fbpx
Διονύσης Χαριτόπουλος: «Πειραιάς βαθύς»

Διονύσης Χαριτόπουλος: «Πειραιάς βαθύς»

Το πρώτο πράγμα που βγαίνει ως ερώτημα από το τελευταίο μυθιστόρημα του έξοχου συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου είναι αν και τότε (δεκαετία του ’50 και του ’60) συνέβαιναν (όπως και σήμερα) ειδεχθή εγκλήματα όπως φόνοι, διαμέλιση πτωμάτων, σωματεμπορίες, βιασμοί, εμπόριο και χρήση ναρκωτικών, πνιγμοί, ληστείες, διαρρήξεις κ.λπ., και απλώς δεν γίνονταν ευρέως γνωστά, γιατί φυσικά ο γραπτός λόγος δεν έχει τη δύναμη της εικόνας, γιατί φυσικά άλλο να διαβάζεις τις απόψεις ενός στενού συγγενή του θύματος και άλλο να τον βλέπεις και να τον ακούς από την τηλεόραση, με την κατάλληλη μουσική (και για αυτό παράνομη) επένδυση. Πράγματι, όπως (κάπως υπερβολικά, είναι αλήθεια) ο συγγραφέας αλλά και οι εφημερίδες της εποχής μάς περιγράφουν, όχι μόνο γίνονταν αποτρόπαιες πράξεις, όχι μόνο η ζωή δεν είχε την παραμικρή αξία, όχι μόνο ο Πειραιάς ήταν γεμάτος με μαχαιροβγάλτες και κουμπουροφόρους αλλά πολύ περισσότερο, τα εγκλήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, παντού παράνομες περιοχές, παντού δολοφονικοί τύποι, ευρέα απανωτά εγκλήματα, με δυο λόγια το λιμάνι καθημερινά ήταν θέατρο παρανομίας, ήταν στάδιο παραβατικότητας, ήταν εν τέλει σε μια δραματική πόλη, η οποία και ζούσε μέσα στα άκρα και όχι φυσικά μόνο από ανθρώπους του υποκόσμου αλλά και από πολίτες υπεράνω υποψίας, που ήταν βουτηγμένοι στη λάσπη.

Ο Χαριτόπουλος υπερβάλλοντας λογοτεχνικά καταγράφει επεισόδια που εμπνεύστηκε από τις αστυνομικές σελίδες των εφημερίδων με έναν και μοναδικό στόχο: την καταγραφή της παρανομίας, όχι για να έχουμε τόσο πολύ άποψη για το σήμερα, όπως διερωτηθήκαμε αρχικά, όσο για να κατονομαστούν οι καθηγητές και οι δάσκαλοι του εγκλήματος, εκείνοι που έβαλαν τις βάσεις για ό,τι συμβαίνει σήμερα (σε συνεργασία με ρώσικες ή γεωργιανές μαφίες), για να φανεί περίτρανα ο καταλυτικός και φοβικός ρόλος της τηλεόρασης στην παρουσίαση σε ό,τι πιο σοβαρό διαθέτει (εννοείται τα δελτία ειδήσεων) της φιλοσοφίας γύρω από το ανατριχιαστικό που συνέβαινε και που θα συμβαίνει πάντα όσο η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί, όσο η Αστυνομία είναι μπλεγμένη μέχρι τα μπούνια στο έγκλημα, όσο η Κυβέρνηση δεν νομοθετεί και η Βουλή το ίδιο, όσο οι Φυλακές γίνονται το καλύτερο σχολείο, έτσι ώστε αυτοί που αποφυλακίζονται να ρίχνονται με μεγαλύτερη θέρμη στο δράμα (για όσους το υφίστανται) της παραβατικότητας.

Κανείς άλλος σύγχρονος Έλληνας πεζογράφος δεν θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο Πειραιάς βαθύς παρά μόνο ο Διονύσης Χαριτόπουλος, και τούτο γιατί είναι μάγκας. Είναι μάγκας γιατί ως μετρ του είδους, έχοντας και προσωπικές εμπειρίες, βιώματα, επαφές, έχοντας συναναστροφή με τέτοια υποκείμενα (τα οποία όμως, και αυτό είναι το παράδοξο, τα βλέπει με αγάπη), γνωρίζοντας τη γλώσσα τους (στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι για την καλύτερη κατανόηση των τεκταινόμενων), γενικώς έχοντας πλήρη αντίληψη για το τι συνέβαινε, έξι ή εφτά δεκαετίες πριν, στις κακόφημες –και όχι μόνο– γειτονιές του Πειραιά, μπαίνει στο ψαχνό του εγκλήματος, με τη λογική όχι του διανοούμενου που κοιτά το πράγμα από ψηλά, αλλά με την έννοια του ανθρώπου που ναι μεν δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ τα ίδια με τους προφεσόρους, μπορεί όμως να το ερμηνεύσει, να το αξιολογήσει, να το αναλύσει, μπορεί να θρηνεί, να λυπάται, να εξοστρακίζει, να βλαστημά και να βρυχάται, μέσα σε αυτό που δημιουργεί, κυρίως για το γεγονός ότι ως συγγραφέας, όσο και αν το προσπαθεί, δεν το αντέχει.

Πράγματι, όλοι γνωρίζουμε τον λόγο του Διονύση Χαριτόπουλου, ο οποίος, κοφτός, κοφτερός, συμπυκνωμένος, περιεκτικός, στα όρια της θεατρικής ατάκας και της αφαιρετικής και ελλειπτικής ποίησης, κυριολεκτικώς συναρπάζει, κρατώντας μας δέσμιους της αφήγησης.

Και πώς να αντέξεις άραγε την εκπόρνευση δεκαπεντάχρονων κοριτσιών, πώς να αντέξεις βεντέτες για θέματα ηθικής, πώς να αντέξεις βιασμούς και δολοφονίες, κλεψιές και λεηλασίες, πληρωμένα συμβόλαια και αστυνομικές τρικλοποδιές. Ο Χαριτόπουλος, λοιπόν, όντως ένας συγγραφέας ο οποίος γράφει όταν έχει πραγματικά κάτι να πει, μας κάνει συμμέτοχους με το βρόμικο, στο οποίο βρίσκονται οι κάτοικοι στον Πειραιά, όταν το λιμάνι έσφυζε από ζωή, όταν οι άνθρωποι κατέφταναν τόσο από την Ελλάδα όσο και από διεθνείς κατευθύνσεις, όταν η φτώχεια θέριζε οικογένειες ολόκληρες, όταν το μεροκάματο ήταν ουσιαστικά ο πρώτος λαχνός του λαχείου, όταν τα απόκρυφα πόστα άνοιγαν σαν μανιτάρια και όταν οι σωματέμποροι εμφάνιζαν καινούργια δεκαπεντάχρονα μπουμπούκια προς τέρψιν υψηλών οικονομικά πελατών – όταν, τέλος, ποτέ δεν κατάφεραν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να ξεφύγουν της αστυνομικής ή της εισαγγελικής δαγκάνας, όσα ψέματα και αν εκστόμισαν, όσο πονηρά και αν κινήθηκαν, όσο γρήγορα και αν έκρυψαν την πράξη τους και όσο, γιατί όχι, όταν μόνο οι αρχές αλλά και η πάσης φύσης ρουφιάνοι και καλοθελητές συνέδραμαν στην εξιχνίαση. Η οποία όπως πολύ σωστά σημειώνει ο θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Ρούσσος ταυτίζεται με μια πιατέλα γεμάτη εγκληματίες, απ’ την οποία οι αστυνομικές αρχές συλλαμβάνουν έναν παράνομο, ενώ στη συνέχεια το πιάτο ξαναγεμίζει από νέας εσοδείας απατεώνες.

xaritopoulosΈνα τέτοιο βιβλίο ασφαλώς και χρήζει της πολύ ειδικής εκφραστικής εκφοράς. Πράγματι, όλοι γνωρίζουμε τον λόγο του Διονύση Χαριτόπουλου, ο οποίος, κοφτός, κοφτερός, συμπυκνωμένος, περιεκτικός, στα όρια της θεατρικής ατάκας και της αφαιρετικής και ελλειπτικής ποίησης, κυριολεκτικώς συναρπάζει, κρατώντας μας δέσμιους της αφήγησης. Ο Χαριτόπουλος πρέπει να μπει στο πετσί αυτών των ατόμων, πρέπει να τους εμπνεύσει και να τους παρουσιάσει όπως αλήθεια είναι, σκληροτράχηλοι και ανυπόμονοι, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να τους ηρεμήσει (το αντίθετο, όλοι όσοι εμπλέκονται στις ιστορίες είναι αντάρτες), τέλος και εν κατακλείδι οφείλει να γίνει όχι ο απολογητής τους αλλά ο καταγραφέας τους, ο μάρτυράς τους, εκείνος που η τύχη επέλεξε να τους βγάλει από τον βούρκο και να τους βάλει στις βιβλιοθήκες μας. Ο Χαριτόπουλος καταφέρνει όλα αυτά γιατί ο ίδιος αφενός δεν τους κουνά το δάχτυλο επιτιμητικά για όσα απερίγραπτα πράττουν, αφετέρου όμως και δεν τους δικαιολογεί, απλώς κάνοντας χρήση της τεράστιας προσωπικής του πείρας, τόσο στο γράψιμο (το λογοτεχνικό) όσο και στο εν λόγω θέμα, υποστηρίζει μια πραγματική διατριβή στην ανομία, μια βαθιά υπόμνηση στα σπλάχνα μιας πόλης που έζησε για πολύ με τον εφιάλτη, όχι απλώς της ελαφράς, αλλά της πολύς σοβαρής και βαριάς εγκληματικότητας. Κάπου εδώ που πρέπει να «κατοικεί» και ο Ηλίας Πετρόπουλος.

 

Πειραιάς βαθύς
Διονύσης Χαριτόπουλος
Τόπος
238 σελ.
ISBN 978-960-499-242-3
Τιμή €13,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.