Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2019 14:45

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το φρούριο της Κορώνης (Γ’ μέρος)

Γράφτηκε από τον

 

Στα κύρια αίτια της εγκατάλειψης των κτήσεων στο Μοριά από τη Δημοκρατία της Βενετίας ήταν και η μη αποδοχή των Βενετών από τον ελληνικό πληθυσμό και συνεπώς η έλλειψη συνεργασίας με αυτούς.

Υπεύθυνη γι’ αυτή τη δυσαρμονία μεταξύ χριστιανών ήταν η αλαζονεία της βενετσιάνικης εξουσίας αλλά και η εμμονή των Δυτικών στην προσπάθεια για την αλλαγή του θρησκευτικού δόγματος των Ελλήνων. Αλλη αιτία για την τουρκική επικράτηση ήταν η αλλαγή των στρατιωτικών και πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη, αλλά ουσιαστικά υπεύθυνος ήταν ο μικρός αριθμός (περίπου 5.000 άνδρες) των υπερασπιστών των βενετσιάνικων κτήσεων στο Μοριά, σε συνδυασμό με την πολιτική της σταδιακής αποχώρησης και της διατήρησης μερικών μόνο οχυρών. Ετσι, όταν το καλοκαίρι του 1715 βγήκε ο τουρκικός στόλος στο Αιγαίο, το έργο των δηώσεων και της σφαγής των αμάχων ήταν βέβαια εύκολο. Η αρχική απόφαση της Συγκλήτου για άμυνα σε μερικά μόνο κάστρα, είχε σαν αποτέλεσμα, μετά την απώλεια του Ναυπλίου και την υποχώρηση των Βενετών, την οριστική επικράτηση των Τούρκων.

Με ήπια μέτρα κατοχής και κάποιας μορφής ελευθερία, οι πονηροί Ανατολίτες προσπάθησαν να εδραιώσουν τη θέση τους στο Μοριά, εξευμενίζοντας μερικές φορές τον εξαθλιωμένο ελληνικό πληθυσμό. Αφησαν ελεύθερο τον κλήρο και προστάτεψαν τους τοπικούς άρχοντες που συνεργάστηκαν στο διώξιμο των Βενετών. Ετσι και πάλι το σκοτάδι της Ανατολής έπεσε βαρύ στο Μοριά.

Τον Απρίλιο του 1770, ο Θεόδωρος Ορλώφ ενσαρκώνοντας τους πόθους πολλών γενιών υπόδουλων Ελλήνων, πολιόρκησε την Κορώνη. Καλούσε δε και τους μη επαναστατημένους Ελληνες να πάρουν τα όπλα, αφού σε λίγο θα έφθαναν για βοήθεια από την ομόδοξη Ρωσία πλοία, εφόδια, πυρομαχικά και τρόφιμα, στρατός. Υποσχέσεις…

Οι Τούρκοι της φρουράς του κάστρου, απειροπόλεμοι και φοβισμένοι, περίμεναν τη σφοδρή επίθεση των ρωσικών δυνάμεων. Ομως οι λίγοι Ρώσοι, αντί να αποβιβασθούν και να επιτεθούν για να καταλάβουν το κάστρο, κατασκεύαζαν λαγούμια γύρω απ’ αυτό για να προκαλέσουν φθορά στους προμαχώνες. Περιορίστηκαν δε σε έναν αραιό βομβαρδισμό λόγω της έλλειψης πυρομαχικών για τα πυροβόλα τους. Αργοί και αδρανείς, έκαναν τους Τούρκους να αναθαρρήσουν και προκάλεσαν την οργή του Γιάννη Μαυρομιχάλη (Σκυλόγιαννη), αφού κατηγορούσαν τους άπειρους αλλά ντυμένους με ρωσικές στρατιωτικές στολές Ελληνες χωρικούς, για αναποτελεσματική πολιορκία. Ο Μαυρομιχάλης, δε, φέρεται να είπε τότε στο Θεόδωρο Ορλώφ: «Ενώ τόσον ευκόλως καταστρέφετε τας οικίας των Ελλήνων, αγνοείτε την τέχνην της καταστροφής ενός φρουρίου. Μας κατηφανίσατε, και τους εχθρούς μας αφίνετε να ζώσι! (…) και αν είχες υπό τας διαταγάς σου όλους τους στρατούς της αυτοκρατορίσσης σου, δούλος πάντοτε θα ήσαι, ενώ εγώ είμαι αρχηγός ελεύθερου λαού. Εάν δε η τύχη με καταστήση τον έσχατον των ανθρώπων, πάλιν η κεφαλή μου θ’ αξίζει περισσότερον από την εδική σου»…

Αυτά τα λόγια του Μαυρομιχάλη δείχνουν και το κλίμα που επικράτησε τελικά στους επαναστατημένους Ελληνες γύρω από την Κορώνη που περίμεναν, μάταια, γενναία βοήθεια από το ξανθό Γένος των ομόδοξων Ρώσων. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το έργο του Κωνσταντίνου Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» (Αθήνα 1869), σελ. 483:

«Οι Ρώσσοι αποβάντες κατεσκεύασαν τρεις αδυνάτους κανονοστοιχίας προς την θάλασσαν τα δε πλοία αυτών στερούμενα των αναγκαιούντων προς διεύθυνσιν πληρωμάτων έμειναν εις τοιαύτην από του λιμένος απόστασιν, ώστε το πυρ αυτών πάντη ανωφελές υπήρξε. Αλλά και οι Τούρκοι εξ ίσου απειροπόλεμοι και ευάριθμοι, μη τολμώντες να εκτεθώσιν επί των επάλξεων, εκένουν εκάστην πρωίαν τα πυροβόλα αυτών, και δι’ όλης της ημέρας απρακτούντες, περιέμενον την νύκτα ίνα πληρώσωσιν εκ νέου αυτά. Ούτω δε η ακαταλόγιστος αδεξιότης των πολιορκουμένων ανταπεκρίνετο θαυμασίως προς την ομοίως αδέξιον προσβολήν των πολιορκητών…»

Μετά την άφιξη και του Αλέξιου Ορλώφ στην Κορώνη, στις 23 Απριλίου του 1770, διατάχθηκε η λύση της πολιορκίας. Ο στόλος με τα στρατεύματα πήγαν στο Ναβαρίνο που εν τω μεταξύ είχε καταλάβει ο Αφρικανός ταξίαρχος του ρωσικού πυροβολικού, Αννίβας. Κατά την αναχώρηση των ρωσικών πλοίων, οι Ελληνες της Κορώνης εγκαταλειμμένοι πλέον στα χέρια των Τούρκων που διψούσαν για εκδίκηση, προσπάθησαν κι αυτοί να μπουν στα ρωσικά καράβια, οδυρόμενοι και εκλιπαρούντες. Οι Ορλώφ αρνήθηκαν. Λίγα ζακυνθινά πλοιάρια πήραν λίγους απ’ αυτούς και οι περισσότεροι κατέφυγαν στο Ναβαρίνο, περπατώντας. Μετά τη φυγή των Ρώσων, οι Τούρκοι βγήκαν από το φρούριο και πυρπόλησαν το βαρόσι.

Μετά από την ανεπιτυχή πολιορκία της Μεθώνης, από τον πρίγκιπα Dolgoroukof και την αποχώρησή του στο Νιόκαστρο, οι Ρώσοι του Αλέξιου Ορλώφ δυστυχώς εγκατέλειψαν τη Μεσσηνία στα χέρια και τη μανία των αλλόδοξων που και πάλι ξέσπασαν στους δύστυχους ραγιάδες. Οι Τούρκοι προκάλεσαν την κάθοδο 8.000 άγριων Αλβανών του Χατζή-Οσμάν μπέη στο Μοριά. Η ιστορία για μια ακόμα φορά επαναλήφθηκε. Οι Ρωμιοί «επέρασαν διά στόματος μαχαίρας». Οι εξανδραποδισμοί και οι δηώσεις, οι φόνοι, οι βιασμοί και η φωτιά από τους Αλβανούς του Οσμάν μέχρι το 1779, έφτασαν τους εξαθλιωμένους Έλληνες σε μια κατάσταση «που τα’ σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

Ο ξεσηκωμός του 1821 βρήκε την Κορώνη με άγριο τουρκικό πληθυσμό αγροίκων και φονιάδων αλλά και φοβισμένους τους Ελληνες κατοίκους της. Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, στις 23 Μαρτίου, ο φόβος των Κορωναίων για αντίποινα από τους καστρινούς αγάδες έγινε μεγαλύτερος. Για να διαλύσουν κάθε υποψία εξέγερσης ή και για να ξεγελάσουν τους Τούρκους, έστειλαν κιβώτια με τρόφιμα στο κάστρο, για να τα προστατεύσουν δήθεν από επιδρομές των επαναστατημένων. Οι Τούρκοι όμως για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα ξεσπάσει ανταρσία και στην Κορώνη κράτησαν ομήρους, αμέσως μετά τη Δοξολογία της 25ης Μαρτίου για τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Ομηροι κρατήθηκαν ο Επίσκοπος Κορώνης Γρηγόριος Μπίστης, ο διάκος του και ο ανιψιός του, ιερέας της Αγίας Σοφίας αλλά και οι πρόκριτοι Γεώργιος Τσαπόπουλος και Κωνσταντίνος Λαχανάς. Παρ’ όλα αυτά η πολιορκία του φρουρίου, που ξεκίνησε τότε και συνεχίστηκε με μικρά διαλείμματα, σχεδόν μέχρι την Απελευθέρωση, προκάλεσε δυσκολίες και έφερε νευρικότητα στους αγάδες του κάστρου. Αυτοί, δείχνοντας τα βάρβαρα και δολοφονικά ένστικτά τους, κατακρεούργησαν το γέροντα Επίσκοπο Κορώνης και τον γκρέμισαν κομματιασμένο αλλά ακόμα ζωντανό από τα τείχη, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Ναός της Παναγίας της Ελεήστριας, φωνάζοντας: «Ρωμιοί ελάτε να φάτε κρέας από το δεσπότη σας». Μαζί με τον Επίσκοπο, ρίχθηκαν από τα τείχη και οι άλλοι όμηροι για τον εκφοβισμό των πολιορκητών και την εξόντωση κάθε απαντοχής των κατοίκων.

Η πολιορκία του κάστρου έγινε πολυετής και εκεί αναδείχτηκε το σχεδόν απρόσβλητο του φρουρίου. Η Κορώνη, όπως και η Μεθώνη, έμεινε αποκλεισμένη από την ξηρά, αλλά η ευκολία του ανεφοδιασμού από τη θάλασσα επέτρεπε την άνετη άμυνα μέσα από τα τείχη. Η πολιορκία κράτησε χρόνια και η κορυφαία στιγμή της ήταν στις αρχές του 1824, όταν και έγινε η πρώτη σοβαρή απόπειρα κατάληψης του οχυρού. Μετά από μεγάλη σύσκεψη των επαναστατημένων στα Βουνάρια, αποφασίστηκε η έφοδος, το θρυλικό «ρεσάλτο». Ενημερώθηκε η υπέρτατη Διοίκηση στο Ναύπλιο και με μεγάλη μυστικότητα στις 13 Φεβρουαρίου, όταν οι Τούρκοι είχαν ραμαζάνι, περίπου πενήντα παλικάρια μπήκαν στο κάστρο από τα πανύψηλα τείχη στην πλευρά της Ελεήστριας, εκεί απ’ όπου οι Τούρκοι τον Ιούλιο του 1821 γκρέμισαν το κατακρεουργημένο σώμα του Επισκόπου Κορώνης. Ομως ενώ οι περίπου πενήντα Κορωναίοι είχαν διεισδύσει στο οχυρό χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς, η προδοτική στάση του Βούλγαρου μισθοφόρου Γρίβα τους άφησε έρμαια στα χέρια των λυσσασμένων Τούρκων. Ο Γρίβας ζητούσε να του καταβληθεί η αμοιβή των μισθοφόρων του ακριβώς τη στιγμή της εφόδου. Αφού αυτό δεν ήταν εφικτό εκείνη τη στιγμή, οι μισθοφόροι έφυγαν και έτσι οι πενήντα Κορωναίοι αποκόπηκαν και έμειναν μόνοι τους στο στόμα του λύκου. Οσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν κάηκαν ζωντανοί, μέσα σε ένα χαμόσπιτο κοντά στην Αγια-Σοφιά. Μια σεμνή στήλη στέκει σήμερα εκεί που οι ηρωικοί Κορωναίοι άφησαν την τελευταία τους πνοή για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Τα ονόματα των νεκρών της εφόδου πέρασαν έτσι στους αιώνες, σαν δείγμα ηρωισμού και φιλοπατρίας.

Μετά τη λαίλαπα του Ιμπραήμ και την εκδίωξή του, μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, η παράδοση του φρουρίου έγινε στο Γάλλο στρατηγό, επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, N.J. Maison. Αυτός θεωρώντας ασύμφορη τη διατήρηση στρατού στο υποβαθμισμένο οχυρό, παρέδωσε την Κορώνη στον πρώτο Ελληνα φρούραρχό της, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, το γνωστό Νικηταρά, στις 18 Οκτωβρίου του 1828. Ο N.J. Maison, στις 11 Οκτωβρίου είχε στείλει επίσημη αναφορά στο βασιλιά Charles X, όπου έγραφε για την Κορώνη: «Το μόνο που προσφέρει αυτό το οχυρό είναι ένας σωρός χαλάσματα το ένα πάνω στ’ άλλο. Σχεδιάζω να παραδώσω την Κορώνη στην Ελληνική Κυβέρνηση, αμέσως μόλις στείλει τακτικό στρατό για να την παραλάβει».

Το κύριο χαρακτηριστικό και η ιδιαιτερότητα του σημερινού κάστρου της Κορώνης είναι ότι αυτό είναι το μόνο από τα μεσσηνιακά οχυρά που συνεχίζει να κατοικείται. Εδώ ακόμα λειτουργεί το παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου αλλά και το νεκροταφείο της Κορώνης με τον αναστηλωμένο μετά την πρόσφατη πυρκαγιά ναό του Αγίου Χαραλάμπους.