“ΓΙΑΤΙ να φύγετε; Πού πάτε; Μείνετε εδώ, θα είμαστε όλοι φτωχοί μαζί”. Αυτή ήταν η αντίδραση μιας φίλης, όταν της ανακοινώσαμε την απόφασή μας να μεταναστεύσουμε στην Αυστραλία. “Δεν φοβάμαι την φτώχια” απάντησα. “Φοβάμαι την βαναυσότητα”.

Ούτε εγώ δεν ήξερα τότε τι ακριβώς εννοούσα. Λίγο αργότερα, στο Πέραμα, οι Χρυσαυγίτες δολοφονούσαν εν ψυχρώ τον Παύλο Φύσσα. Κρατήσαμε την ανάσα μας, να δούμε ποια θα ήταν η αντίδραση της Αστυνομίας και της δικαιοσύνης, αν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Μέχρι τότε, η κυβέρνηση θεωρούσε ότι θα μπορέσει να ελέγξει την Χρυσή Αυγή – ο Γενικός Γραμματέας της κυβέρνησης Σαμαρά είχε ανοιχτή επικοινωνία με τους βουλευτές της, σχεδόν υπαγορεύοντάς τους τι θα ψηφίσουν. Χρειάστηκε μία δολοφονία για να αλλάξει ρότα και να διαταχθεί η προσαγωγή τους και η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης που παριστάνει το κόμμα.

Πέντε χρόνια μετά τον φόνο, η δίκη της Χρυσής Αυγής συνεχίζεται και έρχονται στο φως φρικτά στοιχεία για την δράση της ναζιστικής συμμορίας. Την περασμένη εβδομάδα, η επέτειος των πέντε ετών από το στυγερό έγκλημα που αφύπνισε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας σηματοδοτήθηκε από παραστάσεις διαμαρτυρίας σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στην μεγαλύτερη από αυτές, η μητέρα του Παύλου Φύσσα, αγέρωχη, πρωτοστάτησε, αποτελώντας ένα ζωντανό παράδειγμα, καλώντας τους Έλληνες να αντισταθούν στον φασισμό, ακόμη κι αν αυτός μπαίνει στη βουλή, ακόμη κι αν έχιε ανοιχτούς διαύλους με την κυβέρνηση και την αστυνομία.

Σε λίγους μήνες είναι μία άλλη τραγική επέτειος. Τον Δεκέμβριο κλείνουν δέκα χρόνια από τότε που ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβόλησε και σκότωσε τον έφηβο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, στα Εξάρχεια. Όσοι βρισκόμασταν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το κλίμα των ημερών. Το αποτύπωμα που άφησε στην ελληνική κοινωνία αυτό το έγκλημα δεν έχει καταγραφεί ακόμη επαρκώς. Ένα παιδί, να πέφτει νεκρό από τα χέρια του ανθρώπου που η αποστολή του είναι η προστασία των πολιτών. Ήταν μια στιγμή αφύπνισης και μία προοικονομία για όσα θα συνέβαιναν.

Δέκα χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία είναι συγκλονισμένη -και διχασμένη- για έναν ακόμη βίαιο θάνατο, αυτόν του Ζακ Κωστόπουλου που ξυλοκοπήθηκε άγρια στο κέντρο της Αθήνας, μέρα-μεσημέρι, από πολίτες που πήραν τον νόμο στα χέρια τους, θεωρώντας ότι εισέβαλε σε κοσμηματοπωλείο για να κλέψει.

Δεν μπορώ να αποφύγω τον συσχετισμό των τριών περιστατικών – και όχι μόνο γιατί τα χωρίζουν μεταξύ τους “στρογγυλές” χρονικές περίοδοι. Κάθε πέντε χρόνια, έχουμε ένα σοβαρό περιστατικό βαναυσότητας με σαφή φασιστικό απόηχο.

Παρά τις διαφορές τους, τα τρία περιστατικά έχουν κοινά σημεία. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι δράστες εκπροσωπούν μία όψη του φασισμού: η αυταρχική αστυνομία που βλέπει τα Εξάρχεια ως βιότοπο “εχθρών” -η παρακρατική συμμορία, με την στρατιωτική δομή που δολοφονεί τους ιδεολογικούς της αντιπάλους- οι “νοικοκυραίοι” που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, προστατεύοντας την περιουσία τους από τα περιθωριακά στοιχεία. H κλιμάκωση είναι εμφανής.

Η βία περνά από την αστυνομία (που καταπατά το κοινωνικό συμβόλαιο, κάνοντας κατάχρηση), στην παραστρατιωτική οργάνωση που υποκαθιστά το κράτος, στους εκφασισμένους πολίτες.
Και στις τρεις περιπτώσεις, ο ρόλος της αστυνομίας γεννά ερωτηματικά. Ο μεν Κορκονέας αντιμετωπίστηκε ως “μεμονωμένο περιστατικό” – δεν έγινε κάποια κάθαρση στο σώμα, κάποια κίνηση ψυχιατρικής αξιολόγησης των οργάνων της τάξης, ούτε καν ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα αποτρέψει τέτοια φαινόμενα στο μέλλον, ενώ στα δύο άλλα περιστατικά, είναι χαρακτηριστική η ολιγωρία της αστυνομίας, η ανοχή απέναντι στην εγκληματική ενέργεια. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, είναι χαρακτηριστικό το ότι το κόμμα έχει μεγάλα ποσοστά στα εκλογικά τμήματα που ψηφίζουν οι αστυνομικοί. Στην περίπτωση του λυντσαρίσματος, είναι πολλές οι μαρτυρίες για αστυνομικούς που κλωτσούσαν κι αυτοί τον ύποπτο για ληστεία, περνώντας του χειροπέδες αφού πια ήταν εξουδετερωμένος και ημιθανής.

Και στις τρεις περιπτώσεις, τα θύματα έγιναν ακούσια σύμβολα αντίστασης στον αυταρχισμό του κράτους και τον εκφασισμό της κοινωνίας.

Ο Ζακ Κωστόπουλος και ο Παύλος Φύσσας ήταν ήδη γνωστοί ακτιβιστές, ο ένας για τα αντιφασιστικά του τραγούδια, ο άλλος για την συστηματική και ακούραστη δράση για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, κυρίως όμως για αυτά των οροθετικών ανθρώπων. Όσο για τον Γρηγορόπουλο, απέκτησε συμβολική διάσταση μετά θάνατον.

Και στις τρεις περιπτώσεις, αυτό συνάντησε αντιδράσεις από το πιο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας. “Ε όχι να τον κάνουμε και ήρωα τώρα”, λένε. Όχι να κάνουμε ήρωα έναν ράπερ που καλούσε σε βίαιη αντιμετώπιση των φασιστών. Όχι να κάνουμε ήρωα έναν εξαρτημένο κλέφτη που μπήκε στο κοσμηματοπωλείο για να κλέψει. Όχι να κάνουμε ήρωα ένα πλουσιόπαιδο που κυκλοφορούσε Σάββατο βράδυ στα Εξάρχεια.

Ειδικά η περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου έχει προκαλέσει τεράστια αμηχανία στους σχολιαστές. Ήταν κλέφτης ή ακτιβιστής; Ήταν εξαρτημένος; Τι γύρευε στο κοσμηματοπωλείο/ ενεχυροδανειστήριο; Τα ίδια τα γεγονότα δεν έχουν γίνει ακριβώς γνωστά ακόμη. Αλλά κάθε προσπάθεια απλουστευτικής αντιμετώπισης πέφτει στο κενό. Φυσικά. Γιατί έτσι είναι η ζωή. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Είμαστε πολύπλοκα όντα, γεμάτα αντιφάσεις. Οι ακτιβιστές δεν είναι άγιοι. Οι κλέφτες δεν είναι σατανάδες. Γι’ αυτό οι οργανωμένες κοινωνίες έχουν αναθέσει σε συγκεκριμένους ανθρώπους το ρόλο του δικαστή. Γι’ αυτό και η δουλειά της αστυνομίας είναι δύσκολη. Η δουλειά της αστυνομίας είναι εύκολη μόνο στα αυταρχικά καθεστώτα.

Η φασιστική νοοτροπία δεν το καταλαβαίνει αυτό. Θέλει εύκολες απαντήσεις. Θέλει άσπρο-μαύρο. Θέλει να ξεφορτωθεί όποιον χαλάει την σούπα, όποιον ταράζει την ησυχία, όποιον είναι διαφορετικός.

Το πιο τρομακτικό στην περίπτωση του λυντσαρίσματος δεν είναι τόσο το ότι δύο έξαλλοι πολίτες ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου έναν αδύναμο, μπροστά στα μάτια των περίοικων και της αστυνομίας – αν και αυτό από μόνο του είναι μία φρικτή απόδειξη του εκφυλισμού μιας κοινωνίας που χάνει την ανθρωπιά της.

Το πιο τρομακτικό είναι ο τραγικός χορός στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης που φωνάζει “καλά του κάνανε”. Αυτοί που λένε “ένας κλέφτης λιγότερος”, ή “ένα πρεζόνι λιγότερο” – που θεωρούν ότι όταν κάποιος μπει στο σπίτι σου, έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσεις. Οι ίδιοι που μιλούν για “λαθρομετανάστες”, για “αναρχοάπλυτους”.

Αυτοί έχουν ένα δίκιο – όταν διαμαρτύρονται για την ηρωοποίηση των θυμάτων. Γιατί δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα δεν είναι αν ο Ζακ Κωστόπουλος, ο Παύλος Φύσσας, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ήταν ακτιβιστές, αντιφασίστες, προοδευτικοί, ήρωες, σύμβολα.

Ας ήταν κλέφτες, αλήτες, περιθωριακοί. Ας ήταν τα πιο αντικοινωνικά στοιχεία. Δεν έπρεπε να πεθάνουν. Όχι έτσι.

Είναι μία αποτυχημένη κοινωνία αυτή που θεωρεί ότι όποιος ξεστρατίζει αξίζει να πεθάνει. Αυτό είναι η βαναυσότητα.