fbpx
«Τηλέμαχος» του Δημήτρη Κοσμόπουλου

«Τηλέμαχος» του Δημήτρη Κοσμόπουλου

ΠΕΡΣΕΙΔΕΣ

Πέφτουν περσείδες, φύλλα από το πλατάνι τ’ ουρανού. Πέφτουνε θράκες και γεμίζει τρύπες η ψυχή. Όπως πουκάμισο που τόπους-τόπους κάηκε από κάφτρες τσιγάρων κι από λύπες που ’φερε ο βοριάς. Από τις τρύπες μπαίνει το γαλάζιο και κρυφοκοιτάζει. Ορφανό στις μύτες των ποδιών, κρυφοκοιτάζει τα αραχνιασμένα μέρη. «Νά μπω, να μην έμπω», όσες τρύπες τόσα τα τρυφερά του μάτια, ερωτηματικά, μα δεν κρατιέται, πλημμυρίζει με εκστατικούς σπασμούς. Αυτό το γαλάζιο μέσα στα ύψιλον του Αυγούστου, για να επουλώσει λυγμικά τα καρβουνιασμένα απολιθώματα. Της αγάπης.

 

ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ

Σε κάθε σώμα υπάρχει ο πυθμένας. Στον βυθό του αναδεύονται πέτρες. Συμπτύσσονται ή απλώνονται σε υδρόβια παράξενα σχήματα. Κάτω απ’ τις πέτρες και γύρω τους λάμπουνε πλέοντας ψάρια. Αν πέσει λέξη προσευχής, δόλωμα δάκρυ καθαρό, τότε με χάρη θυσίας ή άγνοιας, κάποια ψάρια αγκιστρώνονται. Μετά αστράφτουνε στα χέρια και στα μάτια. Κρύβεσαι μετά, γιατί σπαρταρούν. Στις κλειδώσεις.

 

ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ

Τελειώνει το μελάνι. Κι η πένα μου από ξύλο σφενταμιού. Να προλάβω, με τις τελευταίες σταγόνες. Αλλά και πάλι δεν χρειάζεται να βιάζομαι. Είναι ένα μυστικό νερό, κρουνός κελαρυστός και καταρράχτης – άλλοι το λένε «αίμα της Σελήνης». Πέφτει χρυσό και κυανό, μούσκεμα οι πλάκες της αυλής, τα δέντρα γύρω μούσκεμα κι οι πέτρες. Βαθιά στην καρδιά του λόγγου, τσακάλια ανάβουνε το κλάμα τους.

Πολύφυλλη ησυχία, θαλασσινή μου ορφάνια, βουτώ την πένα στα νερά σου. Γράφω την πέτρα της σιωπής, γράφω την λέξη που είναι κρύπτη της ψυχής. Σηκώνεται άνεμος, όλα κλείνουν το γόνυ.

 

ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ, ΙΙ

Τώρα είναι γέρος στα στερνά του ο Ρήσος. Τα κόκαλά του έχουν γεμίσει πίσσα της νυχτός, τα αστραφτερά του πέλματα έχουν γίνει σίδερο. Τον παίρνω στο αναπηρικό καρότσι βόλτα ως την ακρογιαλιά. Η ανατριχιαστική φωνή του, θρεμμένη με αίμα αθώων ζωντανών, έχει γίνει βούρκωμα στα μαγνητικά του, πάλαι ποτέ ηλεκτροφόρα μάτια.

Απέναντι το βουνό στο ηλιοβασίλεμα κι η κορυφογραμμή του τρυφερή κυλάει δάκρυ στο μούχρωμα. Οι έξι ανεμογεννήτριες που εγκατέστησαν εκεί αλέθουνε τον ορίζοντα, όπως τριπλόκαμα χταπόδια με πλοκάμια μαχαίρια. Τότε ο Ρήσος αναταράζεται και για λίγο βρίσκει τον εαυτό του. Τα μάτια των γεννητριών, ηλεκτρικές πορφυρές λυχνίες αναβοσβήνουν. «Πού είναι ο εσπερινός αστέρας;» ακούγεται στριγγιά η κραυγή του. «Δίχως αυτόν πώς θά ’ρθει η νύχτα, να βγω να κυνηγήσω;»

Γέρνει το κεφάλι και κλαίει. Τον χαϊδεύω απαλά. Τα μάτια του αναβοσβήνουν. «Πάμε», του λέω, «Πατέρα, είναι ώρα για ύπνο, μικρέ μου». Κάθε βράδυ με πηγαίνω βόλτα στο ηλιοβασίλεμα. Με το αναπηρικό καρότσι.

 

ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ, ΙΙΙ

«Ήρθες για να μου κλείσεις τα μάτια;» τραύλισε ο γερόλυκος βραχνά. Γύρω
νυχτερινά, αυγουστιάτικα δέντρα, με κρότους και θροΐσματα παλιών πουλιών.
Με το ασημένιο δίχτυ των τριζονιών ντυμένα.
Το λυκόπουλο πλησίασε.
Απέναντι, οι ανεμογεννήτριες σακατεύαν το φεγγάρι.

 

ΕΠΙΓΝΩΣΗ

«Μονάχα εγώ ξέρω πόσο κλάμα ανεπίδοτο γεννούσε το ουρλιαχτό σου,
μονάχα εγώ κατάλαβα όταν μ’ έδερνες, τον φόβο και το ξύλο και τα βάσανα
που είχες τραβήξει.
»Θα καθαρίσω από τα αίματα την αγάπη. Θα την τρίψω με την πέτρα
του αναπόφευκτου. Ύστερα θα μπήξω βαθιά στο στήθος μου το μαχαίρι
της Συγχώρησης. Ως την λαβή», είπε στον λύκο ο γιος του.

 

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Κλαδιά χιαστά περιπλεγμένα στα βλέφαρα δεν σε αφήνουνε να κλείσεις μάτι. Παμπάλαιες συστάδες, κατάφορτες ξεχασμένα φύλλα. Με φωλιές αλλόκοτων πουλιών. Καψερέ μου. Πίνουν από το αίμα σου, ραμφίζουν την ζωή σου. Λαλούνε κι όλο κελαηδούν μ’ ανθρώπινη φωνίτσα:
«Ράγισε το κορμάκι σου σαν γέρικο καράβι
Κι η μαύρη θάλασσα χυμά βενζίνη που το ανάβει».
Βλέπεις τον κυνηγό και τα σκυλιά του. Τον κάποτε διαφεντευτή βουνών και ποταμιών που υπήρξες βλέπεις. Έρχεται να σε πάρει. Βλέπεις με την αφή. Όχι με τα μάτια. Δίνεις διστακτικά το χέρι σου.

 

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, ΙΙ

Μ’ εμποδίζει το εκτυφλωτικό φεγγαρόφωτο, αλλά την ιστορία θα την πω.
«Φεγγάρι σαν ημέρα», ξεκινούσε να διηγείται, όταν μιλούσε για το φύλαμα, για τον λαγό
ή τα τρυγόνια, τις μπεκάτσες. Όταν έλεγε πώς τα χτυπούσε. Στο φτερό.
Απέναντι στο κρεβάτι του γερο-Λαέρτη, τώρα κρεμασμένο το δίκαννο και η φυσιγγιοθήκη και το σακίδιο. Άδειο. Μυρίζει λαγοτόμαρο και δέρμα αλεπούς. Μυρίζει νύχτες σεληνόβρεχτες, σ’ αμπέλια, καταρράχια κι ελαιώνες. Βγαίνουν αγρίμια για νερό, βγαίνουν ζούδια για χόρτο.
Με τον ορό που στάζει αργά, μουδιάζει η μνήμη, το αίμα σιγαλά μαραίνεται.

 

ΤΟ ΘΗΡΑΜΑ

«…Όλη την νύχτα γλίστρωνα τ’ αγκίστρια, τα ’ριξα πέρα πάντα την κακοτοπιά, έφτασα στου αϊτού την φωλιά. Αχάραγο. Παραμονές Χριστούγεννα, ως το κόκαλο βρεμένος. Είπα να μπω στην σπηλιά να φυλαχτώ. Δεν πρόλαβα, άκουσα φτερά να δέρνουν τον αέρα, με τύλιξε μια σκοτεινιά κι ένιωσα τα νύχια του στην κεφαλή μου. Ξημέρωνε – είπα “Χριστέ μου”. Έπεσα. Με βρήκανε την άλλη νύχτα, με φακούς και λαδοφάναρα…»
Όχι λόγια. Πέτρες κυλούσαν στο ποτάμι.

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Στην αυλή σου θάλλει το δέντρο του Ιούδα.
Είσαι πια μια γέρικη, ανήμπορη αρκούδα.
Δεν σκέφτηκες ποτέ σου την φρικτή αγχόνη.
Την καρδιά σου πετρωμένη τώρα μαστιγώνει

Τύψη ιοβόλα και την περιζώνει
Αγκαθένιο σύρμα, όχεντρα πυρφόρα.
Γέρνει το κορμί σου, σπάει στην κατηφόρα
Ψάχνεις για αντινόμι, μα δεν σε γλιτώνει

Ούτε η περιουσία ούτε οι καταθέσεις.
Μόνο ο φόβος και ο πόνος που περνούσες
Όταν μοναχός με τ’ αγρίμια ζούσες,
Με το πύρινο της λύσσας δάκρυ. Πέσεις

ή δεν πέσεις στην στερνή παγίδα,
είναι να διαβείς μαύρη καταιγίδα
με ουρλιαχτά πνιγμένα τσακαλιών –
άκου τα πώς σβήνουν στ’ άντρα των σπηλιών.

 

ΠΑΘΗ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ, Ι

Παλιές οι πέτρες της πατρίδας, πλήθος.
Σωρείτες πόνων και δακρύων στο στήθος,
μιας γης πικρής, σπαρμένης ιδρώτα και αίμα.
Τα δέντρα τις σκιάζουν κι απ’ το ρέμα

έρχεται χάδι που ο αέρας τους χαρίζει.
Κάποιος ανάμεσά τους νυχτόημερα γυρίζει.
Κοιλάρφανος γυρεύοντας πατέρα
στους ποταμούς, στους λόγγους, στην πλατυτέρα

θάλασσα.Στο βαθύ αίνιγμα της σιωπής,
στο δίχτυ της απόγνωσης. Κι αν πεις
πως καίγεται, ένα κάρβουνο αναμμένο

«Τον δίψασα, τον θέλω, τον προσμένω»,
βγαίνει η ψυχή του με της αστραπής
την λάμψη, με την λαύρα της ντροπής.

 

Ο ΓΥΠΑΣ ΤΗΣ + 18.8.2019

Καθώς παράξενα το πατρικό σου σπίτι
πλέει στα βαθιά της νύχτας σκοτεινά
κι είσαστε πάλι όλοι εντός του –πετεινά
διωγμένα– νιώθεις σαν το σπουργίτι

το μουσκεμένο από ανελέητη βροχή
που βρήκε θαλπωρή κι απαντοχή.
Ο γέρος Γύπας σε καρέκλα αναπήρου
με μάτια μισόκλειστα στου ονείρου

τα ρηχά, βρίσκει στου ύπνου τα νερά
τις δοξασμένες μέρες της ζωής του.
Τότε, μ’ ένα μονάχα κρώξιμο φωνής του

Θρυμμάτιζε ψυχές, έσπαζε φτερά
κι έπινε από τα μάτια των παιδιών.
Φοβάται, τρέμει το βασίλειο των κεριών.

 

ΕΦΕΣΤΙΟ ΣΑΜΙΑΜΙΔΙ

Κρουστό κι ευλύγιστο, από ξύλο ονείρου
του νυσταγμένου μας σπιτιού σπίθα ευλογίας
απ’ το κυπαρισσένιο ταβάνι αστερίας
τετράποδος, ροδίζεις λάμψεις απείρου.
Κόπιασε αμφίβιο απ’ τα βάθη ουρανού
στρωμένου χώματα και χνούδια παιδικά
και φέρε την ευχή στα νεκρικά
τα μέλη μου – κάποτε σε νερά βουνού

σε θάλασσας σιτοβολώνες βαφτισμένα.
Σήκωσε το κεφάλι προς τα ξεχασμένα
Κάτω απ’ του χρόνου το σεντόνι, τα πικρά
Την Μάνα, τον Πατέρα, εμάς μικρά.

Όταν θα φύγουμε κι η απέραντη απουσία
θα στάζει μαύρη σε δωμάτια και διαδρόμους
εσύ φωτάκι ρόδινο, πλέξε τους δρόμους
για την επιστροφή και για την ικεσία.

 

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά και σε εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά, και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Ανθολογίες από την ποίησή του έχουν εκδοθεί στα γαλλικά, στα ιταλικά και στα αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Ευθύνη. Από το 2001 είναι μέλος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών και από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 2005 του απονεμήθηκε το Βραβείο Έλληνα Λυρικού Ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών και το 2013 το Διεθνές Βραβείο Κ.Π. Καβάφη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Για το πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Θέριστρον (Κέδρος, 2018) τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Ποίησης 2018 του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Περίληψη Αναστάσεως» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Πήρε μαζί του την ανάστασή του ενέχυρο για την επιστροφή. Ω, μην ζητάς εξήγηση και τα λοιπά.  Γνώριζε μόνο, τίμιε αναγνώστη,  πως όταν οι πρωτόπλαστοι του βρόντηξαν  κατάμουτρα την Πύλη της Παράδεισος  κι...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Κερδίζει έδαφος η φύση» του Βασίλη Παπά

ΣΤΕΛΙΔΑ-ΝΑΞΟΣ (στη Μαριόγκα και στον Βασίλη Κ.) Το βράδυ της Ανάστασης   ο κόσμος αναμένει στην Παντάνασσα να δει πεδίον μάχης τον αυλόγυρο της εκκλησιάς  και μες στο πανδαιμόνιο  να τελεστεί το τυπικόν, παρεμπιπτόντως. Σήμερα Πάσχα στη...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο» του Αγαθοκλή Αζέλη

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Μπαινοβγαίνουν οι Γενάρηδες Με σειρά προτεραιότητας Στο χοτ σποτ υφίστανται Κεκανονισμένο σωματικό έλεγχο Μα όλο και κάτι κατορθώνουν Ανεπιθύμητο να το περάσουν Ενώ άλλοι ακαίρως Παραβιάζουν την...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.