Βρισκόμουν τις άλλες στο γραφείο του αρχισυντάκτη, του Σωτήρη Χατζημανώλη και είδα ένα δίσκο, CD το λέτε εσείς εδώ, πάνω στο γραφείο του. Πριν καλά–καλά κοιτάξω το εξώφυλλο, τον ακούω να μου λέει… «στον χαρίζω». Είναι φαίνεται της ηλικίας. Όχι τόσο της δικής μου… Μου τον είχε ξαναδώσει, τον είχα χιλιοακούσει, είχα γράψει κάτι τότε και είχα φαγωθεί με ένα τραγούδι με το οποίο θα σας απασχολήσω και πάλι, απόψε.

Να κάνω μια μικρή εισαγωγή για να θυμίσω πως ο δίσκος είναι του Παντελή Θαλασσινού, ο τίτλος του «Με δύο ρολόγια», κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά στον Εγρηγόρο το 2016 (θα σας εξηγήσω λίγο πιο κάτω) και τους στίχους έγραψαν οι: Ευγενία Ασλανίδη, Γιώργος Μπίμης, Νίκος Παπαχατζής και ένα τραγούδι του Γιώργου Μισετζή σε ποίηση Γιώργου Θεοτοκά.

Ο δίσκος είχε γραφτεί για το αντάμωμα των απανταχού Ελλήνων ελκόντων την καταγωγή από τον Εγρηγόρο που όπως γράφει ο Σωτήρης… « είναι ένας μικρός ηλιόλουστος και ιδιαίτερα γραφικός οικισμός, στη Βορειοδυτική Χίο» και παρακάτω… «Όταν η γεωργία κάλυπτε ακόμα τις ανάγκες των ανθρώπων, ζούσαν κάπου 250 χιλιάδες ψυχές. Ακολουθώντας τη μοίρα της φτωχής ελληνικής υπαίθρου, το χωριό άρχιζε να αδειάζει, αραιά στην αρχή και από τη δεκαετία του ’60 και μετά, μαζικά. Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Οι Εγρηγοριανοί σκόρπισαν «σαν του δρυ τα φύλλα» (όπως λέει ένα από τα τραγούδια του δίσκου) σε όλες τις γωνιές της γης, κρατώντας όμως πάντα ανοικτό το δρόμο της επιστροφής. » Εμένα με απασχόλησε στο παρελθόν, όταν πήρα για πρώτη φορά το δίσκο στα χέρια μου, το τραγούδι…που μιλάει για ξενιτειά και πως νοιώθει, ας πούμε, τη ξενιτειά ο Έλληνας που φεύγει από το χωρίο του και φτάνει στη Μελβούρνη και πως τη νοιώθει η μάνα και ο πατέρας που μένουν στο ερημωμένο χωρίο. Στο τραγούδι που μου άρεσε και μου αρέσει, άλλωστε γι’ αυτό επανέρχομαι, μια μάνα φαίνεται πως μιλάει με το Θεό και Του.. εξηγεί τι είναι γι’ αυτήν η ξενιτειά. Εδώ θα ήθελα να σας ενημερώσω πως εκτός από τους στίχους του τραγουδιού που τους αλλάζω σε πεζό λόγο, προσθέτω και ορισμένα από τη δική μου φαντασία που είναι ανακατεμένη με αρκετή, δυνατή, πίκρα. «Εγώ δεν ξέρω από ξενιτειά Θεέ μου. Δεν έφυγα ποτέ από τούτον δω το τόπο. Άντε να πήγα καμιά –διό φορές στη χώρα και στα διπλανά κεφαλοχώρια.

Δεν ξέρω από ξενιτειά. Τι να Σου απαντήσω. Για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους και να Σου πω την καθαρή μου αλήθεια, η δική μου ξενιτειά είναι η αβάσταχτη σιωπή που κάθεται στις στράτες και το λεωφορείο της γραμμής, άδειο, με δίχως επιβάτες. Είναι κάποια θρανία αδειανά και οι έρημες αλάνες του χωριού. Είναι οι πόρτες των σπιτιών του χωριού που είναι ερμητικά κλεισμένες. Τι είναι για μένα ξενιτειά; Ερήμωσε το χωριό. Οι πόρτες των σπιτιών αμπαρωμένες, μανταλωμένες και δεν προβάλουν πια οι μάνες να φωνάξουν δυνατά… «Γιάννη, Σωτήρη, Μαρία μαζευτείτε. Νύχτωσε πια.» Μη με ρωτάς Θεέ μου. Δεν ξέρω εγώ από ξενιτειά. Δεν έφυγα ποτέ μου. Εκείνο το έρημο λιμάνι, τον Πειραιά, που ν’ αποχαιρετίσω πήγα τα παιδιά μου, θυμάμαι σαν το πιο μακρινό μου ταξίδι. Αφού θες να σου πω κι’ άλλα, μάθε πως η δική μου η ξενιτειά κι’ η μοναξιά είναι που έρχεται Λαμπρή, χωρίς Χριστός Ανέστη και που σταμάτησε, εδώ και χρόνια, να μυρίζει η γειτονιά βασιλικό κι’ ασβέστη. Ξέρεις πως για Κηδείες μοναχά χτυπάνε οι καμπάνες; Για πια Γιορτή μιλάς και για πια Σχόλη κι’ ο ψάλτης χάθηκε. Τι να κάνει; Έψελνε και άκουγε μόνο ο ίδιος τη φωνή του. Και ο παπάς; Τι να τα πει τα λόγια και για ποιόν; Τι είναι για μένα ξενιτειά; Το ότι δεν ακούς πουθενά παιδικές φωνές, δεν ακούς γέλιο ή παιδικό κλάμα. Τι είναι για μένα ξενιτειά και μοναξιά; Που δεν προβάλουν στις αυλές τ’ απομεσήμερο οι μάνες να φωνάξουν δυνατά… Γιάννη, Σωτήρη, Μαρία, μαζευτείτε, νύχτωσε πια.

ΥΓ: ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ: Πολλά τηλεφωνήματα έχουμε λάβει σε σχέση με τους ιερείς που είναι υποχρεωμένοι να διαβάζουν τις νεκρολογίες σε κάποια συγκεκριμένη ώρα, πριν την έναρξη της Νεκρώσιμης Ακολουθίας. Τις περισσότερες φορές οι ιερείς διαβάζουν με κόπο ένα κείμενο που απ’ ότι φαίνεται δεν το έχουν ξαναδεί, δεν το έχουν, οπωσδήποτε ξαναδιαβάσει. Είναι φανερό ότι από την ώρα που τους εδόθη το κείμενο και το έβαλαν στη τσέπη τους, δεν ασχολήθηκαν πλέον με αυτό. Αυτοί έρχονται σε δύσκολη θέση και εκτίθενται. Θα επανέλθουμε.