Ένας από τους πλέον απλούς αλλά καταξιωμένους πολίτες και οικογενειάρχες της ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης, γηγενής Αρκάς, έντιμος και συνεπής πατριώτης, σεμνός και συνεπής άνδρας, ο Φώτης Γ. Ανδριανόπουλος, έφυγε πλήρης ημερών την περασμένη εβδομάδα, έχοντας δίπλα του τα παιδιά και τα εγγόνια του, τον αδελφό του Ανδρέα με τη δυναστεία του. Ευπροσήγορος και γενναιόφρονας στα αισθήματά του, άκρως φιλόξενος και πονετικός, φιλεύσπλαχνος και οικτήρμων, στο σπίτι του έζησαν ή πέρασαν δεκάδες Αρκάδες μετανάστες όταν πρωτοήλθαν στη Μελβούρνη. Από το σπίτι του βγήκαν νύφες και γαμπροί, πέρασαν τα Σαββατοκύριακά τους εκατοντάδες Έλληνες μετανάστες, ήταν ο Άη-Φώτης, ο Γίγας της Μαντινείας.

Ο Φώτης Ανδριανόπουλος γεννήθηκε στο Πικέρνι Μαντινείας το 1927. Από μικρό παιδί, μαζί με το σχολείο, έπρεπε να φροντίζει και για το πατρικό σπιτικό, να στηρίζει την οικογένεια. Κάποτε αφηγήθηκε: «Ήμασταν φτωχοί, ωστόσο οι γονείς μας ήσαν εργατικοί άνθρωποι και μάς έδειξαν τον σωστό δρόμο στη ζωή. Ήσαν αγρότες και συνήθιζαν να καλλιεργούν τα δικά τους μικρά αγροκτήματα, μποστάνια και λαχανόκηπους. Είχαμε επίσης γύρω στα 100-120 πρόβατα, δεν μπορούσαμε να φροντίσουμε για μεγαλύτερο αριθμό. Τα βοσκοτόπια μας ήσαν επίσης περιορισμένα. Με το να είμαι ο πρωτότοκος γιος ήμουν υπεύθυνος για οτιδήποτε στο νοικοκυριό μας. Πάντα έπρεπε να εργάζομαι δίπλα στον πατέρα μου, να υπακούω στις εντολές του και να πειθαρχώ στις συμβουλές του. Όλα τα φτιάχναμε με τα χέρια».

Μετά ήρθαν οι Γερμανοί, μετά ο Εμφύλιος, η στρατιωτική του θητεία, ο γάμος του, η βιασύνη να στρώσει οικογένεια να αναλάβει δικό του σπιτικό. Ήταν η αδήριτη φτώχεια και αυτός ο τρόπος ζωής που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του αργότερα όταν τους προσκάλεσε στην Αυστραλία οικογενειακώς ο αδελφός του Ανδρέας. Ο Φώτης είχε προλάβει να τελειώσει το δημοτικό σχολείο του χωριού του. Οι Πικερνιώτες ήσαν περήφανοι άνθρωποι. Στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και της κατοχής προστάτευσαν ο ένας τον άλλο, με αποτέλεσμα να περιορίσουν τα θύματά τους.

«Με τα χρόνια κατόρθωσα να ανοίξω εβδομήντα-έξι πηγάδια, στην περιοχή από το Πικέρνι και το Αρτεμίσιο μέχρι και τη Νεστάνη, βαθιά από οκτώ μέχρι και δώδεκα μέτρα ανάλογα με την περίσταση. Άνοιγα ένα φρεάτιο με διάμετρο τριών έως και τεσσάρων μέτρων. Ήταν μια φοβερά δύσκολη εργασία και επικίνδυνη. Πολλές φορές τα τοιχώματα του φρεατίου κατέρρεαν και μάς καταπλάκωναν…»

Την Πρωτομαγιά του 1947 ο Φώτης νυμφεύθηκε την Πικερνιώτισσα Αλεξάνδρα Ανδριανοπούλου (1928-1992), μια εργατική, φιλόξενη και θεοσεβούμενη γυναίκα που διέμενε στην ίδια γειτονιά. Γονείς της ήσαν ένα ζευγάρι πράων ανθρώπων, ο Κωνσταντίνος και η Χριστίνα. Ο Φώτης και η Αλεξάνδρα έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο θυγατέρες.

Πρωτότοκος ήταν ο Γεώργιος και ακολούθησαν ο Βασίλειος, η Κατερίνα, ο Αναστάσιος, η Αθανασία, η οποία όμως πέθανε μικρή, και τέλος ο Κωνσταντίνος το 1956. Στο διάστημα 1949-1952 κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό, ενώ είχε ήδη δύο τέκνα και αφυπηρέτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με σοβαρές συνέπειες στην υγεία του. Οι μνήμες από εκείνα τα τραυματικά χρόνια παρέμειναν ζωντανές σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα:

«Κλήθηκα να υπηρετήσω την Πατρίδα το 1949, όντας πατέρας δύο παιδιών. Υπηρέτησα μέχρι το 1952 για τέσσερα χρόνια. Υπηρέτησα με αρκετές αξιόλογες επιδόσεις στο βαρύ πυροβολικό στον Γράμμο για 1600 περίπου ημέρες στην 8η Μεραρχία. Μου ζήτησαν στη συνέχεια να παρακολουθήσω τη στρατιωτική σχολή για να γίνω μόνιμος εκπαιδευτής. Δεν αποδέχτηκα την προσφορά που μου έκαναν. Μου ζήτησαν στη συνέχεια να επιμηκύνω την παραμονή μου ως διαχειριστής υλικού. Και πάλι δεν δέχτηκα. Ήθελα διακαώς να επιστρέψω στην οικογένειά μου».

Μετά την απόλυσή του από το στράτευμα, ο Φώτης μετανάστευσε στην Κόρινθο τον Αύγουστο του 1952 όπου εργάστηκε στους αμπελώνες της Κορίνθου με τον θείο του Θεόδωρο Μπουντρούκα. Εκεί όμως προσεβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε εσπευσμένα στο σανατόριο της Τρίπολης για θεραπεία τους επόμενους μήνες: «Τον Αύγουστο του 1952 προσβλήθηκα από φυματίωση και με μετέφεραν στο σανατόριο. Ο αδελφός μου ο Ανδρέας ερχόταν καθημερινά με το ποδήλατο και μου έφερνε γλυκά και τρόφιμα για να δυναμώσω. Μου έκανε πίττες κι άλλα γλυκίσματα. Μετά όταν πήγα στο Πικέρνι, ερχόταν κι εκεί με το ποδήλατο με τρόφιμα για να στηρίξει την οικογένεια και τα παιδιά μου. Προτιμούσε να έμενε αυτός αδέκαρος παρά εγώ και τα παιδιά μου νηστικά εξαιτίας της αρρώστιας μου».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Φώτης αποφάσισε να εκπατριστεί στη μακρινή Αυστραλία, ζητώντας από τον αδελφό του Ανδρέα να τον προστατεύσει. Ιδού πώς περιέγραψε ο Φώτης τις δυσκολίες: «Πώς μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία του αδελφού μου να μάς πάρει στην Αυστραλία, και τους επτά και να μας προστατεύσει. Έγραψα του Ανδρέα: «Αδελφέ, σε παρακαλώ να μάς πάρεις στην Αυστραλία για να σώσεις τα παιδιά μου, αλλιώς θα πάω στη Γερμανία» τον παρακάλεσα.

Ο Φώτης Ανδριανόπουλος, η Αλεξάνδρα και τα πέντε παιδιά τους μετέβηκαν στον Πειραιά, επιβιβάστηκαν στο «Ελληνίς» και ύστερα από είκοσι-ένα μερόνυχτα φτάσανε στην Αυστραλία στις 12 Ιουνίου 1964. Στην αποβάθρα τους περίμενε ο Ανδρέας με την οικογένειά του και τους φίλους του, ο οποίος έριχνε σοκολάτες στο πλήθος και στο πλήρωμα.

«Μάς πήρε στο σπίτι του στο North Fitzroy. Ήταν ένα μονής πρόσοψης σπίτι αλλά μάς χώρεσε όλους άνετα. Ο μικρούλης Χρήστος ήταν τότε μωρό και ο Γιωργάκης νήπιο. Τα λατρεύαμε. Παίζαμε τον Χρήστο και η Σοφία μάς πείραζε γελώντας: «Θα μου χαλάσετε το μωρό!» Ήμασταν εμείς επτά και τέσσερις ο Ανδρέας και όλοι ζούσαμε με αγάπη και σεβασμό στο σπίτι αυτό. Μάς χωρούσε όλους το σπιτάκι εκτός από τον διάβολο. Ένα σπίτι χωράει περισσότερους όταν υπάρχει αρμονία. Ζήσαμε έντεκα μήνες και τρεις ημέρες. Μετά ο Ανδρέας μάς βρήκε το σπίτι επί της McCracken Avenue, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Northcote. Το εξασφάλισε, πληρώνοντας ο ίδιος την προκαταβολή….»

Ο Φώτης εργάσθηκε στους σιδηροδρόμους, το «ελληνικό κέντρο εργοδότησης». Τον έστειλαν στη Rosanna, ένα προάστιο της Μελβούρνης να καλύπτει τις τραβέρσες των τραινογραμμών με χαλίκι. Δεν μπόρεσε να αντέξει στη δουλειά αυτά περισσότερο από τρεις ημέρες. Μετά εργάσθηκε σε ένα εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών, στο τμήμα που έλιωναν το πλαστικό, πριν εργοδοτηθεί τελικά στο εντυπωσιακό Menzies Hotel στη γωνία William και Bourke Streets, στην πόλη. Ο Φώτης πάντα θυμόταν νοσταλγικά εκείνες τις ημέρες:

«Καθάριζα και σφουγγάριζα τα πατώματα, γυάλιζα τα σανίδια και σκούπιζα το καρπέτο. Δούλευαν εκεί τετρακόσιοι υπάλληλοι σε αυτό το εντυπωσιακό μέρος. Κατόρθωσα να αποσπάσω την εμπιστοσύνη του. Σε λίγο μού ανέθεσε να καθαρίζω τα βαρέλια της μπύρας, να ετοιμάζω τις βρύσες της μπύρας και το τμήμα που σχετιζόταν με το μπαρ. Εκεί ποτέ δεν με φώναζαν με το όνομά μου, αλλά «χρυσέ μου» και «λεβεντιά μου». Με εμπιστεύτηκαν σημαντικούς ρόλους στη μπυραρία. Ανέλαβα ακόμη και προϊστάμενος και έδωσε δουλειά σε πολλούς Έλληνες μετανάστες. Έδωσα την ευκαιρία και στο γιο μου τον Βασίλη να εργοδοτηθεί, αρχικά ως σερβιτόρος και αργότερα ως υπεύθυνος του μπαρ. Για πέντε ολόκληρα χρόνια εργαστήκαμε σε αυτό το ιστορικό μνημείο της Μελβούρνης, μέχρι που το αγόρασαν, το κατεδάφισαν για να ανεγείρουν εκεί ουρανοξύστη…»

Ακολούθησαν κι άλλες εργασίες, όπως αυτή στη National Bank, μετά μία εταιρεία καθαρισμού ως διαχειριστής υλικού, μέχρι που τελικά ήρθε στο ντεπό των τραμ στο Northcote όπου κατασκεύαζαν τα νέα τραμ της πόλης, για άλλα πέντε χρόνια.

Το 1980, ο Ανδρέας έκανε την αποφασιστική κίνηση. Πλησίασε τον αδελφό του Φώτη: «Κοίτα αδελφέ, με τα ταξί θα έχουν τα παιδιά σου καλή ζωή, αλλά δεν θα μπορέσουν να κάνουν χρήματα» τον συμβούλευσε. «Πρέπει τώρα να πουλήσουν τα ταξί, όπως έκανα κι εγώ, και να μπουν στη βιομηχανία κατανάλωσης καυσίμων». Ήταν μια σοφή πρόταση βασισμένη σε εμπειρίες που ο ίδιος είχε βιώσει με τα παιδιά του. Η οικογένεια του Φώτη Ανδριανόπουλου αγόρασαν το πρώτο πρατήριο βενζίνης στο 465 Bridge Road και River Street στο Richmond, το οποίο έκτοτε το διατήρησαν ως αρχηγείο της επιχείρησης.

Τα παιδιά του Φώτη μετά την επιτυχή τους επιχειρηματική εμφάνιση στο Richmond, γρήγορα αύξησαν την παρουσία τους και σε άλλα πρατήρια καυσίμων στη μητροπολιτική περιοχή της Μελβούρνης. Στα 80 γενέθλιά του το 2007, όταν του ζήτησαν να πει μερικές λέξεις, ο Φώτης έκανε έναν απολογισμό. «Όπου και να κοιτάξω βλέπω πρόσωπα από το Πικέρνι και απογόνους. Το φτωχό μας χωριό ερημώθηκε. Όλοι εμείς που είμαστε παρόντες στην αίθουσα αυτή, πήγαμε καλά. Κλείσαμε παλιές πληγές και πλουτίσαμε. Οι οικογένειές μας απέκτησαν χρήματα, επιχειρήσεις, κτίρια και ουρανοξύστες. Όλοι, χρεωστάμε τα πλούτη και την προκοπή μας στον Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσουμε. Όλα ξεκίνησαν από αυτόν. Αυτός μάς έφερε στην Αυστραλία και μετά εγώ έφερα όλους εσάς, τους περισσότερους. Αυτός μάς έβαλε στις επιχειρήσεις που έχουμε, αυτός έδειξε τον δρόμο σε όλους μας. Θέλω ο Θεός να κόβει χρόνια από μένα και να δίνει στον Ανδρέα!». Όταν ήρθα στην Αυστραλία ποτέ δεν ξέχασα τους συγγενείς μας στο Πικέρνι. Προσκάλεσα δεκάδες συγγενείς μου και συγγενείς της γυναίκας μου..»

Ο Φώτης και η γυναίκα του, Αλεξάνδρα, αποτέλεσαν για πολλούς τα προπύλαια της επιτυχίας στην Αυστραλία. Αυτοί τους προσκάλεσαν, τους φιλοξένησαν, τους βρήκαν εργασία, τους προσέτρεξαν. Θυμόταν ο αείμνηστος Φώτης: «Προσωπικά προσκάλεσα στην Αυστραλία, ως εγγυητής, πολλούς Έλληνες από την Αρκαδία. Οι περισσότεροι ήσαν συγγενείς, αρκετοί μού ήταν σχεδόν άγνωστοι, ήταν όμως φτωχοί άνθρωποι και εργατικοί. Έφερα τη λατρευτή μου θεία την Ευφροσύνη και τον σύζυγό της τον Θεόδωρο Μπουντρούκα, τη θυγατέρα τους Ανθούλα και τον Φρίξο τον γιο τους, την αδελφή της γυναίκας μου Μαρίνα με τον σύζυγό της τον Μανόλη Γάσπαρη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Armidale, τον Νίκο Ανδριανάκο, ο οποίος αρχικά έζησε στο σπίτι μου, τον Αριστοτέλη Κατσαρό με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Βασίλη Ντάνο, τον αδελφό της Σοφούλας, τη Βασιλική και τον Δημήτριο Ντανόπουλο, τον Βασίλειο Ανδριανόπουλο, τα ξαδέρφια μου Σταυρούλα και Βασίλειο Παπαγιάννη και τον άλλο ξάδελφό μου τον Απόστολο Δημόπουλο και άλλους πολλούς. Τα τελευταία χρόνια έπρεπε να αγωνιστώ για όλους, να τους προσκαλέσω, να τους βρω εργασία και να τους φροντίσω τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασης. Οι σχέσεις μεταξύ συγγενών τότε ήσαν περισσότερο δεμένες, τότε…»

Ο πιστός σύμμαχος του Φώτη ήταν η γυναίκα του Αλεξάνδρα. Ήταν μια γυναίκα που έλαμπε από στοργή και κατανόηση. Ήταν προικισμένη με ιώβεια υπομονή και πνεύμα καρτερικότητας. Από μικρό παιδί μεγάλωσε στην ανέχεια και γνώριζε να εκτιμά τόσο το χρήμα όσο και τη φτώχεια. Ήταν εξοικειωμένη με όλες τις άγριες συνέπειες που προκάλεσε στην Ελλάδα ο διαρκής πόλεμος και η φτώχεια των ανθρώπων. Έμεινε πάντα ταπεινή στην καρδιά, προσφέροντας φιλοξενία σε οποιονδήποτε περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της, καθώς και σε όλους εκείνους τους μετανάστες που πρωτοέφταναν στην Αυστραλία και τους ζητούσαν στήριξη. Τρία χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατό της στην Ελλάδα, ο Φώτης, με την επιμονή και του πατέρα του νυμφεύθηκε τη Γεωργία, μία καλόγνωμη και καρτερική γυναίκα και έζησαν μαζί τα υπόλοιπα χρόνια του.

Μετά τον πρόωρο θάνατο της Αλεξάνδρας το 1992, το σπίτι της στο Northcote εγκαταλείφθηκε από τους τακτικούς θαμώνες τους. Αυτός ίσως μπορεί να ερμηνευτεί ότι ήταν η Αλεξάνδρα το πρόσωπο που έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο στις συνάξεις των συντοπιτών τους στο σπιτικό της. Ήταν ο Φώτης και η Αλεξάνδρα που ενεφύσησαν στους τέσσερις γιους και στη μια θυγατέρα τους το πνεύμα της συντροφικότητας και της ενότητας μεταξύ τους και αργότερα και στον γαμπρό τους, Αντώνη, να παραμείνουν αρραγείς και συνεργαζόμενοι ως συνέταιροι για πενήντα και πλέον χρόνια κόντρα σε εξωτερικές επιδράσεις.

‘Ετσι κι έζησαν. Ο Φώτης Ανδριανόπουλος παρέμεινε πιστός οικογενειάρχης και αφοσιωμένος πατέρας. Η ευθύτητα του χαρακτήρα του, και το πλούσιο συναίσθημα που ένιωθε για την Αρκαδία, τον έφεραν στις επάλξεις του οργανωμένου αρκαδικού στοιχείου. Έγινε μέλος του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης και Βικτωρίας από το 1964, όπου και υπηρέτησε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

Στις συνάξεις των «Κολοκοτρονέων», παρέμενε η φωνή της συναίνεσης και της σύνεσης. Παρά το ότι ήταν ευέξαπτος χαρακτήρας, ενθουσιώδης και αυθόρμητος, γνώριζε ότι ως μεγαλύτερος θα έπρεπε να επιβάλλεται με ηπιότητα. Σύντομα ο θυμός του εξαφανιζόταν και γινόταν ήπιος και πράος, όπως το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Παρέμεινε μέντορας και χρήσιμος σύμβουλος στα παιδιά, στα εγγόνια του, στους Αρκάδες και σε όλους όσοι ζητούσαν να ακούσουν τον συνετό του λόγο. Εγκατέλειψε τα γήινα αφήνοντας πίσω μια παρακαταθήκη. Ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει όρθιος, να αγωνίζεται, να μάχεται, κι όταν πέφτει να σηκώνεται. Ο Φώτης Ανδριανόπουλος είναι η γενιά του 1920, οι άνθρωποι που έσκαβαν νταμάρια, άνοιγαν πηγάδια, σήκωναν τόνους από βράχια για να τα κάνουν τείχη, υπηρέτησαν την πατρίδα τους με πάθος, υπηρέτησαν τους συντοπίτες τους με αυταπάρνηση, με στοργή και ανθρωπιά. Κι όταν κατάλαβαν ότι έπρεπε να κάνουν το μεγάλο βήμα, το έκαναν. Πήραν τα παιδιά τους κι ήρθαν στην Αυστραλία. Εδώ πόνεσαν αλλά ανταμείφθηκαν, ανάστησαν τα παιδιά τους και τους έδωσαν την ευκαιρία να καταξιωθούν ως επιχειρηματίες και έγκριτοι πολίτες. Πολλά χρεωστάμε όλοι στους μετανάστες αυτούς, όπως και στον Φώτη Ανδριανόπουλο, τον γίγαντα της Μαντινείας.