ­λο Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου 17–1 Νοεμ­βρί­ου 2018.

Στί­χοι εμπνευ­σμέ­νοι και γεν­νη­μέ­νοι μέσα στα συντα­ρα­κτι­κά γεγο­νό­τα της εξέ­γερ­σης του Πολυ­τε­χνεί­ου το 1973. Όπως λέει ο ίδιος ο Φώντας Λάδης «Η μικρή αυτή, άγνω­στη — στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα — ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα συμπε­ρι­λή­φθη­κε μόνο μια φορά στον συλ­λο­γι­κό τόμο “Αντι­φα­σι­στι­κά ’63 — ‘74”, που επι­με­λή­θη­κε ο Κώστας Βαλέ­τας και κυκλο­φό­ρη­σε το Δεκέμ­βριο του 1974

Αν και από “κατα­σκευ­ής” τους οι στί­χοι αυτοί είχαν τη δυνα­μι­κή μιας ενδε­χό­με­νης μελο­ποί­η­σής τους, αυτό δεν είχε γίνει ως τώρα. Στις αρχές μόνο της δεκα­ε­τί­ας του ’80 ένα από τα ποι­ή­μα­τα, τα “Μέγα­ρα”, είχε μελο­ποι­η­θεί από τον Δημή­τρη Λάγιο, με τον τίτλο “Η ελιά”, χωρίς όμως να συμπε­ρι­λη­φθεί ποτέ σε δίσκο.

Και, να, που πέρυ­σι οι στί­χοι μελο­ποι­ή­θη­καν στο σύνο­λό τους από τον Βασί­λη Γαϊ­τά­νο, γνω­στό πια­νί­στα και συν­θέ­τη, που δίπλα στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη όργω­σε στα χρό­νια του αντι­δι­κτα­το­ρι­κού αγώ­να την Αμε­ρι­κή — και όχι μόνο — καθώς και τα πρώ­τα χρό­νια της μεταπολίτευσης».

ΤΑΝΚΣ ΘΑ ΣΤΕΙΛΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Το ψωμά­κι έχω χορτάσει
μα δεν χόρ­τα­σα τον ύπνο.
Πίνω σε χρυ­σό ποτήρι
μα τον ήλιο έχω ξεχάσει.

***

Απ’ το σπί­τι στο γραφείο
κι από κει στο μαύ­ρο αμάξι.
Χίλιοι αστυ­φυ­λά­κοι γύρω
κι εκα­τό μοτοσικλέτες.

***

Τανκς θα στεί­λω στην Αθήνα
και στα Μέγα­ρα μπουλντόζες
και στην Κύπρο πέντε φίλους
νύχτα τον παπά να σφάξουν.

ΑΧΟΣ ΒΑΡΥΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ

Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύ­στριες κυλάνε.
Πατή­σια κι Αμπελόκηποι
καί­γoνται σα λαμπάδες.

***

Ξένοι δεν είναι τού­τοι εδώ.
Eλλη­νι­κά μιλάνε.
Οπου μωρό πυροβολούν,
όπου γυναί­κα ρίχνουν.

***

Βαρούν ντου­φέ­κια από παντού,
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφα­λούν πορτοπαράθυρα.
Στο δρό­μο κάποιος τρέχει.

***

Καρ­διά, για πάψε να χτυπάς,
καρ­διά, που πας να σπάσεις.
Η πόλη τού­τη είν’ άπαρτη.
Τα σπί­τια είναι δικά μας.

ΣΤΕΙΛ’ ΕΝΑ ΓΥΡΩ ΜΗΝΥΜΑ

Στείλ’ ένα γύρω μήνυ­μα και ρώτα τους δικούς μας,
τι θέλουν τουτ’ οι Ελλη­νες κι όλο παραπονιούνται
κι οι χωρι­κοί στα Μέγα­ρα στή­σαν μαύ­ρες σημαίες.
Φάμπρι­κες φτιά­χνω και σχο­λειά και φάμπρι­κες δε θέλουν
κι οι φοι­τη­τές κλει­στή­κα­νε μες στο Πολυτεχνείο
κι απέ­ξω μάνες κι αδερ­φές, κι απέ­ξω ένα μιλιούνι.

ΜΕΓΑΡΑ

Τουτ’ η ελιά που χάλα­σες, έχει κακές τις ρίζες.
Κι αν την σκε­πά­σεις σίδε­ρο, κι αν τηνε χτί­σεις πέτρα,
θε ν’ ανα­σαί­νει μες στη γη, θε να μαζεύ­ει πόνο,
θε να μιλά μερό­νυ­χτα, μέχρι να την ακούσουν.

***

Κι αν χτί­σεις φάμπρι­κα τρα­νή, θ’ ακού­σουν οι εργάτες.
Κι αν χτί­σεις ταρ­σα­νά βαθύ, θ’ ακού­σουν οι μαστόροι.
Κι αν την αφή­σεις ξέσκε­πη, μπρο­στά σου θα ‘ναι πάντα.
Τουτ’ η ελιά που χάλα­σες, αυτή θα σε χαλάσει.

ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1973

1

Μεριά­σα­νε τα σύν­νε­φα κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελα­χροι­νό φυσά­ει μες στο σουραύλι.
Η πίκρα είναι στο στό­μα του, στα μάτια πάλι η πίκρα
κι ένα ντου­φέ­κι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.

2

Ξανοί­γει πάλι ο ουρα­νός κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελα­χροι­νό κοι­τά­ζει και σωπαίνει.
Κάτι είναι σα χαρού­με­νο, κάτι σα θυμωμένο
κι ένα ντου­φέ­κι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο