Τα συν και πλην του κυβερνητικού πακέτου για οικονομία-εργασία

Τα συν και πλην του κυβερνητικού πακέτου για οικονομία-εργασία, Βασίλης Ασημακόπουλος

Είναι κοινή τάση των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ η στροφή σε κρατικο-φιλελεύθερες πολιτικές για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την κρίση που επιφέρει σε οικονομία-εργασία. Στο επίπεδο της Ευρωζώνης, η αναγκαία στροφή για την αντιμετώπιση της κρίσης καταγράφηκε, μέχρι στιγμής, στην αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, στο πάγωμα για τα πλεονάσματα και για την εφαρμογή των κανόνων στις κρατικές ενισχύσεις. Ήδη σχηματοποιούνται δύο στρατόπεδα.

Εκείνο των κρατών-μελών που ζητά μια απλόχερη κεϋνσιανού χαρακτήρα πολιτική με την έκδοση coronabonds (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα κ.α.). Η άλλη ομάδα (Γερμανία, Ολλανδία και οι σύμμαχοί τους) είναι αντίθετη σε αμοιβαιοποίηση του χρέους που θεωρούν ότι εισάγεται με το ευρωομολόγο. Κινείται σε μονεταριστική κατεύθυνση, σύμφωνη με τους κανονισμούς του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας), πιστωτικές γραμμές, μνημόνια κλπ.

Οι τάσεις καταγράφουν τις αντιθέσεις των εθνικών οικονομιών (διαφορετικές ανάγκες, διαφορές στην ανταγωνιστικότητα) σε συνθήκες ραγδαίας ύφεσης, σε μια πρωτοφανή κρίση ζήτησης και προσφοράς. Η οικονομική κρίση είναι μεγάλη, θα διαμορφώσει νέες ισορροπίες, θέτοντας σε δοκιμασία τα άρθρα πίστεως της ΕΕ και της ΕΚΤ, σε συνθήκες γενικευμένου εμπορικού πολέμου και έντονης γεωπολιτικής κινητικότητας.

Το πακέτο οικονομικών-εργασιακών μέτρων, που εγκαίρως έλαβε η κυβέρνηση, έχει τα χαρακτηριστικά των μέτρων που εισηγείται η ΕΕ με επιμέρους διαφοροποιήσεις που δεν αναιρούν τη γενική τάση. Η μέχρι τώρα διαχείριση μαρτυρά μια εκ των πραγμάτων ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και της διοίκησης με ταυτόχρονη υποχώρηση της νομοθετικής εξουσίας. Αυτό προκύπτει από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, τις Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και τις εγκυκλίους που έχουν εκδοθεί.

Επιστράτευση πατερναλισμού

Το πρώτο στοιχείο είναι η κρατική παρέμβαση με όρους πατερναλιστικούς. Δεν αφήνεται σ’ αυτή τη φάση να λειτουργήσουν σε όλη τους την έκταση και ένταση οι εκκαθαριστικές δυνάμεις της αγοράς, ούτε το ισχύον, μέχρι την εκδήλωση της κρίσης, δίκαιο. Είναι μια υπόθεση ότι το προϊσχύσαν δίκαιο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά εν τέλει σε ένα ενδεχόμενο κύμα απολύσεων σε συνθήκες κρίσης.

Είναι, όμως, πλέον πιθανόν να γινόταν επίκληση διατάξεων που αφορούν τις συνθήκες ανωτέρας βίας και θα οδηγούσαν σε αναστολή καταβολής μισθών (αρ. 656 Αστικού Κώδικα) ή σε απολύσεις ακόμα και χωρίς αποζημίωση (αρ. 6 ν. 2112/20), ωθώντας σε ένα έντονο κλίμα κοινωνικής σύγκρουσης και αυξημένων δικαστικών διενέξεων. Η κυβέρνηση έκανε μια επιλογή κατ’ αρχάς ασφάλειας δικαίου. Μετέθεσε στον χρόνο τυχόν δικαστικές επιπλοκές, με τη διαμόρφωση ενός ειδικού έκτακτου καθεστώτος αντιμετώπισης με κρατικές δαπάνες της τάσης καταστροφής των δυνάμεων κεφαλαίου και εργασίας.

Κεντρική κατεύθυνση συνιστά η προσπάθεια διατήρησης της παραγωγικής βάσης μέσα από την διάσωση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Επιχειρήσεις που κλείνουν με κυβερνητική απόφαση, ή που εντάσσονται στις κατηγορίες ΚΑΔ (Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας), πληττόμενες ιδιαίτερα από την κρίση, απαλλάσσονται από την καταβολή μισθών, ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών υποχρεώσεων.

Ταυτόχρονα, το κράτος αναστέλλει τις συμβάσεις εργασίας, αναλαμβάνοντας το ίδιο την καταβολή μιας αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τους εργαζομένους (800 ευρώ για 1,5 μήνα) και την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών. Σ’ αυτές τις επιχειρήσεις απαγορεύεται η απόλυση και θεσπίζεται δέσμευση για διατήρηση ίδιου αριθμού θέσεων εργασίας για χρονικό διάστημα ίσο με εκείνο της αναστολής. Αλλά όχι υποχρεωτικά και με τους ίδιους εργασιακούς όρους (άρθρο 11, ΠΝΠ της 20-3-2020).

Εκ περιτροπής εργασία

Στις επιχειρήσεις που εξακολουθούν να λειτουργούν, είτε από επιλογή των εργοδοτών, είτε εκ του νόμου, έχει διαμορφωθεί νέο πλαίσιο υπέρ της ελαστικοποίησης των συμβάσεων εργασίας. Αυτό θα γίνεται κυρίως μέσα από τη δυνατότητα επιβολής καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης –χωρίς προηγούμενη διαβούλευση– σε εργαζόμενους τόσο με καθεστώς πλήρους, όσο και μερικής απασχόλησης, για περιορισμένο κατ’ αρχάς χρονικό διάστημα (άρθρο 9, ΠΝΠ της 20-3-2020).

Τούτο έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς επιβολής εκ περιτροπής εργασίας που πραγματοποιείται μόνον κατόπιν διαβούλευσης και μόνον σε εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Περαιτέρω, για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου, παρέχεται η δυνατότητα μεταφοράς του εργαζομένου, ως αποκλειστικό προϊόν απόφασης των επιχειρήσεων (σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο) με υποχρέωση τη διατήρηση του ίδιου αριθμού εργαζομένων που απασχολούνταν πριν τη μεταφορά. Όχι όμως υποχρεωτικά με τους ίδιους όρους σύμβασης εργασίας (άρθρο 10, ΠΝΠ της 20-3-2020). Και αυτό είναι σταθερή κατεύθυνση όπως θα δείξουμε στην συνέχεια.

Η κυβέρνηση στηρίζει τις επιχειρήσεις, στραγγίζοντας την οικονομική της ρευστότητα, διατηρεί τον αριθμό των θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις, διαμορφώνοντας πλαίσιο για μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των συμβάσεων εργασίας. Εκτός από τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, η κυβέρνηση υποστηρίζει ως ανωτέρω και τις μικρές επιχειρήσεις καθώς επίσης και τους αυτοαπασχολούμενους επιτηδευματίες σε μη επιστημονικούς κλάδους. Οι δικαιούμενοι αποζημίωσης ειδικού σκοπού απολαμβάνουν αναστολής δανειακών υποχρεώσεων στις τράπεζες. Σημαντικές μειώσεις στα μισθωτήρια τυγχάνουν όσες επαγγελματικές μισθώσεις αφορούν επιχειρήσεις που σταματούν τη λειτουργία τους με απόφαση δημόσιας αρχής και οι μισθώσεις κύριας κατοικίας εργαζομένων που απασχολούνται σ’ αυτές τις επιχειρήσεις (αρ. 2, ΠΝΠ της 20-3-2020).

Εχθρότητα στους ελεύθερους επαγγελματίες

Απεναντίας, η κυβέρνηση εξαιρεί, μέχρι στιγμής, από την αποζημίωση ειδικού σκοπού τους ελεύθερους επαγγελματίες-αυτοαπασχολούμενους σε επιστημονικούς κλάδους, με συνέπεια να μην απολαμβάνουν της αναστολής δανειακών υποχρεώσεων σε τράπεζες, ούτε των μειώσεων στα μισθωτήρια, αν και τους συμπεριλαμβάνει στα μέτρα αναστολής καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (αρ. 8, ΠΝΠ της 20-3-2020).

Η επιλογή αυτή, πέραν των πεπερασμένων ταμειακών δυνατοτήτων του δημοσίου, καταγράφει την εχθρότητα του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού μπλοκ εξουσίας απέναντι στα διευρυμένα στρώματα ελευθέρων επαγγελματιών-αυτοαπασχολουμένων σε επιστημονικούς κλάδους. Αντικειμενικά τα πιέζει πολύ περισσότερο σε συνθήκες κατάρρευσης της οικονομικής δραστηριότητας. Πρόκειται για έκφραση των ιδιαίτερα εκτεταμένων μορφών μικροϊδιοκτητικής παραγωγής, μιας ιδιομορφίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα και η διευρυμένη κοινωνική αναπαραγωγή τους υπήρξε διαχρονικά ανασταλτικός παράγοντας στις διαδικασίες συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης κεφαλαίου και παραγωγής. Και γι΄αυτό ίσως γίνονται φορείς δημοκρατισμού, αυτονομίας, εξισωτισμού και κινητικότητας, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις μιας παραδοσιακής αριστερής σκέψης και στερεοτύπων, που σ’ αυτά τα στρώματα έβλεπε μονοδιάστατα μια εκδοχή συντηρητισμού και σταθερού κοινωνικού στηρίγματος της κρατούσας κατάστασης. Πρόκειται για αναλυτικά σχήματα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα και εμπειρία.

Γι’ αυτό και ορισμένα τμήματά του, κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι δικηγόροι, βρέθηκαν στο στόχαστρο επί μνημονίων και συγκρούστηκαν συλλογικά με όλες τις κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο ζήτημα ειδικά της εξαίρεσης των δικηγόρων από την αποζημίωση ειδικού σκοπού, κυβερνητικά στελέχη απολογούνται στον δημόσιο διάλογο, ενώ οι δικηγορικοί σύλλογοι συντονίζουν την κριτική τους, αναδεικνύοντας το θέμα.

Μισθωτή εργασία και τηλεργασία

Ο χώρος της μισθωτής εργασίας δέχεται ισχυρές πιέσεις. Διατηρούνται κατ’ αρχάς οι θέσεις εργασίας, αλλά η κρατική αναπλήρωση των αποδοχών στις περιπτώσεις αναστολής των συμβάσεων εργασίας είναι περίπου στο 1/3. Ακόμα σημαντικότερη όμως είναι η νομοθετημένη δυνατότητα ελαστικοποίησης των συμβάσεων εργασίας, που θα δρα συνδυαστικά και πιεστικά με την οικονομική ύφεση και την άνοδο της ανεργίας.

Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν υπάρχει υποχρέωση διατήρησης του ίδιου αριθμού θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις που έλαβαν κρατική ενίσχυση με οποιονδήποτε τρόπο και κατ’ αρχάς δεν υφίσταται κίνητρο για απολύσεις, αλλά δεν υπάρχει δέσμευση για διατήρηση των ίδιων όρων στις συμβάσεις εργασίας. Και αυτό είναι το κρίσιμο. Θα διαμορφωθεί έντονη τάση υποτίμησης της αξίας της –με την ευρεία έννοια– εργατικής δύναμης μέσα από την πίεση για διαρκή ελαστικοποίηση υπό την απειλή της απόλυσης.

Στις επιχειρήσεις που εξακολουθούν να λειτουργούν γενικεύεται η τάση για την καθιέρωση του συστήματος της εξ αποστάσεως εργασίας, τη γνωστή τηλεργασία (αρ. 4 παρ. 2, ΠΝΠ 11-3-2020). Αυτό θα έχει πολλαπλές επιβαρυντικές συνέπειες για τον εργαζόμενο, ιδίως στο θέμα της εντατικοποίησης και της ελαστικοποίησης προς τα πάνω των ωρών εργασίας.

Η φωνή του ΣΥΡΙΖΑ

Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ασκεί κριτική, ούτε διαφοροποιείται από την κεντρική επιλογή της κυβέρνησης να διατηρήσει τις επιχειρήσεις με κρατικές δαπάνες. Ζητάει αναπλήρωση στο ακέραιο της απώλειας του μισθού μέσω της αύξησης της καταβαλλόμενης αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Πρόκειται δηλαδή για κριτική διανεμητικής κατεύθυνσης, συνεπής με μια αριστερά που διαμορφώθηκε κυρίαρχα ως δύναμη διανομής συνδικαλιστικού χαρακτήρα και φιλελεύθερου δικαιωματισμού, όχι ως δύναμη παραγωγής-πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ιστορικής ήττας της Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς από τη δεκαετία του ’80.

Τόσο οι δυνάμεις που έβλεπαν “κράτος”, όσο και αυτές που διατύπωναν αυτοδιαχειριστικούς προβληματισμούς οδηγήθηκαν σε ήττα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αποφεύγει συστηματικά να θέσει κάποιο ζήτημα λειτουργίας και συμπεριφοράς του τραπεζικού συστήματος στην κρίση, ασκεί κριτική στο ζήτημα της ελαστικοποίησης των συμβάσεων εργασίας, όπως επίσης και στην αύξηση του ημερήσιου ενοικίου των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας των ιδιωτικών κλινικών, αντί της άμεσης επίταξης.

Η κρίση είναι μεγάλη. Η ΕΕ βρίσκεται σε έντονο διχασμό. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να υπερβεί όχι μόνον την αποσάθρωση των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο στηρίζεται στον τουρισμό και αποδεικνύεται άκρως επισφαλές. Όλα αυτά βέβαια ενώ ο τουρκικός επεκτατισμός ασκεί διαρκή πίεση.


Σημείωση: Το παρόν κείμενο είχε ολοκληρωθεί στις 26-3-2020. Σήμερα, 29-3-2020, κυκλοφόρησε η υπ’ αριθ. 12998/232 ΚΥΑ, η οποία περιλαμβάνει μια σημαντική τροποποίηση. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες που πλήττονται σοβαρά εντασσόμενοι στις ΚΑΔ και εφόσον κάνουν χρήση ολική ή μερική των μέτρων αναστολής των συμβάσεων εργασίας, τότε η υποχρέωσή τους να διατηρήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας για ίσο χρονικό διάστημα με εκείνο της αναστολής, επεκτείνεται στη διατήρηση του ίδιου εργαζομένου, αλλά και με τους ίδιους όρους εργασίας, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν όσοι αποχωρούν οικειοθελώς, όσοι συνταξιοδοτούνται και όσοι έχουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Η κυβέρνηση με την εξειδίκευση αυτή ουσιαστικά αποδέχθηκε την κριτική που της είχε ασκηθεί στο συγκεκριμένο σημείο τόσο από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και από δικηγόρους-εργατολόγους στο δημόσιο διάλογο.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι