Featured

Καφενείον «Ο Καραϊσκάκης»

Ο Χρήστος Ωραιόπουλος γράφει για ένα καφενείο με το οποίο διατηρεί ένα ιδιαίτερο δέσιμο.

Parallaxi
καφενείον-ο-καραϊσκάκης-522012
Parallaxi

Λέξεις – Εικόνες: Χρήστος Ωραιόπουλος

Με το συγκεκριμένο καφενείο διατηρώ ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, επειδή δεν μπορούσα να δουλέψω καλά στο σπίτι, πήγαινα σε καφενεία. Τα καφενεία έχουν μια φασαρία που σε αντίθεση με την παιδική, δεν σε αποσπά σχεδόν καθόλου. Στον Καραϊσκάκη, λοιπόν, αποτύπωσα γραπτά μια ιδέα που επεξεργαζόμουν καιρό. Έγραψα το διήγημα που τυμπάνιζε στο μυαλό μου, του οποίου ο τίτλος έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου. Εδώ απομονώθηκα ένα καλοκαιριάτικο μεσημεροαπόγευμα, με βαθύ πορτοκαλί, κολοκυθί ήλιο και σκεφτόμουν ώρες, για να γράψω.

Περπατάω ξανά την οδό Κύπρου, λίγο κάτω από το γαλλικό Ινστιτούτο μέχρι να πιάσω την Καραϊσκάκη. Σήμερα ανακάλυψα ότι έχει λαϊκή, όπως κάθε Δευτέρα. Δύο από τα πράγματα που αγαπώ, τα καφενεία και οι λαϊκές σε μια οδό. Προσπερνάω πάγκους με φρέσκα αυγά, ρύζια σπυρωτά, πιλάφια, μπρόκολα και κουνουπίδια και στέκομαι για λίγο πάνω από τον πάγκο με τα εσπεριδοειδή να μυρίσω τα μανταρίνια. Φωτογραφίζω ανάμεσα σε μεγάλες κυρίες και φρούτα το καφενεία από έξω και μπαίνω.

Κυριαρχεί η μυρωδιά μαγειρευτού φαγητού και πρέπει να είναι η φασολάδα που σερβίρουν μεταξύ άλλων για ουζομεζέ. Σε αυτό το καφενείο μπαινοβγαίνουν και γυναίκες, για την ακρίβεια βοηθάνε στο σερβίρισμα. Υποθέτω η γυναίκα και η αδερφή του πρώτου άνδρα. Εδώ δύο είναι οι άξονες, τα ιερά και όσια. Ο ΠΑΟΚ και ο Καζαντζίδης. Μάλιστα η φωτογραφία του Στέλιου δεσπόζει και δίπλα της κρέμεται μια σημαιούλα του δικεφάλου του Βορρά, σαν μικρό λάβαρο. Οι θαμώνες σήμερα είναι ήρεμοι και δεν μιλάνε για μπάλα. Η ισοπαλία με το γαύρο τους χάλασε. Αδιάφορη. Η νίκη θα τους είχε μεθύσει με χαρά και σήμερα θα έπιναν μια ρετσίνα παραπάνω. Η ήττα θα τους έκανε να διαμαρτύρονται με δυνατή φωνή, να τρώγονται με τα ρούχα τους και να βρίσκουν λάθος την ποσότητα ζάχαρης στον καφέ.

Ήρθα γύρω στις 12 και 30. Τέτοια ώρα εδώ έχουν σερβιριστεί οι τελευταίοι καφέδες και έχουν αρχίσει τα πρώτα ούζα. Μεζέδες πάνε κι έρχονται. Λαϊκατζήδες κλέβουν λίγο χρόνο και χτυπάνε μια ρετσίνα στο πόδι. Για τους πρεφαδόρους υπάρχουν ειδικά τραπέζια με τη χαρακτηριστική πράσινη τσόχα χωμένοι στο τραπέζι και όχι απλά απλωμένοι. Ιδιαίτερη κατασκευή για τους ιδιαίτερους και ιδιότροπους. 

Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Μιλάνε, ενώ κάθονται σε διαφορετικά τραπέζια. Στο καφενείο είναι κάτι σαν μυσταγωγικός κανόνας να έχεις το τραπέζι σου. Είναι σαν το γραφείο σου στο σπίτι. Αν ήμασταν στη θάλασσα το τραπέζι θα ήταν το βαρκάκι του καθενός. Εκεί ο καθένας μπορεί να σκέφτεται, να χάνεται, να πίνει αυτό που θέλει χωρίς να πρέπει να συσκεφτεί με κάποιον άλλο. Αν θέλει παρέα, θα τη φέρει. Αν δεν θέλει θα σκεφτεί και να μιλήσει. Όπως ο κύριος δίπλα μου που σε μια μου ερώτηση κούνησε απλά το κεφάλι.

Αν κάτι με απασχολήσει ξανά τόσο έντονα, αν θέλω να βρω εκείνο το κάτι για να γράψω, όπως τότε πριν κάποιους μήνες που βρήκα το πνεύμα του βιβλίου μου, θα έρθω στον Καραϊσκάκη να το γράψω. Όπως θέλω, όπως πρέπει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα