fbpx
Συλλογικό έργο: «Ανθολογία ρωσικού διηγήματος»

Συλλογικό έργο: «Ανθολογία ρωσικού διηγήματος»

Ο χρυσός αιώνας για τη ρωσική λογοτεχνία –ποίηση και πεζογραφία, αλλά και μουσική, ζωγραφική και θέατρο– είναι ο 19ος. Έτσι γράφει ο Γιάννης Μότσιος, που έκανε την επιλογή των κειμένων, τη μετάφραση, τον σχολιασμό, τα βιο-βιβλιογραφικά και κριτικά σημειώματα στους δύο τόμους με τον τίτλο Ανθολογία ρωσικού διηγήματος.

Το συνεπτυγμένο, για την ανάγκη της συγκεκριμένης παρουσίασης, βιογραφικό που ακολουθεί, έγινε για να δειχτεί ότι ο Γιάννης Μότσιος είναι ο πλέον ειδικός για το έργο που ανέλαβε να κάνει, όπως θα διαπιστώσει αμέσως ο αναγνώστης και από την εμπεριστατωμένη Εισαγωγή του κολοσσιαίου αυτού έργου.Ο Μότσιος γεννήθηκε σε ένα χωριό των Γρεβενών το 1930. Το 1947-1949 ήταν μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, μετά έφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ, σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Τασκένδης και Κιέβου, παγκόσμια λογοτεχνία με ειδίκευση στη νέα ελληνική στη Μόσχα, επαναπατρίστηκε το 1979, υπηρέτησε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιωαννίνων, δίδαξε ελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, οργάνωσε συνέδρια διαβαλκανικά με εκατό ανακοινώσεις για την ελληνική ποίηση από τον Όμηρο μέχρι το 1950. Διοργάνωσε το πρώτο διεθνές συνέδριο για τον Νίκο Καζαντζάκη και μετέφρασε σε όλες σχεδόν τις ανατολικές γλώσσες της Ευρώπης Καζαντζάκη, Σολωμό, Παλαμά και άλλους.

Συγκεκριμένα, ανθολογεί σαράντα οχτώ συγγραφείς, τριάντα τέσσερις στον πρώτο τόμο και δεκατέσσερις στον δεύτερο, με την Εισαγωγή του ο καθένας. Και ξεχωρίζει τους ήδη γνωστούς στην Ελλάδα, Τουργκένιεφ, Σαλτικόφ-Στσεντρίν, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχοφ, Γκόρκι, τα «λογοτεχνικά τέρατα», που άφησαν έντονα ίχνη στη λογοτεχνική παράδοση και σε κάθε είδος της πεζογραφίας, που το έργο τους συνομιλεί με άλλα επίσης μεγάλα έργα έξω από τα σύνορά τους και ασκεί επίδραση ακόμη μεγαλύτερη από όση άσκησε στην εποχή τους, επιδεχόμενο νέες ερμηνείες και προσεγγίσεις. Εξίσου αθάνατο κρίνει, και είναι, και το έργο των μουσικών Γκλίνκα, Τσαϊκόφσκι, Μουσόρσκι, Μποροντίν, Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Βεβαίως, αν ρωτήσει κάποιος τον Τολστόι για το έργο του Ντοστογιέφσκι θα εισπράξει τελείως απαξιωτική απάντηση, γιατί για τον Τολστόι σημασία είχε η «επικείμενη ριζική κοινωνική αλλαγή». Ωστόσο, κανείς από τους δύο δεν διδασκόταν ούτε αναφερόταν το όνομά του στο σχολείο ως το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956.

Η άνθηση της ρωσικής αφηγηματολογίας αρχίζει με το ανώνυμο έπος Αφήγηση για την εκστρατεία του Ιγκόρ, περί το 1187. Τέσσερις είναι οι περίοδοι-σταθμοί της αφηγηματολογίας στον 19ο αι. Η περίοδος Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Γκόρκι με μικρά αφηγήματα, η περίοδος Πούσκιν, Λέρμοντοφ και Τουργκένιεφ με επικέντρωση στη νουβέλα που θα επεκταθεί σε μυθιστόρημα, σταθμός είναι ο Ντοστογιέφσκι με τα ψυχογραφικά διηγήματά του, γίγαντας του είδους είναι ο Τσέχοφ με μικρά κείμενα και ο Γκόρκι με μεγαλύτερα. Ο συγγραφέας θα μας δώσει όλες τις λεπτών αποχρώσεων λεπτομέρειες του κάθε είδους και θα το αντιστοιχίσει με τα ελληνικά. Θα επισημάνει την επίδραση του Γκόρκι στην Ελλάδα στους Δημοσθένη Βουτυρά, Πέτρο Πικρό, Κώστα Παρορίτη, Κώστα Κοτζιά, ενώ ο Αντρέγιεφ παρουσιάζει τυπολογική συγγένεια με τη Ρίτα Μπούμη-Παππά, τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Στράτη Μυριβήλη.

Η Εισαγωγή στην Ανθολογία μάς δίνει την ιστορία του διηγήματος, παράλληλα όμως με την Ιστορία της Ρωσίας, αφού οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις επηρεάζουν τη λογοτεχνία. Ο 19ος αιώνας είναι συνδεδεμένος με τον Ρομαντισμό και ο Ρομαντισμός με την ανάπτυξη των εθνικών λογοτεχνιών και οι εθνικές λογοτεχνίες με τα κοινωνικά προβλήματα. Πολλοί Ρώσοι διαβάζουν στο πρωτότυπο γαλλική λογοτεχνία και ενημερώνονται για τις νέες ιδέες που κυκλοφορούν στη Γαλλία και στην Ευρώπη, γενικώς. Όμως, όταν ο Ράντιτσεφ, και όχι μόνο, βάζει στο έργο του το θέμα της δουλοπαροικίας, καταδικάζεται στην αρχή σε θάνατο – ποινή, που με την παρέμβαση της Αικατερίνης μειώνεται σε δεκαετή εξορία. Ο Πούσκιν τού συμπαρίσταται. Τελικώς, η δουλοπαροικία το 1861 καταργείται. Από τους ξένους συγγραφείς μεταφράζονται στα ρωσικά ο Σίλερ, ο Μπάιρον, ο Φιρντουσί κ.ά. Ο Μότσιος θα ασχοληθεί λεπτομερώς με κάθε συγγραφέα, τις ιδέες του και τα μηνύματα των έργων του.

Ο Τολστόι αναγνωρίζει τον Τσέχοφ ως μεγάλο συγγραφέα και συμβουλεύει τους νέους συγγραφείς να «δυναμώσουν το στοιχείο της διδαχής μες στο έργο τους». Ο Ρομαντισμός, ο Ρεαλισμός και ο Συμβολισμός είναι τα τρία στάδια στην πάλη των λογοτεχνών για την απολύτρωση. Αυτοί έσπασαν τις αλυσίδες. Όμως, με το μανιφέστο του 1912, οι νεότεροι στρέφονται εναντίον των προηγούμενων –Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν, Αντρέγιεφ– και προτείνουν να τους ρίξουνε κάτω «Από το σκάφος της σύγχρονης εποχής», ενώ ο Κρουτσιόνιχ γράφει ποίημα με λέξεις χωρίς νόημα (σαν το «ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ» του Λαπαθιώτη) και φωνάζει πως υπάρχει περισσότερο ρωσικό χρώμα σ’ αυτό παρά σ’ ολόκληρη την ποίηση του Πούσκιν. Το 1913 άλλη ομάδα, μεταξύ των οποίων η Αχμάτοβα και ο Μαντελστάμ, θέτει το πιστεύω της καινούργιας τεχνοτροπίας, η οποία θεωρεί ότι η ομορφιά περιλαμβάνει και την ασχήμια, όπως πίστευε ο Μποντλέρ και ο Πόε: «Το ωραίο πρέπει ως ένα σημείο να εκπλήσσει, να φαίνεται απρόβλεπτο και σπάνιο». Η περίοδος 1890-1916 είναι περίοδος έντονων ζυμώσεων…

Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει κείμενα ειδολογικής αλλά και αισθητικής ταξινόμσης, κείμενα νέων προβληματισμών, πειραματισμών, ακόμα και αυτοσχεδιασμών, που έχουν άμεση σχέση με τα πολιτικά τεκταινόμενα ως προς τον σοβιετικό άνθρωπο. Ωστόσο, οι νέοι δημιουργοί δεν απέφυγαν την επίδραση της παλαιότερης γενιάς. Στην ποίηση μόνο οι φουτουριστές βρήκαν έδαφος για ριζοσπαστικές αλλαγές. Ο Λένιν, γράφει ο Μότσιος, δεν συμφωνούσε με τις νέες πρακτικές που συστηματικά προγραμμάτιζαν τη «μουσειοποίηση» της μεγάλης λογοτεχνικής κληρονομιάς του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Βασικότεροι ποιητές που παραμένουν συνεχιστές αλλά και ανανεωτικοί της παράδοσης είναι οι Μπλοχ, Μπριούσοφ, Τσβετάγιεβα, Αχμάτοβα, Γεσένιν, Γκουμιλιόφ, οι οποίοι συνέθεσαν στίχους αποφεύγοντας τη σύγκρουση του καινούργιου με το παλιό. Οι πιο πολλοί Σοβιετικοί όμως απομακρύνονται από τον Τσέχοφ και το διήγημα γίνεται πιο πολυσέλιδο. Μετά την Επανάσταση του 1917, τα κείμενα ονομάζονται «επιχειρησιακά», συγγραφείς στέκουν κοντά στον λαό, έχουν γλώσσα καθομιλούμενη, περιεχόμενο επηρεασμένο από παλιούς μύθους και θρύλους, ύφος μαχητικό και επαναστατικό. Ο Μότσιος επισημαίνει το φαινόμενο στην παρατήρηση του Γ. Θεοτοκά, σε παρόμοια στιγμή της ελληνικής ιστορίας: «Αισθάνεται κανείς ότι αυτόν τον πόλεμο τον κάνει πρώτα-πρώτα ο λαός, η μεγάλη λαϊκή μάζα, αυθόρμητα και παθιασμένα, υπακούοντας σ’ ένστικτα σκοτεινά και ακατανίκητα» (Ημερολόγιο, 15 Νοεμβρίου 1940).

Το μυθιστόρημα απαιτεί «ξεκαθάρισμα του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου, χρονική απόσταση από τα ιστορικά πράγματα της εποχής», ενώ μπορεί κανείς να συνθέσει «στο γόνατο […] ένα μικρό διήγημα», όσο για το θούριο «ούτε αυτό […] το γράφει όρθιος», εννοώντας ότι εκμεταλλεύται τη φόρτιση της στιγμής, ακούει με «τεντωμένο αφτί τα λόγια που προηγούνται ή συνοδεύουν ή ακολουθούν την επαναστατική πράξη σε απόσταση αναπνοής», «ενσαρκώνει την ιδέα της εμπειρικής προέλευσης».

Τα ανθολογημένα κείμενα είναι πολύ ωραία, έξυπνα, χιουμοριστικά, δραματικά, συγκινητικά, πολιτικά, κοινωνικά, ερωτικά. Ανθρώπινα.

Το σοβιετικό διήγημα εξετάζεται στο βιβλίο σε τρεις ενότητες. Το διήγημα της Επανάστασης, το διήγημα του πολέμου 1941-1945 και το διήγημα των ετών 1946-1990. Τέλος, υπάρχουν και διηγήματα της μετασοβιετικής καπιταλιστικής Ρωσίας, με τις ιδέες της μιας περιόδου να περνούν στην άλλη. Μάλιστα, πολλοί συγγραφείς όπως ο Ιγκόρ Ζντάνοφ (δεν έχει σχέση με τον σκληροπυρηνικό σταλινικό Αντρέι Ζντάνοφ) είναι πολύ θυμωμένος με τον Μπόρις Γέλτσιν που διέλυσε τη χώρα και την οικονομία και ξεπουλήθηκε «σε ξένες δυνάμεις ευρωπαϊκές και προπαντός υπερατλαντικές».

Για τον Σολζενίτσιν γράφει ότι χρησιμοποίησε μονομερώς τα ιστορικά δεδομένα, η αγάπη του για τη Ρωσία όμως είναι αδιαπραγμάτευτη και μεγάλη η ανησυχία του για την τύχη της. Ακόμα μας λέει ότι και στην Ανατολή και στη Δύση ήταν «θαμμένος» από τότε που επέστρεψε στη Ρωσία και μίλησε κατά των ΗΠΑ. Ακόμη, ο Μότσιος τοποθετείται πάνω στο θέμα της λογοκρισίας. Το κράτος εκτελεί ή εξορίζει τους αντιφρονούντες με ακραίο παράδειγμα το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ, που είναι «μια πρώτη πετυχημένη και αξιόλογη προσπάθεια αντικειμενικής αναδημιουργίας με καθαρά λογοτεχνικά μέσα και τρόπους […] μιας εποχής που οι σοβιετικοί λογοτέχνες […] την απέφυγαν». Σφαιρικότερη και λογοτεχνικότερη θεώρηση του ρωσικού Εμφυλίου, 1919-1922, μας δίνει ο Σολόχοφ στον Ήρεμο Ντον, ευρύτερη και βαθύτερη ο Παστερνάκ. Τη δεκαετία του 1930 ο Παστερνάκ, η Αχμάτοβα και ο Αρσένι Ταρκόφσκι για λόγους λογοκρισίας δεν γράφουν, αλλά μόνο μεταφράζουν. Ο Παστερνάκ μεταφράζει έξι από τους μεγαλύτερους Γεωργιανούς ποιητές, συμπατριώτες του Στάλιν, καθώς και Σαίξπηρ, Σέλεϊ, Κητς, Γκαίτε, Βερλέν κ.ά. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, που δεν μπορούσε ούτε τα δικά του έργα να δημοσιεύσει ούτε να ανεβάσει στο θέατρο, γι’ αυτό έστειλε επιστολή πέντε σελίδων στη σοβιετική κυβέρνηση όπου έλεγε: «ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΩ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ…» αφού «δεν μπορώ να είμαι ωφέλιμος στον τόπο μου…». Στην επιστολή δεν πήρε απάντηση, αλλά είχε συναντήσεις με τον ίδιο τον Στάλιν, που του έδωσε θέση σκηνοθέτη στο Θέατρο Τέχνης (παρεμπιπτόντως, το έργο του Μολιέρος παίχτηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τη δεκαετία του 2000, σε μια παράσταση ξεκαρδιστική και τραγική, όπου ο Μολιέρος/Μπουλγκάκοφ «γλείφει» τον Λουδοβίκο ΙΔ’/Στάλιν για να διατηρεί την εύνοιά του).

Στις συναντήσεις του Μπουλγκάκοφ με τον τρομερό άντρα και κουβέντα στην κουβέντα, αρχίζει να διαγράφεται η προσωπικότητα ενός μοναχικού, συμπαθητικού ανθρώπου που δεν έχει κάποιον να μιλήσει και να πιει «ένα κονιάκ». Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Μπουλγκάκοφ, ο Στάλιν βλέποντάς τον στεναχωρημένο λέει: «Κάτσε, Μίσα. Γιατί μελαγχολείς; Τι σου συμβαίνει;» κι εκείνος του απαντά ότι έγραψε ένα θεατρικό έργο, αλλά τα θέατρα δεν το ανεβάζουν. «Και πού θα ήθελες να το ανεβάσουν;», «Και βέβαια, στο Θέατρο Τέχνης, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς». Ο Στάλιν σηκώνει το τηλέφωνο και ζητάει τον διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης, για να τακτοποιήσει το θέμα. Το τηλέφωνο κλείνει και ο Στάλιν ξαναπαίρνει: «Μην παρατάτε το ακουστικό: Ο Στάλιν είμαι… Πού είναι ο διευθυντής; Τι; Πέθανε; Μόλις τώρα;...». Φαίνεται πως ο διευθυντής με το ακουστικό στο χέρι έπαθε συγκοπή μόλις άκουσε ότι μιλάει με τον Στάλιν, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν σε επικοινωνία και με τον Αϊζενστάιν και τον Σοστακόβιτς και έλεγχε προσωπικά τις δημιουργίες τους.

Ο σημερινός αναγνώστης δεν τρέφεται με τις πράξεις του Ζιλιέν Σορέλ ή του Αντρέι Μπαλκόνσι, αλλά με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής του. Επίσης, ο σημερινός αναγνώστης είναι άνθρωπος της εικόνας, όμως έτσι χάνει πολλά ή τα καλύτερα, όπως στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, που πρέπει να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις για να τον καταλαβαίνεις κάθε φορά καλύτερα.

Τελικά, υπάρχουν πάντα τρόποι για να παρακάμψει κανείς τη λογοκρισία, αλλά οι νεότεροι συγκρίνοντας το καθεστώς πριν και το καπιταλιστικό τώρα, θεωρούν ότι η αλλαγή έγινε προς το χειρότερο. Ο Ιγκόρ Νικολάγεβιτς Ζντάνοφ, λυρικός ποιητής, «νιώθει ότι κάποιος τον έβαλε στο στόχαστρο, και μάλιστα από τα νώτα. Γυρίζει το κεφάλι του, βλέπει και λέει: Ρωσία, αν θέλεις σκότωσέ με,/ μα μην ξεχνάς, ότι είμαι από τους πιο πιστούς σου/ στρατιώτες».

Λεονίντ Λιχοντέγιεφ, «Λογοτεχνία και ζωή» (απόσπασμα):

Θυμούμαι, στα χρόνια της εφηβείας, μαζί με άλλα παιδιά, όχι μια ούτε δυο φορές, πηγαίναμε να δούμε την κινηματογραφική ταινία «Ο Τσαπάγεφ», με την έμμονη ελπίδα ότι ο ήρωας τελικά δε θα χαθεί. Έστω για μια φορά δεν μπορούσε κι αυτός να μην είχε πεθάνει; Θυμούμαι τις συζητήσεις: «Στη δική σας ταινία σκοτώθηκε;» «Σκοτώθηκε…». «Και σε μας σκοτώθηκε… Ο Σάσα, όμως, λέει ότι στη δική τους προβολή πέρασε το ποτάμι…». Οι πάντες ξέρουν ότι ο Σάσα λέει ψέματα, αλλά κάπου στο βάθος τον ζήλευαν: κι αν δεν λέει ψέματα;
Καθαρά παιδική αφέλεια, διαισθητική επιθυμία του καλού και του δικαίου μάς συντροφεύουν…

Τα ανθολογημένα κείμενα είναι πολύ ωραία, έξυπνα, χιουμοριστικά, δραματικά, συγκινητικά, πολιτικά, κοινωνικά, ερωτικά. Ανθρώπινα. Μνημειώδες το έργο, 700 σελίδες ο α’ και 600 ο β’ τόμος. Πλούσια η συγκομιδή από όλο το φάσμα του είδους, έργο ζωής.

 

Ανθολογία ρωσικού διηγήματος
Τόμος Α’ 1830-1916, Τόμος Β’ 1918-2016
Συλλογικό έργο
Ανθολόγηση: Γιάννης Μότσιος
Εισαγωγή – Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιάννης Μότσιος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
1.320 σελ.
ISBN 978-960-524-544-3
Τιμή €35,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.