fbpx
Αθηνά Βογιατζόγλου: «Συνομιλίες ποιητών»

Αθηνά Βογιατζόγλου: «Συνομιλίες ποιητών»

Η Αθηνά Βογιατζόγλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, μελετά το έργο ποιητών του 20ού αιώνα με στόχο να εντοπίσει τη «συνάντηση του λόγου διαφορετικών ομοτέχνων», τη δημιουργική μετάπλαση, την παρώδηση, τον αντίλογο, την τεχνική και το τέχνασμα, ακόμα να ρίξει μια ματιά στην κοινωνία και στον κόσμο, στα στοιχεία αυτοβιογραφίας και λανθάνουσας λογοτεχνικής κριτικής.

Στη μελέτη της διαπιστώνει την έντονη παρουσία των Καβάφη, Καρυωτάκη και Σικελιανού στο έργο των άλλων και όχι μόνον.

Συγκεκριμένα, Κ.Γ. Καρυωτάκης: Κατ’ αρχάς, οι κήποι του Καρυωτάκη –αντίστιξη στους κήπους του Κωστή Παλαμά και του Μιλτιάδη Μαλακάση– λειτουργούν ως δείκτης της ποιητικής εξέλιξής του. Ο στίχος «δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους» είναι, κατά την ερευνήτρια, έκφραση αδυναμίας να συμφιλιωθεί με το βαθύτερο εγώ του. «Τους κήπους του διατρέχει ένα υπόγειο ρίγος προδομένης ζωής» και μένει σε εκκρεμότητα το ερώτημα: οι κήποι του Καρυωτάκη είναι «κομψές μικρογραφίες της ψυχής του που, καλλιεργημένη κι αυτή, μαραίνεται σιωπηλά αλλά σταθερά;».

Άγγελος Σικελιανός: Εδώ η Βογιατζόγλου μελετά τη ρητορική στην υπηρεσία του λυρισμού και αφορμή τής δίνει το ποίημα «Γιατί βαθιά μου δόξασα», γραμμένο λίγες μέρες ύστερα από σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και απογοητευμένος από τη διάψευση των ελπίδων που είχε από τις Δελφικές Εορτές. Τώρα, πια, η ποίησή του αποκτά τη μεγαλύτερη δραματική ένταση λόγω της δυσαρμονίας της πνευματικής και κοινωνικής αθηναϊκής πραγματικότητας, σε σχέση με τα οράματά του. Η συγγραφέας θεωρεί το ποίημα «κατάθεση ενός υπαρξιακού βιώματος», «βιοθεωρητικό και κοσμοθεωρητικό μανιφέστο», «μοναδικότητα στο πλαίσιο του Λυρικού Βίου» με τον ποιητή να καταθέτει την υπέρβασή του: «να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδελφός!...». Είναι ένα από τα λίγα ποιήματα της ελληνικής ποίησης όπου η ρητορική «τίθεται τόσο φυσικά στην υπηρεσία της λυρικής συγκίνησης».

Ναπολέων Λαπαθιώτης: Λεπταίσθητος, δανδής, μελαγχολικός αλλά και είρων, χωρατατζής και ανατρεπτικός, προκλητικός, υψηλόφωνος κατήγορος του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού. Διαπρεπή εκπρόσωπο της «σοβαράς παρωδίας» τον χαρακτήρισε ο Γρ. Ξενόπουλος. Οι παρωδίες του αφορούν τους ποιητές Μαβίλη, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, κυρίως όμως πολέμησε με μεγάλη επιθετικότητα τους «βέβηλους» υπερρεαλιστές – και, φυσικά, τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Μια άλλη ματιά στον ελληνικό υπερρεαλισμό: Παρωδίες 1935-1945: Το κεφάλαιο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (όταν μάλιστα, εκατό χρόνια μετά, όλα όσα παρωδήθηκαν και διακωμωδήθηκαν, έχουν ξεπεραστεί αλλά και χωνευτεί στη όλη ποιητική παραγωγή μας και, όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, δεν μπορείς να βάλεις όρια στην τέχνη και να τη διατάξεις να μην τα ξεπεράσει. Η Βογιατζόγλου μάς ενημερώνει για το πώς αντιδρούν στον «βέβηλο υπερρεαλισμό» όχι μόνο το απληροφόρητο κοινό αλλά και οι ποιητές της εποχής και πώς με άγνοια και προκατάληψη τον πολεμούν. Πυρά εκτόξευσαν όλοι οι οπαδοί του παραδοσιακού στίχου, μεταξύ των οποίων οι Λαπαθιώτης και Ουράνης («κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη», θα έλεγε ο Σεφέρης, για τον «Άρτζη Μπούρτζη, είμαι ο Υπερρεαλισμός»). Να μη μας διαφύγει η σχέση των αρνητών του υπερρεαλισμού με το ΚΚΕ, αν και η Ελένη Ουράνη χωρίς ΚΚΕ εμφανίζεται εν συγχύσει.

Όσο για τη Σοφία Κενταύρου-Οικονομίδου(;), μουσικοκριτικό που τόλμησε να πειραματιστεί και αυτή με την παρωδία, εναντίον του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου, εισέπραξε την προτροπή από τον Τίμο Μωραϊτίνη, η κυρία σουρεαλίστρια να «περιοριστεί εις την μαγειρικήν και εις το μαγειρείον, διά το οποίον είναι προωρισμένη»(!) και από τον Μιχαήλ Ροδά την εικασία ότι «ένα γυναικείο μυαλό είναι αδύνατον να καταντήσει μέχρι του ποιητικού Εγγονοπουλισμού»(!). Ωστόσο η Βογιατζόγλου, συνυπολογίζοντας και τις παρωδήσεις της σε ποιήματα του Εμπειρίκου, διακρίνει τον «ευφάνταστο τρόπο», την «πρωτοτυπία του στίχου της», την «επινοητικότητα και λυρική φαντασία» της.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας παρωδεί τον σουρεαλισμό, συρεαλισμό, υπερρεαλισμό, γράφοντας τον όρο σε όλες τις παραλλαγές, ορθές και στρεβλές, για να μας κάνει να γελάσουμε βεβαίως, ωστόσο η άναρχη υπερρεαλιστική συμπεριφορά στη γραφή του απασχόλησε πολλούς μελετητές και έφερε πολύτιμο υλικό στην επιφάνεια.

Η διαδρομή του Σαρλώ: Το πρώτο ποίημα για τον Σαρλώ δημοσίευσε ο Ίσανδρος Άγις, το 1927. Ο Άγις συμπεριλαμβάνεται στους «λοξούς», που ο Άγρας αποκαλούσε «νεοαστικό κατάντημα» του πάλαι ποτέ «αριστοκρατικού αστισμού». Τον Σαρλώ θα τον βρούμε, συστηματικά, στους Σκαρίμπα και Κοτζιούλα, με τον τελευταίο να απορροφά στους στίχους του τον μεσοπολεμικό κλαυσίγελο, χρησιμοποιώντας στα έργα του κλόουν, παλιάτσους, Δον Κιχώτες και άλλους αυτοκαταστροφικούς ήρωες. Εν ολίγοις, ο Σαρλώ κυκλοφορεί σε πολλούς Έλληνες ποιητές –Μακρής, Βάρναλης, Βρεττάκος– ενώ ο φτωχός και κακοντυμένος, νεαρός φοιτητής-ποιητής, λάτρης του κινηματογράφου Κοτζιούλας αισθάνεται να ταυτίζεται μαζί του. Ο Μεγάλος δικτάτορας το 1947 έκανε μεγάλη αίσθηση στην Ελλάδα και ξεσήκωσε τους διανοούμενους εναντίον παντός εγχώριου ή ξένου τύραννου και ο Βασίλης Ρώτας τού παραγγέλλει: «όπου να ’ναι […] πλησιάζουν οι ταχυδρόμοι του ήλιου, που θα φέρουν παπούτσια στο λουστράκο».

Ο «χωριάτης ποιητής» και ο «λόρδος του στίχου»: Ο Κοτζιούλας, που δεν γνώριζε τον Σικελιανό, παρά μόνο από το κείμενο της Δελφικής Ιδέας και ένα ποίημα για την ετοιμοθάνατη Μαρία Πολυδούρη, στη «Σωτηρία», θα αλλάξει γνώμη, όταν ο αριστοκράτης ποιητής θα γράψει τα «Ακριτικά», αντιστασιακά ποιήματά του φιλοτεχνημένα από τον Σπύρο Βασιλείου και, κυρίως, όταν θα ενταχθεί στο ΕΑΜ θα του στείλει γράμμα και θα του εσωκλείσει είκοσι χιλιάδες δραχμές. Τότε ο Κοτζιούλας θα στηλιτεύσει το «διεφθαρμένο ελληνικό κράτος» που εμπόδισε την πορεία του ποιητή προς το Νόμπελ, θα επαινέσει την «πλατιά πνοή» και την «έξοχη ανδροπρέπεια» στις κρίσιμες εθνικές στιγμές. Η Βογιατζόγλου θα ερευνήσει συστηματικά τις επιδράσεις του Σικελιανού στον Κοτζιούλα από τις Ραψωδίες του Ιονίου, όπου συμπεριφέρεται σαν θεός του ομηρικού δωδεκαθέου, ενώ ο Κοτζιούλας θεωρεί Εδέμ το ηπειρώτικο χωριό του.

Καλογραμμένο, με ρυθμό και ένταση, εύληπτο και γοητευτικό.

Εγγονόπουλος-Καβάφης: Ο Εγγονόπουλος με την ιδιότυπη γραφή και την έκκεντρη ματιά του συνομιλεί με τον Καβάφη ποικιλοτρόπως, αν και είναι πολλά τα πεδία που δεν έχουν ερευνηθεί. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και οι δύο, γλώσσα παρεκκλίνουσα από την αθηναϊκή, πλούσια οικογένεια που επτώχευσε, δημοσιοϋπαλληλία, δυσκολία πρόσληψης της ποίησής τους από κοινό και κριτικούς, διακωμώδηση του έργου τους στα πρώτα βήματα, εγκεφαλικότητα, πεζολογία, λιτότητα, επιτήδευση, μεικτή γλώσσα, δραματική σκηνογραφία, οικουμενικότητα είναι τα σημεία που θα επισημάνει η Βογιατζόγλου, προτάσσοντας την άποψη του Γιώργου Κεχαγιόγλου ότι ο Εγγονόπουλος είναι, ίσως, ο αυθεντικότερος διάδοχος και συνεχιστής του Καβάφη, όσον αφορά «την ένταξη στον πλατύτερο καμβά της ιστορικής του προοπτικής του ελληνικού/ρωμαϊκού παράγοντα». Δείγμα της συνομιλίας των δύο ποιητών, μεταξύ άλλων, ο πίνακας του Εγγονόπουλου Η θυσία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή, που αναφέρεται ευθέως στο ποίημα του Καβάφη με τον σχεδόν όμοιο τίτλο, και το ποίημα «Τραμ και Ακρόπολις», ένα hommage στον μεγάλο Καβάφη…

Γιάννης Ρίτσος – Οδυσσέας Ελύτης, Δύο διασταυρούμενες μελέτες θανάτου: Το αναμέτρημα θα κριθεί στο επίπεδο των συλλογών Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα του Ρίτσου και Τα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη, έργα που εκδόθηκαν το 1991. Ο Ρίτσος είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, στα ογδόντα ένα του χρόνια, ενώ ο Ελύτης συμπλήρωνε τα ογδόντα και πέθανε στα ογδόντα πέντε.

Η Βογιατζόγλου, παρά τις ιδεολογικές και τεχνοτροπικές διαφορές, εντοπίζει στο έργο των δύο ποιητών την αδυναμία του ποιητικού λόγου «να εκφράσει τον κόσμο». Στα Ελεγεία ο θάνατος μυθοποιείται και υπερβαίνεται, ενώ στο Αργά είναι απλώς βιολογικός. Η αναμέτρηση με τον θάνατο γίνεται νύχτα και κατακαλόκαιρο, με παρόμοιες εικόνες, για τον Ρίτσο όμως όλα εδώ τελειώνουν, για τον Ελύτη την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Και στις δύο συλλογές υπάρχει η «μαύρη βάρκα» με τον «σκοτεινό βαρκάρη» στον Ρίτσο, «άδεια και χαμένη στα πελάγη της» στον Ελύτη. Είναι διακριτό ένα αίσθημα θλίψης αλλά και ένα θετικό βλέμμα προς τον κόσμο, φιλοσοφικότερο στον Ελύτη, ρεαλιστικότερο στον Ρίτσο.

Στην περίπτωση του Χρίστου Λάσκαρη θα επισημάνει σχέσεις με Πορφύρα, Καβάφη, Σαχτούρη, θα εντοπίσει παραλλαγές, πανομοιότυπες διατυπώσεις, εκφάνσεις μιας πληγωμένης ζωής. «Σωματική και κοινωνική παρακμή, ατομικός και συλλογικός θάνατος συμβαδίζουν στο έργο του και ενίοτε γίνονται αξεδιάλυτο κράμα». Κεντρίζει τον αναγνώστη η μελέτη έργων του μεγάλου ζωγράφου Βαν Γκογκ – το κομμένο αυτί και η διαστρεβλωμένη κάμαρα, όπου ο σχολαστικός παρατηρητής θα βρει τα πάθη της ψυχής και του πνεύματος και όχι, βεβαίως, της αρχιτεκτονικής της κάμαρας.

Νάσος Βαγενάς – Άγγελος Σικελιανός, Έρωτας και θάνατος: Στα πενήντα δύο του χρόνια ο Σικελιανός δημοσιεύει το ποίημα «Δαίδαλος (Ωδή στον πατέρα των τεχνιτών)», με τον οποίο εύρισκε αναλογίες, και ο Βαγενάς «Πτώση του Ιπτάμενου β’», με ένα σχόλιο για τον Ίκαρο που δεν τόλμησε να απογειωθεί και κατάντησε ένα είδος «προμηθεϊκής καρικατούρας», βορά των γυπών. Όλα στη γενιά του Βαγενά οδηγούν στο «τίποτα», όπως και τον ιπτάμενο του Ουάλας Στίβεν που τον έχει μεταφράσει. Ο Βαγενάς συναντάται με τον Σικελιανό στον ίλιγγο της πτώσης αλλά και στη γλυκιά ζάλη του σύντομου πετάγματος προς τα πάνω, αντιτείνοντας «στον υπερβατικό μυστικισμό του προγόνου τον δικό του γήινο μυστικισμό».

Η Άντεια Φραντζή αυτοβιογραφείται μέσα από τα ποιήματά της με αναφορά στο σώμα της το «χειρουργημένο», βαρύ, δύσκαμπτο, ανίκανο να δημιουργήσει ζωή.

Μαρία Κυρτζάκη, «…γυρεύω τη λέξη που θα με ενώσει…»: Τραγική περσόνα της η Άννα Καρένινα. Ανασφαλής και εσωστρεφής ποιήτρια, με πολιτική στάση και υπαρξιακή ανεπάρκεια. Τελευταίο της ποίημα η «Άννα Καρένινα».

avogΤο βιβλίο της Αθηνάς Βογιατζόγλου, με την πληθώρα των πληροφοριών, των υπομνηματισμών, των παραπομπών, των αναφορών, και τα σοφά επιλεγμένα παραδείγματα, με τα οποία τεκμηριώνει τις θέσεις της, είναι ένα πολύ σημαντικό βοήθημα για κάθε φιλόλογο και κάθε ενδιαφερόμενο για την ποίηση: Καλογραμμένο, με ρυθμό και ένταση, εύληπτο και γοητευτικό.

 

Συνομιλίες ποιητών
Μεταπλάσεις, παρωδίες και αντίλογοι στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα
Αθηνά Βογιατζόγλου
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
359 σελ.
ISBN 978-960-01-2033-2
Τιμή €17,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Ευαγγελία Κιρκινέ: «Έθνος “εξ απαλών ονύχων”»

Με το περιεχόμενο του όρου «έθνος» και τον τρόπο που δημιουργείται το αίσθημα του ανήκειν σε ένα έθνος, κυρίως μέσω της «εθνικής εκπαίδευσης», καταπιάνεται η Eυαγγελία Κιρκινέ σε αυτή τη μελέτη της. Τι...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Μήδεια Αμπουλασβίλι – Έκα Τσκοΐτζε: «Εύλαλα μάρμαρα»

Η Ελλάδα και η Γεωργία είναι χώρες που βρέθηκαν σε αντίπαλους ιδεολογικοπολιτικούς και στρατιωτικούς σχηματισμούς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους των τελευταίων 100 ετών, ενώ συνεχίζουν να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Γιώργος Χατζηβασιλείου: «Φιλοσοφία της τεχνητής νοημοσύνης»

Οι κίνδυνοι της τεχνητής νοημοσύνης έγιναν ανάγλυφα φανεροί το 2018 σοκάροντας όλο τον κόσμο. Εκείνη τη χρονιά αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, μιας εταιρείας πολιτικής επικοινωνίας η οποία πήρε παράνομα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.