«Ιστορίες από τον πόλεμο ΙΙ (Βιετνάμ, Ζανζιβάρη)» του Πέτρου Γκάτζια
Ιστορίες από τον πόλεμο. Περιστατικά που πήραν μεγάλη διάσταση, αλλά και εξαιρετικά σύντομες εχθροπραξίες. Το κοινό διψούσε για τις εξελίξεις, μόνο που δεν γνώριζε πάντοτε –όπως είναι φυσικό– όλη τη διάσταση της υπόθεσης.
Η επίθεση που δεν έγινε
Το καλοκαίρι ήταν θερμό και υγρό στον κόλπο του Τόνκιν, στα ανοιχτά του Βόρειου Βιετνάμ. Οι Αμερικανοί ναύτες πάνω στο αντιτορπιλικό Μάντοξ ίδρωναν στην περιπολία ρουτίνας, όταν ξαφνικά δέχτηκαν επίθεση από τους Βιετκόνγκ. Το περιστατικό πέρασε απαρατήρητο, καθώς δεν υπήρξαν θύματα. Ωστόσο, δύο ημέρες αργότερα, στις 4 Αυγούστου 1964, το πλοίο υποτίθεται ότι δέχεται νέα επίθεση. Ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον αποφασίζει να δημοσιοποιήσει και τις δύο επιθέσεις ζητώντας από το Κογκρέσο να εγκρίνει τη διενέργεια αντιποίνων. Όλοι οι γερουσιαστές και οι βουλευτές δίνουν αμέσως την έγκρισή τους στο λεγόμενο «Ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν» και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπαίνουν και επισήμως στον πόλεμο του Βιετνάμ. Δύο χρόνια αργότερα, στη χώρα που μαστιζόταν ήδη από τον σκληρό εμφύλιο βρίσκονται σχεδόν 400.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Ωστόσο, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η δεύτερη επίθεση δεν έγινε ποτέ ή τουλάχιστον δεν αποδείχθηκε ότι έγινε ποτέ. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η επιθυμία της Ουάσινγκτον να μπει στον πόλεμο, που δημιούργησε μια αφορμή για να το κάνει.
Ο πιο σύντομος πόλεμος
Στην εκπνοή του καλοκαιριού του 1896, οι Βρετανοί συγκέντρωσαν ξαφνικά στο λιμάνι της Ζανζιβάρης τρία καταδρομικά, δύο κανονιοφόρους, 150 πεζοναύτες και 900 Ζανζιβαρινούς, πιστούς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στόχος, το παλάτι του σουλτάνου Χαλίντ μπιν Μπαργκάς, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον φιλοβρετανό σουλτάνο Χαμάντ μπιν Θουγουαΐνι μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, δεν είχε πάρει την έγκριση του βρετανικού θρόνου, γι’ αυτό και του έστειλαν τελεσίγραφο να εγκαταλείψει το παλάτι. Όταν αυτό έληξε στις 9 το πρωί της 27ης Αυγούστου, οι βρετανικές δυνάμεις άρχισαν να βομβαρδίζουν. Οι υπερασπιστές του νέου σουλτάνου ήταν περίπου 2.800 άνδρες, ανάμεσά τους η φρουρά του παλατιού, κάτοικοι της Ζανζιβάρης, της μικρής αυτής νησιωτικής χώρας του Ινδικού Ωκεανού που βρίσκεται κοντά στην Τανγκανίκα και σήμερα αποτελεί τμήμα της Τανζανίας, υπηρέτες και σκλάβοι. Είχαν στη διάθεσή τους λίγα πυροβόλα, τα οποία στόχευαν τα βρετανικά πλοία και έριξαν μερικές βολές, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα. Όταν όμως άρχισε ο βρετανικός βομβαρδισμός, το παλάτι έπιασε σχεδόν αμέσως φωτιά με αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι να τεθούν σύντομα εκτός μάχης. Το πρώτο κομμάτι του παλατιού μάλιστα που καταστράφηκε ήταν ο χώρος όπου στεγαζόταν το χαρέμι του σουλτάνου. Οι Βρετανοί βύθισαν επίσης το βασιλικό κότερο και δύο μικρότερα σκάφη που βρίσκονταν στο λιμάνι. Τουλάχιστον 500 υπερασπιστές του παλατιού σκοτώθηκαν, ενώ τραυματίστηκε ελαφρά μόνο ένας Βρετανός ναύτης. Είχαν περάσει μόλις 38 λεπτά. Ο συντομότερος πόλεμος στην ιστορία. Μέσα στον πανικό, ο σουλτάνος κατάφερε να διαφύγει. Αναζήτησε αρχικά άσυλο στο Γερμανικό Προξενείο και μετά έφυγε για τη γειτονική Τανγκανίκα, με τη βοήθεια του γερμανικού ναυτικού. Οι Βρετανοί κατάφεραν να τον συλλάβουν τελικά το 1916, όταν εισέβαλαν στην Ανατολική Αφρική, και τον έστειλαν εξορία στην Αγία Ελένη. Το Λονδίνο ενθρόνισε τον σουλτάνο-μαριονέτα που ήθελε, τον Χαμούντ, ξεκινώντας μια μακρά περίοδο ισχυρής βρετανικής επιρροής και σημαίνοντας ουσιαστικά το τέλος της Ζανζιβάρης ως κυρίαρχου κράτους.