Marrickville: Η «μικρή Αθήνα» του Σίδνεϊ

Το νέο υπό έκδοση βιβλίο του συγγραφέα – ιστορικού Βασίλη Βασίλα

O ιστορικός του Σίδνεϊ Βασίλης Βασίλας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι αργότερα μέσα στη χρονιά πρόκειται να εκδοθεί το νέο του έργο, με τον τίτλο «Μικρή Αθήνα (Τόμος 1): Marrickville», το οποίο επικεντρώνεται σε προσωπικές αφηγήσεις και φωτογραφίες των καταστημάτων και των επιχειρήσεων του Marrickville.

Μετά από τα έργα του για τις κοινότητες της Ελλάδας, της Εσθονίας, της Ουκρανίας και την ουγγρική εβραϊκή κοινότητα, η Μικρή Αθήνα, αποτελεί επέκταση της πιο πρόσφατης έκδοσής του με τον τίτλο «Ιστορίες και Φωτογραφίες των σημερινών ελληνικών καταστημάτων του Σίδνεϊ» (Τόμος 1), το οποίο αποτελεί μέρος της σειράς «Αγορά», όπου ο ιστορικός συγγραφέας πραγματεύεται την ποικιλομορφία των ελληνικών καταστημάτων και επιχειρήσεων του Σίδνεϊ κατά την μεταπολεμική περίοδο.

Όπως εξηγεί ο κ. Βασίλας, «Η συλλογή αυτών των προσωπικών ιστοριών για τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις του Marrickville άρχισε ήδη από το 2015 κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής μου με την ελληνική κοινότητα γενικά. Καθώς, όμως, ο αριθμός των προσωπικών αφηγήσεων συνέχισε να αυξάνεται, συνειδητοποίησα ότι ένα ξεχωριστό έργο αναδυόταν μέσα στο πλαίσιο του αρχικού έργου και το Marrickville εμφάνιζε το δικό του ενδιαφέρον».

Ο πρώτος τόμος αυτού του έργου επικεντρώνεται στην περίοδο μετά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και περιλαμβάνει προσωπικές αφηγήσεις και φωτογραφίες από τα πρώτα ελληνικά καταστήματα της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα, ενώ ο δεύτερος τόμος θα περιλαμβάνει και πιο πρόσφατα καταστήματα και επιχειρήσεις.

Το μεταπολεμικό μεταναστευτικό κύμα έφερε στην Αυστραλία χιλιάδες Ευρωπαίους οι οποίοι άρχισαν να στήνουν τα νοικοκυριά και τη ζωή τους στη νέα πατρίδα με κριτήριο την απόσταση από το χώρο εργασίας τους αλλά και από τους δικούς τους ανθρώπους. Εκείνη την περίοδο, πολλοί Έλληνες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα πιο απομακρυσμένα προάστια της πόλης, όπως το Surry Hills και το Redfern. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, άρχισαν να εγκαθίστανται σε προάστια πιο κοντινά στο εσωτερικό της πόλης, όπως το Erskineville, το Newtown και το Enmore. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών έφτασε στο αποκορύφωμά του, τους βρίσκουμε στο Rosebery και το Mascot. Ωστόσο η περιοχή που συγκέντρωσε τους περισσότερους Έλληνες μετανάστες ήταν το Marrickville που αργότερα θα άρχιζαν να το αποκαλούν «Μικρή Αθήνα».

Η κοινωνικοοικονομική σημασία του Marrickville ως κόμβου για τις ελληνικές επιχειρήσεις αντικατοπτρίζει τις μεγαλύτερες δημογραφικές αλλαγές που συνέβησαν στο Σίδνεϊ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συρροή χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 1960 επηρέασε σημαντικά τον επιχειρηματικό τομέα του Marrickville.

«Αυτό που προσέλκυσε χιλιάδες Έλληνες μετανάστες στο Marrickville ήταν ότι αποτελούσε κατεξοχήν βιομηχανική περιοχή και ως εκ τούτου προσέφερε θέσεις εργασίας. Συνεπώς, οι νεοφερμένοι Έλληνες επέλεξαν να εγκατασταθούν εκεί προκειμένου να είναι κοντά στους χώρους εργασίας τους.

Με την αυξανόμενη συγκέντρωση των Ελλήνων στην περιοχή του Marrickville, δημιουργήθηκε η άμεση ανάγκη ικανοποίησης των καθημερινών αναγκών τους. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλα προάστια του Σίδνεϊ όπου είχαν αναπτυχθεί μεγάλες ελληνικές κοινότητες, αλλά το Marrickville ήταν το μεγαλύτερο. Πάρα πολλοί που συμμετέχουν σε αυτό το έργο θυμούνται, με νοσταλγία, την εποχή που κατά μήκος των οδών Marrickville ή Illawarra ακούγονταν μόνο ελληνικά», λέει ο κ. Βασίλας.

Όλοι αυτοί οι Έλληνες επιζητούσαν προϊόντα της πατρίδας, όπως τυριά και ελιές, οπότε δημιουργήθηκε η ανάγκη για παντοπωλεία. Ήθελαν εστιατόρια με ελληνικό μενού όπου θα μπορούσαν όχι μόνο να φάνε αλλά και να έρθουν σε επαφή με άλλους συμπατριώτες τους. Παντρεύονταν και βάφτιζαν τα παιδιά τους, οπότε υπήρχε ανάγκη για καταστήματα νυφικών και κοσμηματοπωλεία αλλά και φωτογράφους που θα αποθανάτιζαν αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές. Οι κοινωνικές συναναστροφές τους επέβαλαν την ανάγκη για καταστήματα όπου μπορούσαν να αγοράσουν ελληνικά γλυκίσματα. Έτσι λοιπόν άρχισε να αναδύεται η ελληνική αγορά στην περιοχή, που στόχο είχε την εξυπηρέτηση και την κάλυψη των αναγκών των Ελλήνων μεταναστών.

Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και η ανάγκη επάνδρωσης αυτών των επιχειρήσεων με ανθρώπους που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.

Έτσι, τα καταστήματα άρχισαν να αποκτούν την ελληνική τους ταυτότητα. Καθώς παρείχαν ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες είχαν και ελληνικές ονομασίες.

Αν και τα δημογραφικά στοιχεία του Marrickville έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία είκοσι χρόνια και η ελληνική παρουσία μειώθηκε αρκετά, αυτό που εξέπληξε τον συγγραφέα ήταν η σχετικά ισχυρή ελληνική επιχειρηματική παρουσία στο Marrickville.

Μπορεί σήμερα η ελληνική παρουσία στο Marrickville να μην είναι πια τόσο έντονη όσο στο παρελθόν (δηλαδή τις δεκαετίες του 1960 και του 1990), αλλά η εγγύτητά του στην πόλη και στα ανατολικά προάστια σε συνδυασμό με το διαρκώς επεκτεινόμενο Σίδνεϊ εξασφαλίζουν ότι το Marrickville θα εξακολουθήσει να αποτελεί πόλο έλξης για τους καταστηματάρχες και τους επιχειρηματίες της περιοχής. Είναι γεγονός ότι πολλά από τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις του Marrickville έχουν κλείσει με την πάροδο του χρόνου, όμως αρκετά εξακολουθούν να λειτουργούν, ενώ υπάρχουν και παραδείγματα νέων ελληνικών επιχειρήσεων.

Αυτό που είναι καταπληκτικό για πολλά από τα ελληνικά καταστήματα και επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν μετά από τόσες δεκαετίες είναι ο τρόπος με τον οποίο έχουν ενσωματωθεί στην αυστραλιανή κοινότητα. Οι Έλληνες και η κουζίνα τους ίσως ήταν κάτι εξωπραγματικό για τους Αυστραλούς και τους άλλους μη Έλληνες τη δεκαετία του 1960 αλλά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες υψηλής ποιότητας που επί σειρά ετών προσέφεραν οι ελληνικές επιχειρήσεις του Marrickville αναγνωρίστηκαν τελικά και έγιναν αποδεκτά από την ευρύτερη αυστραλιανή κοινότητα. Όπως άλλωστε έχει αναγνωριστεί και έχει γίνει αποδεκτή η σύνολη συνεισφορά των Ελλήνων στην Αυστραλία.

Δεδομένου ότι το Marrickville είναι ένα τόσο μεγάλο προάστιο, ο κ. Βασίλας τονίζει την ανάγκη να καταγραφεί η ποικιλομορφία της ελληνικής συμβολής στις τοπικές (Marrickville) και αυστραλιανές αγορές επειδή αυτοί οι Έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους εργάστηκαν και συνεχίζουν να εργάζονται σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων και βιομηχανιών.

Το Marrickville καταρρίπτει όλα τα στερεότυπα για τη δράση των Ελλήνων στο Σίδνεϊ, καθώς και για τη συμβολή των καταστημάτων και των επιχειρήσεων τους στην αγορά και στην κοινότητα της Αυστραλίας. Αυτοί οι Έλληνες μετανάστες, και τα παιδιά τους, εργάστηκαν σε πολλές και διαφορετικές βιομηχανίες και αυτήν ακριβώς την καταπληκτική ποικιλομορφία τονίζει στο υπό έκδοση βιβλίο του ο κ. Βασίλας.

Για να αποκτήσει κανείς την πραγματική εικόνα των ελληνικών καταστημάτων και των επιχειρήσεων του Marrickville, πρέπει να περιπλανηθεί στους παράδρομους και στα στενά όπου υπάρχουν τα λιγότερο γνωστά ονόματα και φίρμες που όμως εργάζονται εξίσου σκληρά συμβάλλοντας σημαντικά στην αγορά.

«Πολύ συχνά, εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στα μεγάλα καταστήματα και τις γνωστές επιχειρήσεις, γιατί αυτό είναι το προφανές, όμως, συνειδητοποίησα ότι έτσι δεν αποκτούμε μια ρεαλιστική εικόνα των ελληνικών καταστημάτων και της ποικιλομορφίας των επιχειρήσεων», λέει ο συγγραφέας.

«Δικαίως την προσοχή μας τραβούν τα γνωστά ονόματα αλλά είναι πράγματι εντυπωσιακό το πόσο μεγάλο είναι το δίκτυο των ελληνικών επιχειρήσεων που κρύβεται πίσω από αυτά και που συχνά το παραβλέπουμε. Επαινούμε ένα ελληνικό κατάστημα αλλά τι γίνεται με τον Έλληνα προμηθευτή αυτού του καταστήματος; Δεν χρειάζεται να ακουστεί η ιστορία του;», καταλήγει ο κ. Βασίλας.

Οι Έλληνες του Marrickville συνεχίζουν να αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα κάθε είδους. Και αυτό κάνει την ιστορία τους τόσο ξεχωριστή που πρέπει να ειπωθεί.

Για πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνείτε με τον συγγραφέα κ. Βασίλη Βασίλα στο τηλέφωνο 0422891190