fbpx
Παντελής Μπουκάλας: «Μηλιά μου αμίλητη»

Παντελής Μπουκάλας: «Μηλιά μου αμίλητη»

Λύπη μου που δεν μιλιέσαι
(Οδ. Ελύτης, Το φωτόδεντρο)

Ο ποιητής Παντελής Μπουκάλας με τη σύνθεσή του Μηλιά μου αμίλητη: Ένας λόγος σε έξι φωνές, αξιοποιεί τη συνήχηση της «μηλιάς» με τη «μιλιά» για να κεντρίσει την ακοή του αναγνώστη, αλλά και να δώσει φωνή στο ου φωνητόν.

Όπως μας πληροφορεί στον Πρόλογο, ανταποκρίθηκε στην παραγγελία της μουσικού Δήμητρας Τρυπάνη, η οποία του ζήτησε να συνθέσει έργο με βάση ένα «συνταρακτικό επεισόδιο οικογενειακού βίου των μέσων του 19ου αιώνα…» στη Μάνη. Το επεισόδιο αφορά τη θανάτωση της κόρης, επειδή αγάπησε ξενομερίτη. Το πράγμα για τον δημιουργό ήταν πρωτόγνωρο και πολύ διαφορετικό από τις μεταφράσεις τραγωδιών για παράσταση σε αρχαίο θέατρο. Όμως, έχοντας εντρυφήσει και στην τραγωδία και στο δημοτικό τραγούδι και όχι μόνο, ο Μπουκάλας ανέλαβε το έργο, με στόχο να δώσει στους αμίλητους την υποθετική φωνή/μιλιά τους, σε μια προσπάθεια να μεταφέρει της Ανάγκης το φορτίο στου καθενός τον λόγο και να υφάνει πάνω του τα πάθη δρώντων και πάσχουσας κόρης, να δώσει, δηλαδή, την ευκαιρία στους αμίλητους να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, να εκθέσουν την άποψή τους, να δικαιολογηθούν ή να θρηνήσουν.

Το έργο παρουσιάστηκε στους Παξούς και στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή του Κέντρου Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, ως μουσική σύνθεση της οποίας το λιμπρέτο είναι η σύνθεση του Μπουκάλα.

Αρχικός τίτλος της σύνθεσης ήταν Αμίλητη – Ένα σύγχρονο χορικό, που τροποποιήθηκε στο Μηλιά μου αμίλητη, με υπότιτλο Ένας λόγος σε έξι φωνές. Η κόρη –Μηλιά– η αμαρτήσασα από τη μία πλευρά και από την άλλη γονείς, αδέλφια, ο σύζυγος, που αναλαμβάνουν να ξεπλύνουν την ντροπή με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Να σκάψουν λάκκο και να τη θάψουν ζωντανή, αφήνοντας μόνο το κεφάλι απέξω για να τη φτύνουν οι περαστικοί. Από τον τίτλο, όμως, προϊδεαζόμαστε ότι τελικά οι θύτες είναι ταυτόχρονα και θύματα ενός άγραφου κανόνα που υπαγορεύει ομοφωνία στη δράση, αλλά μέσα τους θρηνούν για το κορίτσι, φέρνοντας σε διάσταση το φαίνεσθαι με το αισθάνεσθαι.

Ο λόγος μοιράστηκε ιεραρχικά, εκκινώντας από το πιο ευάλωτο και συναισθηματικό πρόσωπο, τη Μάνα. Μετά πέρασε στα τέσσερα Αδέλφια που είχαν τον πιο δραστικό ρόλο στην τιμωρία, ακολούθησε ο Μικρότερος Αδελφός που δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει αλλά μέσα του είχε επαναστατήσει, μετά ο Πατέρας και τέλος ο Ξένος. Η φωνή του συζύγου ακούγεται μέσα από τη φωνή του πατέρα, στον οποίο άλλωστε απευθύνεται όταν ανακάλυψε πως η κόρη ήταν «ατιμασμένη» (το έργο θυμίζει το πρώτο μέρος του Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου του Μάρκες). Κάθαρση στο δράμα δεν υπάρχει. Το σκηνικό παραπέμπει σε τραγωδία. Χώρος έξω, στην άκρη του χωριού, σε κοινή θέα, και σε αντίστιξη, η εσωτερική πάλη στο σκοτάδι της ψυχής.

Ο Μπουκάλας, μπαίνοντας στη θέση του καθενός, θα προσπαθήσει να κατανοήσει τη σκέψη και τα συναισθήματα εκείνου που είναι δέσμιος του τυπικού που δεν μπορεί να παραβιάσει. Αμίλητος, όπως και όλη η οικογένεια και όλο το χωριό. Γράφει επ’ αυτού: «Θέλησα και προσπάθησα […] να νιώσω ταυτόχρονα, όχι χωριστά, όσα σκέφτηκαν τα πρόσωπα του δράματος, ή καλύτερα όσα εικάζω ότι αισθάνθηκαν και σκέφτηκαν». Βεβαίως η φρίκη δεν μπορεί «να ερμηνευτεί», αλλά μπορεί «τουλάχιστον να εξημερωθεί ή να ξορκιστεί».

Το σκηνικό παραπέμπει σε τραγωδία. Χώρος έξω, στην άκρη του χωριού, σε κοινή θέα, και σε αντίστιξη, η εσωτερική πάλη στο σκοτάδι της ψυχής.

Οι έξι φωνές με τη σειρά:

Η Μάνα γίνεται ο αγγελιοφόρος της είδησης του γάμου στην κόρη, χωρίς πολλά λόγια, επαναλαμβάνοντας ένα σύνηθες και απαράβατο τυπικό. Από γενιά σε γενιά έτσι λειτουργεί το σύστημα και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να το ανατρέψει ή να παρεκκλίνει από τους άγραφους κανόνες του. Την πάντρεψαν χωρίς να τη ρωτήσουν. Με τα μάτια μόνο από τη δική της μάνα έπαιρνε τις εντολές και έπειτα έδινε στη δική της κόρη. Αμίλητη, έδειχνε Υπακοή. Έτσι και τώρα δεν πρέπει να μιλήσει, να μοιρολογήσει, να ανάψει καντήλι, να κλάψει, ακόμα και στα όνειρά της δεν της επιτρέπεται να δείξει δάκρυ. Γι’ αυτό μιλάει μέσα της και εξιστορεί το άχθος της και το πάθος της.

Το Τετράδελφο: «Στο χώμα./ Βαθιά./ Φυτευτή./ Το κεφάλι της έξω./ Να τη φτύνει όποιος θέλει». Τα τέσσερα αδέλφια γίνονται «Οι τέσσερις πέτρες του λάκκου της». Δεν εισακούεται η πρόταση της μάνας: «Να τη διώξουμε/ Στα κρυφά μακριά […] να ξεχαστεί η βρομιά/ …Ποτέ».

Η Μηλιά: «Να μιλήσω; Να πω; Τι να πω; Μου το φράξαν το στόμα οι πέτρες… Μαζεύτηκαν κι οι πέντε κι ο πατέρας έξι… Ένας στον άλλο δίπλα σαν κολλημένοι… Για να κρυφτεί καθένας τους μέσα στον διπλανό του… Μονάχα ο μικρός, αχ, μωρέ Κωσταντή μου, Μικροκωνσταντίνε μου… το βλέμμα το δικό του ήτανε λύπη και παράπονο. Φόβος… Κι η μάνα, Μηλιά μου και μηλιά μου και μηλίτσα μου…».

Φυσικά θα αναφερθεί στην αιτία: «Ο Ξένος… Εγώ άκουσα τη θάλασσα μέσα του και τον αγάπησα δίχως να ξέρω τι η αγάπη… Στο σκοτάδι λαμπάδιασαν τα σώματά μας. Έφεγγαν. Και βλέπαμε. Τον πόνο να κατεβαίνει χείμαρρος χειμωνικός […] Δεν βόγκηξα. Δεν ούρλιαξα... Δεν πρόλαβα να δροσιστώ με το νεράκι που ’φερε στα σκοτεινά ένα χέρι. Φοβισμένο χέρι. Να ’ταν ο ξένος μου; Να ’ταν ο Κωσταντής μου; Να ’σουν εσύ, μανούλα μου; Έσβησα μοιρολογώντας τους… Μα δίχως λέξεις. Από μέσα μου. Δεν ήταν πείσμα η σιωπή μου. Η αγάπη μου η αμίλητη λέω πως ήταν».

Ο Μικρότερος Αδελφός: «Όμως εγώ… Δεν… Ποτέ δεν είπα ναι… Αλλά ποτέ δεν είπα όχι. Δεν τόλμησα. Ανέβαινε βροντερό από την καρδιά μου το όχι, μα μόνο εγώ το άκουγα… Όλοι πήρανε τσαπί κι αξίνα, όλοι τον έσκαψαν το λάκκο… Εγώ… Εγώ δεν…».

Ο Πατέρας: «Ποιος το ’πε/ Ποιος το όρισε/ ότι τα μοιρολόγια είναι των γυναικών μονάχα;/ Να κλάψω θέλω… Μα δεν πρέπει./ Να ουρλιάξω θέλω… Να τη θρηνήσω θέλω τη Μηλιά μου/ μα δεν πρέπει/ Μιλιά για τη Μηλιά μου/ δεν πρέπει να ξεφύγει/ απ’ της καρδιάς μου τη μονολιθιά». Μέσα από τον λόγο του πατέρα φαίνεται και ο γαμπρός που γύρισε τη νύφη πίσω «χαλασμένη», τον έφτυσε: «Τρίψ’ τη στο κούτελό σου», είπε κι έφτυσε ξανά. Και με έναν λόγο σπαρακτικό, ο πατέρας ικετεύει: «Μηλιά, Μηλίτσα μου, Μηλιά/ Μίλειε μου, ήλιε μ’, μίλειε μου/ […] Στείλε μου τη φωνούλα σου,/ Όχι συγγνώμη για το κρίμα, / Τη φωνή σου μόνο ζητάω./ Ως και μες στο κεφάλι μου/ σίγησε. Τιμωρία βαριά./ Η βαρύτερη./ Έλεος».

Κλείνει ο Ξένος: «Να φύγουμε, της είπα/ να κλεφτούμε./ […] “Όχι, καλέ μου, κι ακριβέ./ Όχι, ξενάκι μου./ Τέτοια δε γίνονται”./ Για μένα τρόμαξε/ […] Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα παραφύλαγα γι’ αγρίμια/ Μην τη χαλάσουν… Το φοβισμένο χέρι που κλεφτά τη νύχτα/ νερό τής πήγε […] Του Κωσταντή της ήταν […] “Η μάνα. Η μάνα μ’ έστειλε./ Εγώ δεν…”». Και τελειώνει με ένα μοιρολόι: «Είχαν μηλιά στην πόρτα τους και δέντρο στην αυλή τους… Τώρα η μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξεριζώθη/… Το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κι ετσακίστη./ Τ’ ασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δεν φωτάει».

Το βιβλίο κλείνει με μια λέξη: «Είχα…–»ˑ ρήμα, αποσιωπητικά και παύλα. Επίλογος ταφόπλακα η μονολεκτική και μοναδική πρωτοπρόσωπη παρουσία του ποιητή, αν και όλα του ποιητή είναι, που με το δικό του πάθος συμμετέχει στο πάθος εκείνων, διαπλέκοντας το μακρινό και γενικό με το κοντινό και προσωπικό.

Κάτι που δεν περνά απαρατήρητο είναι ότι η φωνή του Πατέρα έχει μεγαλύτερη έκταση, σχεδόν διπλάσια από της Μάνας, είναι πιο λυρική, ενώ της μάνας είναι πεζόμορφη, πιο καταγγελτική για την κοινωνία και τα ήθη της που θέλουν τη γυναίκα ιδιοκτησία του πατρός της ή του αντρός της. Τα Αδέλφια πιο σκληρά, ο Μικρός πιο αδύναμος και ενοχικός, ο Ξένος τρυφερός, αναποτελεσματικός, πιο ξένος από πριν, φεύγει από τον κόσμο των ανθρώπων και σαν αγρίμι παίρνει mmboukτα βουνά.

Είναι φανερό πως ο Μπουκάλας δούλεψε τη σύνθεση με πρότυπο την τραγωδία, με πρωταγωνιστικά πρόσωπα και χορό, με μόνη κάθαρση, αν είναι κάθαρση, τη συγχώρεση των βασανιστών από την πάσχουσα κόρη. Το αμίλητο μοιρολόι όλων των προσώπων (καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων, λέει ο Σεφέρης, στη «Σαλαμίνα της Κύπρος») συνιστά προσωπική απολογία και θέση και στάση απέναντι στο δέον γενέσθαι επιβαλλόμενο από την Ανάγκη, που αλλιώς τη λέμε Μοίρα.

 

Μηλιά μου αμίλητη
Ένας λόγος σε έξι φωνές
Παντελής Μπουκάλας
Άγρα
48 σελ.
ISBN 978-960-505-413-7
Τιμή €8,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.