Μικτή τεχνική του Γιώργου Μικάλεφ

του Δημήτρη Λαμπρόπουλου

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από πέντε χρονών ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί – θαύμα. Στα οχτώ της χρόνια βρέθηκε στην Αίγλη του Ζαππείου να τραγουδά μαζί με τον Γούναρη. Όπως αναφέρει και ο αδελφός της, Κώστας Γώγος, στο TPP, «8 χρονών τραγούδαγε με τον Γούναρη στο Ζάππειο στην Αίγλη… Επειδή ο πατέρας μας ήταν λόγιος, την έβαζε από 7-8 χρονών να μαθαίνει ποιήματα και έτσι η Μπέμπα, η Κατερίνα, κόλλησε το μικρόβιο να γράφει».

Καθώς ο Κώστας κοιτάζει τις παλιές φωτογραφίες, αναμνήσεις και αγάπη ξεχειλίζουν. Ο Κώστας Γώγος ειναι Φυσικός, ζωγραφίζει, παίζει μουσική και αυτήν την εποχή τον βρίσκει να διδάσκει πληροφορική.

Η Κατερίνα έψαχνε την αγάπη, ήθελε να την αγαπάνε, «η Μπέμπα έψαχνε αγάπη ανηλεώς, ήθελε να την αγαπάνε, καθαρός άνθρωπος, καθαρή ψυχή, αλλά είχε αυτό το σαράκι της αυτοκαταστροφής. Η Κατερίνα προσπάθησε να βοηθήσει την Μυρτώ όταν είχε μπλέξει, αλλά τελικά σαν αυτοκαταστροφική που ήταν, έμπλεξε και η Κατερίνα.  Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος πάθη, ζούσε την ζωή σαν να μην υπήρχε αύριο» θυμάται ο Κώστας για την αδερφή του και και την κόρη της Κατερίνας, τη Μυρτώ Τάσιου, που το 2015 πήγε να «βρει» την αγαπημένη της μητέρα. 

«Κανά μήνα πριν πεθάνει η Κατερίνα, θυμάμαι», λέει ο Κώστας, «είχε έρθει στην Αίγινα, είχα πάρει τότε ένα σπίτι και ζούσα εκεί, είχε έρθει και την φιλοξένησα, δεν ήταν και τόσο καλά και εγώ τότε είχα το σχολείο, είχα δουλειές και δεν μπορούσα, ήθελε έναν άνθρωπο αποκλειστικά να είναι συνέχεια μαζί της.

»Και σου μιλάω τώρα για τα τελευταία της, γιατί στην αρχή ήταν αρχόντισσα, ερχόταν στο σπίτι με τα δώρα της, έφερνε δώρα σε όλους.

»Ερχόταν με το αμάξι και έλεγε “Άντε ελάτε να σας πάω για παγωτό”. Στην Αγία Βαρβάρα, θυμάμαι, σταματάει σε ένα φανάρι και έρχεται ένα τρίκυκλο από πίσω και μας δίνει μια, το έβαλε το αμάξι όλο μέσα. Κατεβαίνει η Κατερίνα, του λέει, “Τι έκανες βρε άνθρωπε; Δεν έπιασαν τα φρένα; Καλά εντάξει, δεν πειράζει φύγε” και γυρνάει και μας λέει μετά η Μπέμπα, “Λοιπόν μάγκες δεν έχει παγωτό σήμερα”».


Δεν ήθελε τις δεσμεύσεις

«Δεν ήθελε να αισθάνεται βολεμένη, το είχε αρρώστια αυτό. Με τον Ζορμπά που ήταν χρόνια μαζί και αγαπιόντουσαν, πήρε ο Ζορμπάς ένα σπιτάκι στη Νέα Σμύρνη. Έμεναν στα ενοίκια και τι πιο απλό από το να πάρει ένα σπίτι. Και της λέει ο Ζορμπάς, έλα να μείνουμε μαζί να παντρευτούμε κτλ… Εεε δεν άντεξε πάνω από 20 μέρες. Σηκώθηκε και έφυγε. “Απαπα, εγώ δεν μπορώ” έλεγε. Και πραγματικές καταστάσεις, αλλά την έπνιγαν και δικά της δαιμόνια. Δεν μπορούσε τις δεσμεύσεις, αυτές που απορρέουν συμβιβασμούς» λέει ο Κώστας Γώγος. 

Για το θέατρο

«Εγώ γεννήθηκα στην Πλάκα, στην Οδό Δαιδάλου 17, όπως είναι η πλατεία Κυδαθηναίων, η πρώτη παράλληλη από πίσω. Μέχρι τα δύο μου χρόνια ζούσαμε εκεί, η Κατερίνα ήταν 16-17 χρονών. Τότε έπαιζε σε ταινίες, σε θέατρο, στον Γούναρη την πήγαινε η μάνα μου, περνάγανε το δρόμο, τις στήλες του Ολυμπίου Διός και πηγαίνανε στην Αίγλη, στο Ζάππειο. Αλλά μας έπαιρνε στις ταινίες. Γύριζε ο Παύλος (σ.σ. Τάσσιος) ταινία και μας έλεγε με την Αργυρώ ( η αδερφή μας) “Άντε ελάτε”. Μερικές φορές καθόμασταν στο παγκάκι και μας τράβαγε τάχα μου.»

«Το θέατρο είναι μια πολύ δύσκολη και σάπια ιστορία, λόγω του μυαλού της, δεν έγινε ποτέ πρωταγωνίστρια. Είχε ξεκινήσει πριν από την Βουγιουκλάκη, έπαιζε με την Νινί Ζαχα το 1960. Το να είσαι παιδί θαύμα 5 χρονών, στα 10 να παίζεις θέατρο με τον Γούναρη, στα 12 κινηματογράφο, κανονικά στα 30 είσαι φίρμα, έτσι δεν πάει η πορεία; Αλλά έπαιζε ρόλους δεύτερους. Ο ένας της φερόταν άσχημα, ο άλλος …. Και έτσι πήγαινε στο θέατρο μόνο για μεροκάματο. Οι τελευταίες ταινίες την εξέφραζαν λιγάκι, αυτές με τον Τάσσιο, “Η παραγγελιά” (στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν ποιήματά της που απήγγειλε η ίδια), το “Βαρύ πεπόνι”, αυτήν με τον Θωμόπουλο» θυμάται ο Κώστας. 

Η Κατερίνα Γώγου ήταν άνθρωπος της παρέας. «Τώρα αν ήταν εδώ να δεις πώς θα περνάγαμε, με τα γέλια μας, το κέφι, άνθρωπος χωρατατζής, ερχόταν στο σπίτι και έλαμπε το σπίτι όλο».   

«Το βλέπεις αυτό;» με ρωτάει, δείχνοντάς μου ένα πορτρέτο της Κατερίνας, ζωγραφισμένο σε ένα βιβλίο-βιογραφία για την Γώγου. «Τι λέει; Αυτό είναι κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι δικό μου. Με έβλεπε τότε η Κατερίνα που ζωγράφιζα και μου λέει, “Έλα ρε συ ζωγράφισε και εμένα”. Της το ζωγράφισα και της το έδωσα, το είχε στο σπίτι της. Κάποιος το έκλεψε και το βρήκε αυτή και το έβαλε στο βιβλίο. Ποτέ δεν πήρε ένα τηλέφωνο να ρωτήσει για την Κατερίνα. Γιατί ξέρεις;  Πιο πολύ πουλάει το να γράψεις ότι ο πατέρας πήγαινε την Μπέμπα στον γυναικολόγο, να την εξετάσει να δει αν είναι παρθένα και αυτό το αναπαράγουν κι άλλοι… Δεν έκανε τέτοια πράγματα ο πατέρας μας, την αγάπαγε την Κατερίνα. Το βιβλίο λέει διάφορες ανακρίβειες για τη σχέση της Κατερίνας με τον πατέρα μας» λέει ο Κώστας, όπως «ότι της φερόταν άσχημα και άλλα. Ο πατέρας μου δεν αγάπησε άλλον άνθρωπο όσο την Κατερίνα, απλώς ήταν νευρικός άνθρωπος και το έδειχνε περίεργα».  


Χειρόγραφες αφιερώσεις της Κατερίνας στον πατέρα της

«Θα σου πω μια ιστορία που μου είχε πει η Κατερίνα, εγώ δεν ξέρω, δεν την έχω επαληθεύσει ποτέ, πιθανόν η αδελφή μου, η Αργυρώ να ξέρει. Ήταν 10-12 χρονών η Μπέμπα και την κοπανάει από το σπίτι και κάνει ωτοστόπ σε ένα φορτηγό ψυγείο. Και τι έκανες ρε Μπέμπα; “Έφυγα και πήγα στην Γερμανία”, που είχαμε μια θεία μας εκεί, “και εκεί πέρα με πήραν και με έβαλαν να δουλεύω σε ένα εργοστάσιο”, και μου περιέγραφε τώρα το πώς πήγαιναν για δουλειά. Ξυπνάγανε πρωί, σκοτάδι, και με κεριά στο χέρι περπατούσαν στον δρόμο για να πάνε στο εργοστάσιο», μου διηγείται ο Κωστας.

Η ποιητική της συλλογή πούλησε όσο και του Ελύτη
 

«Πόσο αληθινή έχει βγει με την ατάκα “Στο μυαλό είναι ο στόχος”… Αυτό και το “Σημασία έχει να μένεις άνθρωπος”, χιλιοειπωμένες λέξεις. Το θέμα είναι πώς τις λες, πρέπει να τις εννοείς και να τις ντύνεις με τη ζωή σου. Αυτή τις έντυσε, ό,τι είπε το τύλιξε με τη ζωούλα της και έφυγε. Έτσι την είχε γράψει την ποίησή της, με πόνο. Κι ο Ελύτης έγραφε φοβερή ποίηση, δεν την έγραφε με πόνο, ήταν πλούσιος, καθόταν στο σαλόνι του, έγραφε φοβερά ποιήματα αλλά με άλλο δρόμο, η αδελφή μου ακολούθησε τον δρόμο του πόνου. Και το έχω πει και στον Θεοδωράκη, στους Πρωταγωνιστές. Με κάλεσε, του λέω δεν δίνω συνεντεύξεις, μου λέει μη δώσεις, ένα απλό πλάνο… Μου λέει κι ο γιος μου πάμε για πλάκα. Κι ήρθε άρχισε και μου μίλαγε και τραβάγανε χωρίς να με ρωτήσει» λέει ο Κώστας, συνεχίζοντας:


Αδημοσίευτο ποίημα της Μυρτώς για την Κατερίνα

«Ήμουν φοιτητής, τρίτο έτος, κάπου το '78, πάω σπίτι, μου λέει “Έλα να σου δείξω, να σου διαβάσω κάτι που έχω γράψει”. Μου διαβάζει τα πρώτα από τα “Τρία κλικ αριστερά”. Φρικάρισα, τι είναι αυτά παιδάκι μου, της λέω. Θα μας πετάξουνε ντομάτες.

»Έκανα λάθος, έβγαζε τη ψυχούλα της. Αλλά όταν το πρωτοάκουσα, με τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιούσε… Τότε διάβαζα ποίηση, αλλά διάβαζα Ελύτη. Πήγαινε επίσκεψη σε έναν γιατρό και του λεγε “Πάρτα πουστόγιατρε, πάρτα και γάμησέ μας”. Της λέω αυτά θα τα δημοσιεύσεις; Τελικά ήταν από τις πετυχημένες ποιητικές συλλογές το “Τρία κλικ αριστερά”. Θυμάμαι γύρναγα από τη σχολή, στο λεωφορείο τρεις-τέσσερις διάβαζαν το βιβλίο.»


Χειρόγραφη αφιέρωση της Κατερίνας στον αδερφό της Κώστα

Ο Κώστας μιλάει για τα έργα της αδερφής του ενώ μου δείχνει διάφορα χειρόγραφα. «Πούλαγε όσο τα έργα του Ελύτη και του Ρίτσου. Τέτοια νούμερα δεν τα έπιανες εκείνη την εποχή. Γενικά στην Ελλάδα το βιβλίο δεν έκανε πολλά νούμερα, αλλά ποίηση ειδικά… Μίλαγε στον κόσμο, τον άγγιζε αμέσως, φάνηκε. Θυμάμαι ένα ποίημα, το '88 νομίζω το είχε γράψει, είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Και μου διάβαζε, καθόμασταν κάτω από τη μουριά και μου διάβαζε τα ποιήματά της. Μετά από 3-4 της έλεγα σταμάτα, μελαγχόλησα. Ξαναρχόταν και μου έλεγε “Πώς θα το ονομάσουμε ρε μαλάκα αυτό το βιβλίο;” Δεν μιλάς για τον πατέρα σου, της λέω; Είχε ένα κτηματάκι από πίσω κι είχε κληματαριές με σταφύλια. Μας φέρνει μια αρμαθιά σταφύλια και λέει το βρήκα! “Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών”.»

«Η Κατερίνα έγραφε πάνω στα βιβλία της. Στο σπίτι που ερχόταν, δεν ήταν περιβάλλον για να γράψει, ερχόταν επίσκεψη. Στο Αίγιο έγραφε, εκεί στο δωματιάκι της, υπάρχουν φωτογραφίες, κυκλοφορούν, ένα δωματιάκι σε χρώμα κόκκινο βελουτί. Μου έλεγε συνέχεια, “Τι τα θες ρε Κώστα, εμείς είμαστε αρχαία φρικιά”. Ότι ενώ φρικιά λένε τα 15χρονα, 20χρονα με μαλλιά και τέτοια, εκείνη ήταν 50 κι εγώ 35. Αρχαία φρικιά. Σιτέψαμε. Πώς αντιμετωπίζουμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη; Ε, κάπως έτσι.»

Πώς το έζησε το Πολυτεχνείο;

«Δεν θυμάμαι πολλά, δεν έχω καλή εικόνα. Μόνο αυτό θυμάμαι με την Μπέμπα στο Πολυτεχνείο, όταν πήγα στο σπίτι της δώδεκα το βράδυ και τις βρήκα με την Μάρθα Βούρτση να κλαίνε. Και λέω, “Καλά η Μάρθα το 'χει με το κλάμα, εσύ γιατί κλαις;” Ψάχνω εικόνες με το Πολυτεχνείο και δεν έχω. Δεν έκανα καν παρέα τότε, είχα κάτι φίλους. Αυτή έμενε εκεί που πέφτανε τα δακρυγόνα» θυμάται ο Κώστας, ενώ δεν ξεχνά ότι, «Κάποτε κατηγόρησαν την Κατερίνα για συμμετοχή στη 17Ν. Την είχε πιάσει η Ασφάλεια επειδή ήταν κάποιος που είπε ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας.»

Πιο συγκεκριμένα, ήταν τον Ιανουάριο του 1980, σε μια επιχειρησιακή δράση της 17 Νοέμβρη στο Παγκράτι, όπου ένας αυτόπτης μάρτυρας υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος. Τότε η Κατερίνα δέχθηκε τα μεσάνυχτα την «επίσκεψη» δύο αστυνομικών, οι οποίοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους ως ύποπτη. Η αστυνομία θεώρησε ύποπτη τη Γώγου, ωστόσο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων αδυνατούσε να επιβεβαιώσει τις υποψίες της για την κατηγορία, κι έτσι αφέθηκε ελεύθερη.

«Είχε κάνει μήνυσει στον υπουργό δημοσίας τάξης της ΝΔ, τον Αρκουδέα, γιατί κάποιος μπάτσος την είχε χτυπήσει σε μία διαδήλωση το 75-76, που γίνονταν φοιτητικές διαδηλώσεις με την Μεταπολίτευση». 

Για τη γνωριμία με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο

«Για τον Παύλο δεν πολυθυμάμαι, μου έλεγε για τα τραγούδια του, είχα πάει και σε συναυλίες του αλλά δεν είχαμε συναντηθεί. Τον Άσιμο τον θυμάμαι, ήταν μια εποχή κολλητοί. Όταν είχε φτιάξει με τον Σφέτσα τη συλλογή “Στο Δρόμο”. Τότε συνέχεια μου έλεγε για τον Άσιμο.  Όποτε δεν είχε κάτι να κάνει η αστυνομία, πήγαινε, του έριχνε ένα ξύλο κι έφευγε. Ήταν φιλαράκος της όμως, ήταν ένας artist του δρόμου, περιθωριακός.

»Τον Νικόλα τον είχανε όλοι στην απέξω, μετά βγήκε πολύ αληθινός.

«Κάποτε πλακώθηκα με έναν στο πανεπιστήμιο για αυτό το λόγο. Εκεί την γνώρισε ο Κορδέλλας, το περιγράφει και ο Κορδέλλας.»

Σαν μητέρα πώς ήταν η Κατερίνα;

«Σαν μητέρα ήταν όπως ήταν ο πατέρας μου στην Μπέμπα. Δηλαδή η αγάπη της ήταν άπειρη, αλλά δεν φτάνει να αγαπάς, πρέπει να ξέρεις να αγαπάς. Κι εκείνη δεν ήξερε, όπως δεν ήξερε κι ο πατέρας μου. Ήταν νευρική, τη μάλωνε τη Μυρτώ. Και όταν η Μυρτούλα έμπαινε στην εφηβεία 13 χρονών άρχισε και της την έλεγε πια. Ξεκίνησε από μαθήτρια του 19 και παράτησε το σχολείο. Της έλεγε διάφορα από αντίδραση και εκεί έπαιρνε τη δημοσιότητα και όλο το σινάφι και έλεγε “Έβλεπα όλους αυτούς και τους φοβόμουνα, μου παίρνουν τη μαμά”.»


Η Κατερίνα, με τον πατέρα της και τον Κώστα όταν γεννήθηκε η Μυρτώ


Η Κατερίνα, με τον πατέρα της και τον Κώστα όταν γεννήθηκε η Μυρτώ

Σαν αδελφή;

«Σαν αδελφή ήταν φοβερή, ίσως καλύτερη από ότι σαν μάνα. Δεν μέναμε μαζί, εμείς μέναμε στη Νέα Φιλοθέη, στο Αττικό Άλσος. Εκείνη έμενε Πατησίων. Όταν μεγαλώσαμε κάναμε παρέα και ήμασταν ή εμείς εκεί ή αυτή σε μας.»

Την αναγνώριζε ο κόσμος στο δρόμο;

«Την αναγνώριζε, την αγαπούσανε, δεν είχε πειράξει άνθρωπο, η Κατερίνα μάς αγαπούσε όλους. Αλλά λέω, -του πατέρα ρητό που ήταν και τραγικός- “Δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται”, δηλαδή αν το περήφανο δένδρο πέσει, όλοι το παίζουν ξυλοκόποι. Κατάλαβες; Όταν έπεσε πια κι είχε γίνει αλκοολική και στα βαριά, πιο πολύ αλκοολική ήταν παρά ναρκομανής, δεν πέθανε από ναρκωτικά, από αλκοόλ πέθανε. Εκεί όλοι την είχανε αφήσει. Κι η Όλια η κολλητή της την είχε αφήσει κι ο Καφετζόπουλος.

»Ουσιαστικά ήταν μαζί της όσο είχε εκείνο το “Πάρτε πάρτε” και να μοιράζει “Πάρτε πάρτε” και γκλαμουριά και να οι συνεντεύξεις. Τότε ήταν όλοι καλοί. Όταν όμως ήταν πίτα στο μεθύσι έξω από τα μαγαζιά, δεν πήγαινε ένας να της πιάσει το χεράκι, να της πει, “Έλα εδώ ρε Κατερίνα”. Ένας βρέθηκε μόνο, τον θυμήθηκα, αυτός που είχε το Ποντίκι (σ.σ. την εφημερίδα), της πλήρωνε τότε που δεν είχε να φάει, της πλήρωνε δύο χρόνια ένα διαμερισματάκι κάπου στη Σόλωνος προς το Λυκαβηττό, έτσι, κι ούτε ακούστηκε ποτέ ποιος ήταν αυτός που το είχε. Μιλάω για 1987-8, ποιος το είχε το Ποντίκι; Κι ήταν ωραία εφημερίδα τότε, φαντάσου εγώ μόνο Ποντίκι διαβάζω, είχε κάτι άρθρα πολύ προχώ. Κάποιος αθόρυβα της πλήρωνε το διαμέρισμα. Εκ των υστέρων όλοι θέλουν να πάρουνε ευχούλα. Ο Κορδέλλας να γυρίσει κανα δίσκο, καλά η Όλια έχει τη ζωή της. Ο Καφετζόπουλος, τότε γυρίζανε στα σκυλάδικα, μόλις την είδε έτσι έφυγε, είπε “Πάει, λωλάθηκε η Κατερίνα”, είχε φύγει.

Δηλαδή την κόψανε ουσιαστικά από παρέα;

«Ναι, μαχαίρι. Ούτε καν να την ξέρουνε δεν θέλανε. Το τελευταίο να σου πω, ποιο ήταν το τέλος της 'καλής' ζωής της. Είχε ένα σπίτι, εκεί που είναι η στοά Μπροντγουέι. Είναι δυο-τρεις πολυκατοικίες παλιές του '50 κι είχε νοικιάσει τον πρώτο όροφο, πολλά τετραγωνικά και το είχε φτιάξει ωραίο. Αυτό ήταν το τελευταίο της σπίτι. Μετά τα ξεπούλησε όλα, σταμάτησε να δουλεύει, άρχισαν τα ναρκωτικά, εκείνος ο ευεργέτης εξαφανίστηκε και δεν είχε να φάει. Μου 'λεγε να πουλήσουμε, τι να πουλήσουμε ρε Κατερίνα; Είχε ένα κομό, αν το έπαιρνες τώρα από παλιατζίδικο θα ήθελες χιλιάδες ευρώ και το έδινε έτσι για πενήντα ευρώ ας πούμε. Είχε στο σπίτι πράγματα. Και μετά δεν ξανανοίκιασε σπίτι. Της παραχώρησε ένας μάγκας εργάτης σε μια εργατική πολυκατοικία στον Νέο Κόσμο ένα διαμερισματάκι και ζούσε εκεί δυο χρόνια αλλά μετά ήθελε να μείνει εκείνος. Έφυγε από κει, κοιμόταν λίγο στο πατρικό της μάνας της στο Βοτανικό, εκεί που είχε γυριστεί και το “Βαρύ πεπόνι”. Και μετά την πήρε αυτός που σου λέω με το Ποντίκι, ήρθε λίγο στην Αίγινα και μετά από κανα μήνα τα μάθαμε… Την πήρε εκεί, ας πούμε, για να γλίτωνε η Κατερίνα… Πώς θα γλίτωνε;»


Η τελευταία φορά που πάτησε το σανίδι,το 1978,στην παράσταση “Φιλουμένα Μαρτουράνο”με τον θίασο Λαμπέτη,σε σκηνοθεσία Μπολονίνι.

Οι φωτογραφίες, οι χειρόγραφες αφιερώσεις και το ποίημα της Μυρτώς είναι από το αρχείο του Κώστα Γώγου αποκλειστικά για το TPP