Ο τερματοφύλακας Γιόζεφ Μπλοκ “τρώει” ένα γκολ, κατά τη διάρκεια ενός εκτός έδρας παιχνιδιού και μετά από καυγά με τον διαιτητή αποβάλλεται. Φεύγοντας από το γήπεδο, ξεκινά μια άσκοπη περιπλάνηση στην ξένη πόλη. Περνάει την ώρα του σε έναν κινηματογράφο και το βράδυ κοιμάται με την ταμία. Το επόμενο πρωί και χωρίς κανέναν προφανή λόγο την δολοφονεί. Μόνος ξανά, θα κατευθυνθεί προς την επαρχιακή πόλη που κατοικεί η πρώην κοπέλα του.

Ο Βιμ Βεντερς κι ο Πίτερ Χάντκε δεν εξηγούν ποτέ τι ακριβώς είναι αυτό που τρώει τα σωθικά του ήρωά τους Γιόζεφ Μπλοχ, ενός τερματοφύλακα που όταν βρεθεί εκτός γηπέδου, τιμωρημένος για μερικές αγωνιστικές, θα περιπλανηθεί, uα χαθεί εκτός των ορίων του δικού του ψυχολογικού γηπέδου.Και είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη οποιασδήποτε ψυχαναλυτικής βεβαιότητας που καθιστά την διαδρομή του, την συνεχή του πτώση σε μια κατάσταση όλο και μεγαλύτερης αποσύνδεσης από τον πρότερο εαυτό του, από την κανονική του ζωή, που κάνει το φιλμ του Βέντερς τόσο ενδιαφέρον.

Μπορεί η κινηματογραφική του γλώσσα να μοιάζει κατά στιγμές υπερβολικά τεχνητή, ή ξεπερασμένη, όμως η υπαρξιακή του ακρίβεια, ο τρόπος με τον οποίο ακροπατά στην περιοχή όπου κάθε ένοια εσωτερικής συγκρότησης διαλύεται, παραμένει επίκαιρη, -ίσως ακόμη περισσότερο- στις μέρες μας.

Εκ πρώτης όψεως ο Γιόζεφ Μπλοχ μοιάζει με έναν άνθρωπο όπως κάθε άλλον, μέχρι την στιγμή που θα διαπράξει έναν φόνο, δίχως κίνητρο, δίχως λόγο, δίχως ικανοποίηση. Το γιατί παραμένει μυστήριο -ίσως ακόμη και για τον ίδιο- μα σίγουρα για τον θεατή. Τουλάχιστον αρχικά, αφού στην πορεία, ο Βέντερς κι ο Χέντκε θα χτίσουν με ακρίβεια και καθαρότητα το πορτρέτο όχι μόνο ενός άντρα ή μιας γενιάς, μα της ίδιας της «ασθένειας» του ανθρώπου, την παθογένεια της κοινωνίας που μεταλλάσσει -όπως σε μια 50'ς αμερικάνικη ταινία sci-fi πανικού- ανυποψίαστους άντρες και γυναίκες σε σκοτεινά, αλλόκοτα πλάσματα από μέσα, κρατώντας απαράλλαχτη την ανθρώπινη μορφή τους, το περίβλημα της ύπαρξής τους. Μα όχι την ουσία τους.