Ο Θανάσης Λάλας, ο άνθρωπος που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα 3.500 συνεντεύξεις με μοναδικές προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο, είχε ένα όνειρο: Να κάνει ένας είδος αυτοβιογραφίας μέσω διαλόγων. Η δεύτερή του προσπάθεια δημιουργίας αυτού του είδους είναι το καινούργιο του βιβλίο «Γιώργος Νταλάρας… και το καλοκαίρι κρυώνω Ή αλλιώς: Μισός αιώνας ελληνικό τραγούδι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».

Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από µία εξομολόγηση του Γιώργου Νταλάρα: «(…) Δεν το άντεχα το κρύο, υπέφερα σαν παιδί. Να σκεφτείς ότι αυτό µου έµεινε κουσούρι και µεγάλος τώρα πια… είναι καλοκαίρι και κρυώνω». Το βιβλίο δεν έχει χρονική σειρά. Η αποκρυπτογράφηση της πολυσύνθετης καλλιτεχνικής αλλά και ανθρώπινης προσωπικότητας του δημοφιλούς τραγουδιστή επιχειρείται μέσα από 121 αυτοβιογραφικά διηγήματα διαλόγου, 112 φωτογραφικά στιγμιότυπα και 18 λίστες με αυστηρά προσωπικές επιλογές που έχει καταρτίσει ο ίδιος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο βιβλίο η αποκάλυψη του μεγάλου τραγουδιστή για τον πατέρα του και πώς βίωσε την πρόωρη απουσία του: «Θυµάµαι κάποτε που δούλευα στις οικοδομές, ήµουν πολύ αδύνατος για να κουβαλάω ντενεκέδες και πήγαινα στο σπίτι και τα ‘βαζα µε τον πατέρα µου… Έλεγα, “γιατί, ρε γαµώτο, έχω τέτοια καταδίκη;”. Να είµαι δεκατεσσάρων χρονών παιδί και ν’ ανεβαίνω έξι ορόφους την πολυκατοικία µε τον ντενεκέ και να κάνει λούκι ο ντενεκές πάνω στον ώµο µου; Ποιον έπρεπε να βρίσω; Τη µάνα µου, τη ζωή µου, τα Θεία, τον Θεό; Έπρεπε να βρίσω κάποιον εκείνη τη στιγµή. Έλεγα, “τι διάολο… ποιος µ’ έφτυσε εµένα στη µούρη, ο διάολος;”. Γιατί άµα σε φτύσει ο άγγελος κάτι παίρνεις, αν σε φτύσει ο διάολος σε παίρνει και σε σηκώνει… στο διάολο όλα’»

Εξαιρετικές είναι και οι περιγραφές του για τις συναντήσεις του µε πολλούς κορυφαίους εκπροσώπους του τραγουδιού όπως τον Καζαντζίδη στον οποίο πρωτοτραγούδησε όταν ήταν µόλις 16 ετών «Ναι, πήγα και στον Καζαντζίδη µε τρεμάμενα πόδια µπροστά στον ζωντανό θρύλο που άκουγα από παιδάκι. Ήταν εκεί και ο πατέρας της Βιτάλη, ο Τάκης ο Λαβίδας, αδελφικός φίλος κι αυτός του πατέρα µου. Μπουζούκι έπαιζε ο Χρήστος Νικολόπουλος, µικρό παιδί τότε, 17-18 χρονών και ήταν ήδη το πρώτο μπουζούκι του Καζαντζίδη. Άρχισα να τραγουδάω κυρίως Θεοδωράκη, για να του κάνω εντύπωση. Μου λέει ο Καζαντζίδης: “Λαϊκά δεν λες; Αυτά είναι πιο πολύ τραγούδια της πείνας”. Από την άποψή του είχε δίκιο, γιατί εκείνη την εποχή σκίζανε τα λαϊκά. Εγώ που ήµουν πιτσιρικάς, ένιωθα ότι µε τους καινούργιους στίχους αλλάζει σιγά-σιγά η µμουσική. Τέλος πάντων, δεν του άρεσα».

 

Πώς αποφασίσατε να γράψετε βιβλίο για τον Νταλάρα;
Θ.Λ.: Γιατί είναι ο Νταλάρας. Είναι 50 χρόνια περίπου στην κορυφή του βουνού της επιτυχίας. Είναι από τους λίγους αυτόπτες μάρτυρες που μπορούν να διηγηθούν τι συμβαίνει τα πενήντα τελευταία χρόνια στην κορυφή του ελληνικού τραγουδιού. Το 1982 έκανα την πρώτη μου συνέντευξη μαζί του για το Playboy. Έκτοτε η σχέση μας με τον Γιώργο Νταλάρα αναπτύχθηκε. Κάθε τόσο συναντιόμασταν και μιλούσαμε για όλα, για τα ίδια δηλαδή, αλλά κάθε φορά ο Νταλάρας ήταν ένας άλλος.

Στο βιβλίο σας αναφέρετε ότι είναι ο εντυπωσιακότερα εξελισσόμενος συνομιλητής που είχατε όλα αυτά τα χρόνια.
Πράγματι, στις συναντήσεις μας τον άφηνα στο τέλος μιας συζήτησης με πλήρη ή μερική άγνοια ενός θέματος και στην επόμενη συνάντηση έπεφτα πάνω σε έναν άνθρωπο που είχε μελετήσει σε βάθος το θέμα που αγνοούσε. Ένα πάθος να μάθει, ένα πάθος να ερευνήσει το σκοτάδι, ένα κυνηγητό της γνώσης. Σαν να ξόρκιζε τα καλά και τα κακά που κουβαλάει πάντα το άγνωστο. Τον άφηνα θυμωμένο με πρόσωπα και πράγματα και την επόμενη χρονική στιγμή συναντούσα έναν άνθρωπο της κατανόησης, της υπομονής, της ανοχής. Οι συγκρούσεις του δεν αφορούσαν στα πρόσωπα. Ήταν θέματα κώδικα ηθικής .Σε καμιά συνάντησή μας όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν απλώς ο επαγγελματίας που θέλει να τα πει, να κάνει την δουλειά του και να φύγει. Πάντα διέθετε χρόνο να ακούσει και εμένα, πώς σκέφτομαι, πώς αντιδρώ, πώς ζω, τι με βασανίζει.

Τι είναι για σας η συνέντευξη;
Ξέρετε, εγώ ποτέ δεν αντιμετώπισα τη συνέντευξη σαν δημοσιογραφία. Πρέπει να είμαι ξεκάθαρος. Για μένα η συνέντευξη είναι λογοτεχνία, ένα είδος λογοτεχνικό. Πάντα με ενδιέφερε στους ανθρώπους που πλησίαζα να φτιάξω έναν ήρωα. Δεν μπορούσα να φτιάξω μυθιστορήματα να επινοήσω μυθιστορήματα. Ήταν μια αναπηρία ή έτσι νόμιζα. Γι’ αυτό μπήκα στη συνέντευξη. Με ενδιέφεραν οι ζωές των ανθρώπων με έναν κύκλο και αυτός που τις διαβάζει να κάνει τη δική του διαδρομή. Αυτό ήθελα να βγει από αυτό το βιβλίο. Ένας ήρωας .Εσείς τον λέτε Γιώργο Νταλάρα. Εγώ τον λέω έναν άνθρωπο που κατάφερα να τον κυκλώσω .Δεν ξέρω αν κατάφερα να τον αποδώσω, έναν άνθρωπο που την ώρα που διαβάζει κάποιος τα λεγόμενα του απαντάει σε ερωτήσεις πριν απ όλα αυτός στις ίδιες ερωτήσεις και δεύτερο γεννιούνται μέσα του ερωτήσεις μέσα από αυτά που λέει και συνεχίζεται η ζωή…

Το βιβλίο σας δεν αποτελεί αυτοβιογραφία κλασσικής δομής…
Για μένα το ζήτημα ήταν να κάνω αυτοβιογραφικά διηγήματα-διαλόγους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ειπωμένα κατά τη διάρκεια ζωής του αυτοβιογραφούμενου προσώπου. Ένα είδος αυτοβιογραφίας που επιτρέπει στον αναγνώστη να βλέπει τις αλλαγές που επέρχονται στη σκέψη και στα συναισθήματα της ζωής του ανθρώπου. Ο δικός μου στόχος είναι μια περισσότερο φωτογραφική αφήγηση.

Για πρώτη φορά στο βιβλίο σας ο Γιώργος Νταλάρας μιλάει για το πώς γνώρισε τη σύζυγό του Άννα.
Τι σχέση έχουν; Σύγκρουσης, αποδοχής, υποταγής; Αυτή η σχέση του Γιώργου με την Άννα είναι θυελλώδης. Θα σας πω μόνο δύο χαρακτηριστικά που δεν συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο για να καταλάβετε τι εννοώ. Είμαστε σπίτι. Αρχίζει και περιγράφει κάτι ο Γιώργος. Η Άννα λέει “Γιώργο μου, πάω στην κουζίνα. Όταν τελειώσεις φώναξέ με”. Και φεύγει. Έρχεται ο Γιώργος. “Γιατί εγώ σε ακούω πάντα και δεν πάω στην κουζίνα”.

(Γέλιο)… “Εμείς τσακωνόμαστε συνεχώς αλλά γελάω στο τέλος” μου λέει.
Ένα άλλο περιστατικό. Βρίσκονται στο αυτοκίνητο. Εκείνο το διάστημα έχει κλείσει έναν κύκλο δέκα συναυλιών και ξαφνικά ανακαλύπτει μιλώντας στο τηλέφωνο με μία συνεργάτιδά του ότι είναι έντεκα. Οπότε γυρίζει και βλέπει την Άννα που κάθεται δίπλα του και του λέει ότι αυτή το έχει κανονίσει. Κλείνει το τηλέφωνο και αρχίζει να τσακώνεται μαζί της. “Γιατί ανακατεύεσαι και μη μου σπας τα νεύρα. Και τι είναι αυτά που κάνεις”. Τσαντίζεται. “Έχω φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι με παντρεύτηκες για να κάνω συναυλίες”. Γυρίζει πλευρά η Άννα και του λέει “Και δίσκους”. (Γέλια)…

Με έναν τίτλο ποιος είναι ο Γιώργος Νταλάρας;
Ο έξι ώρες πρόβας πριν τις έξι ώρες πρόβα.
Ποια θα είναι η επόμενη αυτοβιογραφία;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έχω μαζέψει πολύ υλικό όλα αυτά τα χρόνια…