ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Με οδηγό την Ιστορία και λάβαρο την αγάπη

Η Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ

VICTORIA HISLOP
Oσοι αγαπιούνται
μτφρ.: Φωτεινή Πίπη
εκδ. Ψυχογιός, σελ. 535

Θέλοντας να καταλάβει η ίδια τι ακριβώς συνέβη στους απογόνους μιας μεγάλης οικογένειας Ελλήνων προσφύγων τη χρονική περίοδο απ’ το 1930 έως το 2016, της οικογένειας Κοράλη, η Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα εκατό τοις εκατό «ελληνικό», υπό την έννοια ότι, παρότι Βρετανίδα, έπιασε τόσο καλά την υφή και τη στόφα της ελληνικής ψυχής. Πριν το γράψει όμως, έκανε μια καταβύθιση μέσα στην ίδια τη χώρα μας και στη γλώσσα μας και στον τρόπο που ζούμε, μια καταβύθιση που της πήρε πολλά χρόνια έρευνας, μελέτης και μεθοδικής ανάλυσης της ελληνικής συνθήκης, έμαθε την πρόσφατη ελληνική ιστορία, έτσι ώστε να μας δώσει ένα μυθιστόρημα που λες και βγήκε απ’ τη ζωή της, τόσο καταβυθισμένη (ίσως και αλλοπαρμένη;) φαίνεται να είναι από την αποδοχή των Ελλήνων ηρώων της στο μυθιστόρημά της «Οσοι αγαπιούνται».

Η ηρωίδα του βιβλίου, η Θέμις, ζει τη βία και το μίσος, αλλά και την αγάπη και τις παραδοξότητες της περιόδου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τη χούντα.

Πρωταγωνίστρια, η Θέμις, που μεγάλωσε σε μια ανισοβαρή πολιτικά οικογένεια και που από πολύ μικρή και από πολύ νωρίς είδε τα αδιέξοδα τόσο της ζωής όσο και τις ιδεολογικές συγκρούσεις. Ενας από τους αδελφούς της, ο Θανάσης, είναι με την ΕΟΝ του Μεταξά και εξυμνεί τον Χίτλερ και αυτό δημιουργεί τεράστιες οικογενειακές διαμάχες. Η Θέμις είναι το αντίθετο του αδελφού της Θανάση. Μέσα στην Κατοχή σκληραγωγείται και σφυρηλατείται βλέποντας το φριχτό πρόσωπο του γερμανικού εισβολέα, βλέποντας κόσμο και φίλους της να πεθαίνουν από την πείνα και στο τέλος γίνεται μέλος του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ, διαπράττοντας και η ίδια βιαιοπραγίες.

Συλλαμβάνεται και τη βρίσκουμε εξόριστη στη Μακρόνησο, στο «στρατόπεδο αναμόρφωσης», όπου κάνει μια γνωριμία η οποία ανατρέπει πολλά από όσα ήξερε και που καθορίζει το μέλλον της. Και χρόνια μετά, επί χούντας Παπαδόπουλου και Σία, τη βρίσκουμε εξόριστη στο Τρίκερι σε νέες δοκιμασίες. Ζει στο έπακρο τη βία και το μίσος, αλλά και την αγάπη και όλες τις παραδοξότητες εκείνης της σκοτεινής περιόδου. Και την παρατηρούμε να βιώνει (και να ζυγίζει) απ’ τη μια τις αξίες και τις αρχές της και τα πιστεύω της και από την άλλη πώς θα το σκάσει απ’ όλα αυτά για να ζήσει τη ζωή της. Την παρακολουθούμε μέχρι το τέλος της πολυκύμαντης και ταραχώδους ζωής της όταν, γύρω από παιδιά και εγγόνια, η γιαγιά-αγωνίστρια Θέμις «υπαγορεύει» κατά κάποιον τρόπο τη διαθήκη της, που δεν είναι άλλη από ένα κήρυγμα αγάπης. Συνάμα γινόμαστε μάρτυρες των τραυμάτων και των ρηγμάτων και των στιγμάτων ενός ολόκληρου «τραυματικού» κόσμου. «Υπάρχει φως και σκοτάδι παντού», λέει κάποια στιγμή η Θέμις, και αργότερα «όλα ξαναγεννιούνται», και μερικές σελίδες μετά «ίσως τελικά οι Ελληνες δεν μπορούν να κυβερνηθούν», και ακόμη «οι πολιτικοί καταστρέφουν τον τόπο», τέσσερις φράσεις-κλειδιά που σαρώνουν πολλές από τις στρεβλότητες της μεταπολεμικής ιστορίας μας.

Τα διδάγματα

«Δεν έχω γράψει ιστορική μελέτη, αλλά υποδόρια αυτό που θέλω να τονίσω είναι η σημασία του να μελετάμε την Ιστορία», είπε σε συνέντευξή της (Καθημερινή, 27 Οκτωβρίου 2019) η Βικτόρια Χίσλοπ, θέλοντας, προφανώς, να τονίσει ότι δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία και ότι η συνέπεια είναι σήμερα να οδηγούμαστε σε ακραίες πολιτικές θέσεις όπως αυτές της Χρυσής Αυγής που είναι ναζιστικές. Και ακόμη, ότι με το να μην παίρνουμε διδάγματα από την Ιστορία, επιτρέπουμε στα φριχτά γεγονότα του παρελθόντος να διαμορφώνουν το μέλλον μας.

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τη συγγραφέα σε μια συνέντευξη που είχαν οργανώσει οι εκδόσεις Ψυχογιός για ανθρώπους του βιβλίου, και με κέρδισε με την πρώτη: είναι ένας απλός άνθρωπος, ειλικρινής, εγκάρδιος, καταδεκτικός, νηφάλιος, μειλίχιος, συγκροτημένος, χωρίς τουπέ και υφάκι. Με εντυπωσίασε η απλότητά της, με αιχμαλώτισαν η ευγένειά της και ο τρόπος που βλέπει τη ζωή και τους ανθρώπους. Δεν είναι η συνηθισμένη συγγραφέας της διπλανής πόρτας που πουλάει μούρη και σε κοιτάει αφ’ υψηλού, δεν είναι σνομπ, θυμίζοντάς μου κάτι που μου είχε πει η Μαργκερίτ Ντιράς: «Σνομπ είναι μόνο οι χωριάτες».

Το μυθιστόρημα «Οσοι αγαπιούνται» θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια παραβολή με τις απροσδόκητες στροφές της μοίρας που συμπυκνώνουν τον χρόνο και δίνουν άλλη διάσταση σ’ αυτό το ψηφιδωτό μιας μακράς, ταραγμένης περιόδου της νεότερης ιστορίας μας, τόσο καθοριστικής ωστόσο για το πού βρισκόμαστε σήμερα εν έτει 2020 και γιατί δεν μπορούμε ακόμη να ξεκολλήσουμε απ’ τα συμπτώματα της δεκαετίας του 1940 και να τα ξεπεράσουμε και ν’ αφήσουμε πίσω μας διαχωριστικές γραμμές χαραγμένες κατά τη διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού, ως έθνος, ως λαός, ως πολιτικές παρατάξεις και ως πολιτικά όντα. Αλλά στο τέλος νικούν όσοι αγαπιούνται (και όσοι ξέρουν ν’ αγαπούν, συμπληρώνω), γιατί αυτό το πολύτιμο δώρο που λέγεται αγάπη είναι πάνω απ’ όλα ό,τι πιο όμορφο και φωτεινό μπορεί να έχει ο άνθρωπος στη ζωή του – γιατί χρειάζεται ηρωισμός να παραδεχτείς την ήττα η οποία σε κάνει πιο γενναίο, πιο τολμηρό και πιο σοφό. Και μαζί με την αγάπη πάνε ασορτί η ισότητα, η αδελφοσύνη και η (κοινωνική) δικαιοσύνη.

Κλείνοντας, αξίζει τον κόπο να ανοίξω παρένθεση και να πω ότι ο τίτλος «Oσοι αγαπιούνται» είναι στίχος από το γνωστό ποίημα «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου (που βίωσε και αυτός την εξορία και στη Μακρόνησο), όπως σημειώνει η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου της, αφιερώνοντας μια ολόκληρη διαφωτιστική σελίδα στο θέμα αυτό. Για την ακρίβεια, πάει ως εξής: «Οσοι αγαπιούνται και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν». Αθάνατη λοιπόν και η Θέμις, όπως και οι στοχασμοί της. Να σημειώσω, τέλος, ότι η μετάφραση της Φωτεινής Πίπη είναι αψεγάδιαστη.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση