ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μια αλλιώτικη ξενάγηση: Ψηφίδες από την ιστορία του ρεθεμνιώτικου χιούμορ

0

Ποιος είπε ότι η ιστορία είναι κατ’ ανάγκη ανιαρή; Θα προσπαθήσουμε να τον διαψεύσουμε με μια ακόμα διαφορετική περιήγηση, μετά από εκείνες που πραγματοποιήσαμε με θέματα τις δύσκολες ιστορικές ώρες (Το Ρέθυμνο του τρόμου) και τη διατροφή (Η Τροφή του Ρεθύμνου). Γιατί, ένας τόπος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις σοβαρές στιγμές του, αλλά και από τις εύθυμες, οι οποίες μάλιστα είναι ευθέως ανάλογες με την ευφυΐα και την ευρύτητα σκέψης των κατοίκων του.

Όπως είχε τοποθετήσει το θέμα ο Βολταίρος, «Το χιούμορ είναι το προνόμιο της ευφυΐας», και τέτοια φαίνεται να διέθετε διαχρονικά άφθονη ο τόπος μας. Η ιστορία του βρίθει από αστεία και ανέκδοτα, από κωμικές και τραγελαφικές καταστάσεις, από ειρωνείες και παρωδίες, από «μπροκώματα», «πετσώματα» και «ρέγκια», από φάρσες, μασκαρέματα, νίλες και γκάφες. Ας δούμε σήμερα συντομογραφικά κάποιες από αυτές.

Υπήρξε άραγε εποχή που οι κάτοικοι της πόλης μας να αποξεχνιούνταν από την οικονομική τους ανέχεια και μιζέρια, σκαρώνοντας συστηματικά φάρσες στους φίλους τους, στους γείτονές τους, ακόμα και στους/στις συζύγους τους; Ποια πλάκα σκάρωσε κάποτε ο μακαρίτης λουκουματζής Μανόλης Κανακάκης στη γυναίκα του, ώστε αυτή να του την αντιγυρίσει, κατά πολύ χειρότερη, τόσο που οι Ρεθεμνιώτες μέχρι πριν από λίγα χρόνια να γελούν με τη «σουπιά» του κουμπάρου τού γαλατά;

Τι δουλειά είχε ο μακαρίτης Μαρκεζίνης στο Ρέθυμνο και ποια σχέση μπορεί να είχε με τον επίσης μακαρίτη Βασίλη Τζανιδάκη, τον επονομαζόμενο και «Καναρίνη», που ζούσε στην Παλιά Πόλη, στην περιοχή της Σοχώρας; Πού μπορεί να εμπλεκόταν ο πιο άσχημος πολιτικός της Ελλάδας με τα εμπορεύματα του ομορφάντρα Καναρίνη, ώστε εκείνος να αναγκαστεί ν’ αναφωνήσει αγανακτισμένος: «Θεόψυχά μου, μα θα τσοι κάμει, θέλει, ν’ ανάψουνε τσ’ αθοτύρους μου, ο ασκημομούρης»;

Τι μπορεί να σκαρώσει ένα ευφυές και σπιρτάτο γκαρσόνι σ’ ένα καθώς πρέπει κατάστημα εστίασης; Ένα τέτοιο διέθετε το βενιζελικό εστιατόριο του Αντώνη Λαμπάκη στην παραλία, το πρώτο που τόλμησε να βγάλει καθίσματα στην αμμουδιά, πριν ακόμη από την κατασκευή της Προκυμαίας. Τι να σκάρωσε πάλι το γκαρσόνι στον αξιότιμο διευθυντή Τράπεζας κ. Βλαχάκη, έτσι που εκείνος, παρότι εξοργισμένος, να υποκρίνεται ότι γελά μαζί με τους υπόλοιπους θαμώνες;

Ποια τραγελαφικά συνέβησαν κατά την αρχική περίοδο λειτουργίας των τουριστικών ξενοδοχείων της πόλης, τη δεκαετία κατά του 1970; Και γιατί ο αείμνηστος Τάκης Δασκαλαντωνάκης δεν προσέλαβε το 1976 στο «Ρίθυμνα» τον κοντοχωριανό του Νικολή από την Κοξαρέ, αφού εκείνος ήξερε να λέει μέχρι και το «come hier»;

Είναι δυνατόν στο Ρέθυμνο, που έχει σήμερα να δει θαλάσσια συγκοινωνία παραπάνω από πέντε χρόνια, να υπήρξαν περίοδοι που φουντάριζαν αρόδο μέχρι και τρία καράβια ταυτόχρονα; Μπορεί το επιβατικό και εμπορευματικό του έργο να ήταν τόσο μεγάλο και ο ανταγωνισμός τόσο έντονος, που τα εισιτήρια να προσφέρονταν ακόμη και δωρεάν; Και εάν ναι, τι ήταν τότε αυτό που έκανε τον Πεντεφούντη, τον τελάλη της πόλης, να καγχάζει;

Εκτός από το καλό του όνομα, εκείνο που θέλει κάθε επαγγελματίας είναι να πληρώνεται για τις υπηρεσίες που προσφέρει. Τι ίδιο ασφαλώς συνέβαινε και με τον Βασίλη Σκεπετζή και το μαγέρικο με τις ονομαστές μακαρονάδες του στην οδό Αρκαδίου. Γι’ αυτό και, όταν κάποια φορά διαπίστωσε ότι μια παρέα Ανωγειανών σκόπευε να μην τον πληρώσει, διακινδύνευσε ένα στοίχημα. Πώς λοιπόν τα κατάφερε και το έχασε;

Ο Εμμανουήλ Παπαδάκης ή Παπαδάκος (1830-1878) ήταν ένας πλούσιος λαδέμπορος από την Επισκοπή Ρεθύμνης. Ήταν ευτυχισμένος που γνώρισε και παντρεύτηκε την όμορφη Ιταλίδα Ελέγκω Santantonio, η οποία του χάρισε εννιά όμορφα παιδιά. Για ποιο λόγο όμως κόντεψε να λιποθυμήσει όταν ο υπηρέτης, ερχόμενος τρεχάτος από το μαιευτήριο, του τραύλισε στ’ αυτί «Υό... υό!»;

Ο γιατρός Αθανασίου είναι γνωστός στους παλιότερους Ρεθεμνιώτες για τον επαγγελματισμό και την αυστηρότητά του. Κάποια εποχή προσέφερε τις υπηρεσίες του και στην Κλινική του αείμνηστου Νίκου Κοκονά στο Παλιό Λιμάνι, που ήταν μεγάλο πειραχτήρι. Τι ήταν λοιπόν αυτό που του πρότεινε η -επίσης μακαρίτισσα- Γερακαριανή κυρία Ουρανία, και που τον έκανε να χάσει την ξακουστή ψυχραιμία του;

Υπάρχει τρόπος να κάνεις τον προϊστάμενό σου να σκάσει από το κακό του, χωρίς όμως να διατρέχεις τον κίνδυνο να σε απολύσει και να βρεθείς άνεργος; Ασφαλώς υπάρχει, όπως δείχνει το παράδειγμα ενός υπαλλήλου των ΤΤΤ (Ταχυδρομεία-Τηλεγραφεία-Τηλεφωνεία), που έκανε τον συμπολίτη μας διευθυντή του Θεμιστοκλή Πενθερουδάκη (στη φωτογραφία με τον αριθμό 3) να το φυσάει και να μην κρυώνει.

Είναι δυνατόν να συνέβαιναν ευτράπελα, όπως της «Βαβυλωνίας» του Δημητρίου Βυζαντίου, στην πόλη μας; Τι μπορούσαν άραγε να καταλάβουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του Μασταμπά από φράσεις των γηγενών, όπως: «Εκειά που κάθουμαινε στο ντουκιάνι κι έπινα το γκαϊφέ μου γροικώ ένα χίλιου διαόλου μαλιχουλέ»; Και τι να τους πρωτοεξηγούσε το οικότροφό τους μαθητούδι από τα Βρυσινοχώρια;

Γιατί άραγε οι Ρεθεμνιώτες έκλειναν τα μαγαζιά τους και έτρεχαν «πατείς με πατώ σε» στα Δικαστήρια όταν αγόρευε ο αξέχαστος δικηγόρος Ευθύβουλος Τσουδερός; Είναι δυνατόν εκείνος, καβίδικος Βενιζελικός, να αποκάλεσε «τενεκέ» τον βασιλικότατο εισαγγελέα, χωρίς να τιμωρηθεί; Και πώς κάποτε τον κατάφερε να κρατά στο χέρι του και να κινεί αριστερά δεξιά το φουκάρι ενός μαχαιριού;

Πώς εκδικούνταν οι μαθητές του Ρεθύμνου τους δασκάλους και τους καθηγητές τους; Πώς γελοιοποιούσαν τα ιερά και τα όσια, όπως την Κυριακή Προσευχή και τον Εθνικό Ύμνο; Τι σκάρωναν σε όσους εκπαιδευτικούς είχαν αναπηρία και ποια παρατσούκλια τους έβγαζαν; Σε ποιους περιποιούσαν τιμές, με παρωνύμια όπως «Γαλότσα», «Κατσαρόλα», «Μπακαλιάρος» και «Bestia»;

Ήταν άραγε ο Καλλίνικος Νικολετάκις ο πιο ευπροσήγορος και φιλοπαίγμων επίσκοπος του Ρεθύμνου; Πώς αντιμετώπισε κάποτε τον καλόγερο που είχε αφήσει έγκυο μια κοπελούδα; Πώς κατάφερε να αποσπάσει από τον πιο τσιγκούνη Ρεθεμνιώτη έμπορο κάμποσα σωρουλάκια ταλίρων κατά τον Σαββατιάτικο έρανο υπέρ των εκπαιδευτηρίων της πόλης; Και πώς βρέθηκε να κάνει τον προξενητή, ώστε να μη σταματά αργότερα ν’ ακούει από τον γαμπρό τη μαντινάδα:

           Καλλιά την είχα όμορφη να μπαίνει στην αυλή μου

            παρά του κόσμου τα καλά και να πονεί η ψυχή μου!

Πόσο δηκτικός μπορούσε να γίνει κάποιες φορές ο επί δεκαετίες δήμαρχος του Ρεθύμνου  Τίτος Πετυχάκης; Τι ανταπάντησε με έγγραφό του στην Αστυνομία, όταν διαπίστωσε ότι τα όργανά της αδιαφορούσαν για τις εντολές που είχαν και τον έγραφαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους; Ποια Κίρκη είχε μεταμορφώσει τελικά τους αστυνομικούς σε «γουρούνια»;

Ποιος ήταν ο συμπολίτης -καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται- που πριν από μισό αιώνα έγινε περίγελος των επαγγελματιών της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων, όταν βγήκε από το κατάστημά του φωνάζοντας προς τον ανδριάντα του Κωστή Γιαμπουδάκη: «Κύριε Γιαμπουδάκη, κύριε Γιαμπουδάκη, ελάτε στο τηλέφωνο»!

Πώς έγινε και ο Ρεθεμνιώτης ζωγράφος και αγιογράφος Ιωάννης Παπαδόπουλος δέχτηκε να ζωγραφίσει τον συνώνυμό του Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο όχι ξυπόλυτο, όπως πάντα απεικονίζεται, αλλά παπουτσωμένο και μάλιστα με κρητικά στιβανάκια; Και γιατί ο καραγκιοζοπαίχτης Νόντας Λελεδάκης ανέστησε σε παράστασή του τον Αθανάσιο Διάκο, μετά τον μαρτυρικό -με ανασκολοπισμό και σούβλισμα- θάνατό του.

Πώς ήταν δυνατόν ο Στυλιανός Παττακός, ο «Στελιανάκης από την Αγιά Παρασκή», να ικανοποιήσει τα εκατοντάδες αιτήματα που του υπέβαλλαν οι συντοπίτες τους, κατά τις συχνές καθόδους του στο Ρέθυμνο; Δεν έφτανε που του ζητούσαν σύνδεση του χωριού τους με τη ΔΕΗ, ασφαλτόστρωση του δρόμου, διορισμό του γιου, υδροδότηση των κατοικιών του χωριού, αλλά εκλιπαρούσαν και για μεταμοσχεύσεις οργάνων! Και γιατί απάντησε στην απορία της ορντινάντσας που είχε βάλει να τα σημειώνει: «Μωρέ μπουνταλά, γιατί, και όλοι οι άλλοι, τι νομίζεις ότι θα πάρουν;»;

Η εύθυμη διάθεση των Ρεθεμνιωτών είναι ασφαλώς διαχρονική, όπως φαίνεται και από τα ανέκδοτα που σκαρώνουν μέχρι και σήμερα για τους Ανωγειανούς ή εκείνα που προσάπτουν στον -επίσης Ανωγειανό- Ψαραντώνη, για παράδειγμα όταν πήγε να διασχίσει με το αυτοκίνητό του ανάποδα τη Λεωφόρο Κουντουριώτη. Και πιο πρόσφατα, αμέτρητα ήταν τα ανέκδοτα και τα ευφυολογήματα που σκαρώθηκαν, όταν η ασφαλτόστρωση της οδού Επιμενίδου Μαρούλη έγινε χωρίς να απομακρυνθούν τα σταθμευμένα σ’ αυτήν οχήματα. Γεγονός που εξόργισε τη δημοτική αρχή, που δεν φαίνεται να διακρίνεται για το χιούμορ της...

Αλλά και η εφημερίδα που μας φιλοξενεί, δεν πάει καθόλου μα καθόλου πίσω στον τομέα του χιούμορ! Φαίνεται ότι δεν την έφτανε το πείραχτρο RANtaPLAN (Γ.Μ.) με τα «Ραβασάκια» του, αλλά προστέθηκαν στη συνέχεια ο Μανούσος Κλάδος με την «Επιλόγιο Κατάληξη» και η Αθηνά Πετρακάκη με το «Casus Belli» της. Και βέβαια μαζί μ’ αυτούς ο Πάνος Γιάκας με τις βδομαδιάτικες γελοιογραφίες του «μπροκώνει» όποιον και όποτε μπορεί, έτσι που η εφημερίδα να κινδυνεύει να μετονομαστεί από σκέτο «Ρέθεμνος» σε «Ρέθεμνος του χιούμορ»!

Αυτές και άλλες πολλές  εύθυμες στιγμές της πόλης θα επιχειρήσουμε να ξαναζήσουμε με μια ιστορική περιήγηση, με τον τίτλο Ψηφίδες από την ιστορία του ρεθεμνιώτικου χιούμορ, στους τόπους ακριβώς στους οποίους έλαβαν χώρα την προσεχή Δευτέρα 22 Οκτωβρίου στις 6.00 μ.μ., στα πλαίσια των Ημερών Ρεθύμνου. Στην κατάληξή της, στις 7.30, θα μαζευτούμε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, όπου όλοι μαζί, ο Τάσος Κόλλιας, η Κατερίνα Τσακάλη, ο Βασίλης Αστρινός, ο Θωμάς Κρεβετζάκης, ο υπογραφόμενος και όσοι άλλοι θα το βγάλουν όρεξη, θα διαβάσουμε και θα αφηγηθούμε ιστορικά ανέκδοτα και ευφυολογήματα. Η περιήγηση και η εκδήλωση αυτή έρχονται να μας θυμίσουν ότι το χιούμορ αποτελούσε σε όλες τις ιστορικές περιόδους αναπόσπαστη εκδήλωση του πολιτισμού και της καθημερινότητας του Ρεθύμνου.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ