Τέσσερα ποιήματα του Χρίστου Παπαγεωργίου
Ο γέρος
Ο γέρος είναι χαρούμενος.
Το βλέπεις.
Είναι ικανοποιημένος.
Έχω βάλει στο πικάπ
Η πιο καλή γκαρσόνα είμαι εγώ
Το χαίρεται.
Τελειώνει η πλευρά
Και βάζω
Μια Καντάτα για την Μακρόνησο.
Ο γέρος δυσφορεί φανερά.
Τι είναι; Ρωτάει δειλά
Ρίτσος, πατέρα. Ρίτσος.
Όγκος
Ακόμη ικανοποιείσαι
Όταν χαϊδεύεις το όμορφο
Στήθος της
Που όντως ολόστητο προκαλεί
Τον ερεθισμό σου.
Δεν ξέρεις όμως
Πως το γρομπαλάκι που ψηλαφείς
Είναι κακοήθης όγκος
Είναι μεταστατικός καρκίνος.
O φίλος
Δεν χαρακτηρίζομαι
Από επικήδειους
Δεν εμπεριέχω στην μνήμη κανενός
Και
Χωρίς να παριστάνω τον εαυτό μου
Γίνομαι χώμα
Πάσχω ψυχολογικά από την απώλεια
Και
Γυρίζω γύρω απ’ το τραπέζι
Αδειάζω απ’ τα λουλούδια το βάζο
Τολμώ να χειριστώ το άδειο κρεβάτι
Και
Δεν φημίζομαι για επισκέψεις σε νοσοκομεία
Δεν κρατώ στα χέρια γλυκά
Δεν προσεύχομαι για την αποκατάσταση της υγείας
Κανενός πλην.
Κάθε πρωί
Κάθε πρωί
Εδώ και τριανταοχτώ χρόνια
Πριν πάω στην τουαλέτα
Πριν πλύνω τα δόντια μου
Πριν βάλω για καφέ
Πριν ανοίξω τον θερμοσίφωνα
Πριν σιδερώσω τα ρούχα για την δουλειά
Πριν κάνω μπάνιο
Έρχομαι στο κρεβάτι
Και κοιτάζω αν αναπνέεις
Τριανταοχτώ χρόνια μου φαίνονται λίγα
Θα ήθελα άλλα τόσα
Αν και ξέρω πως αυτό δεν γίνεται
Μια μέρα θα πάψεις να αναπνέεις
Και εγώ θα σε κηδέψω
Όπως μου έχεις υποδείξει
Με ταπεινότητα όπως έζησες
Με το Κιβώτιο στον τάφο
Με πρόχειρα ενδύματα και χωρίς τυμπανοκρουσίες
Μόλις φθάνω Υπάτης και Μεσογείων
Μου κολλάει στο μυαλό η σκέψη
Πως δεν έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα
Ευτυχώς που το σπίτι
Διαθέτει έστω και πολυκαιρισμένο
Ρελέ ασφαλείας
Άλλωστε ποτέ δεν τον άφησα ανοιχτό.