«Στα Δεκεμβριανά ήμουνα επονίτης και για ένα μικρό διάστημα ελασίτης, στο Τάγμα των Εξαρχείων. Το σπίτι μου στα Εξάρχεια ήταν σε καίρια θέση και πολλές φορές ο πατέρας μου αντάμωνε εκεί τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ. Από το σπίτι επικοινωνούσαμε και με τους Εγγλέζους, από την άλλη μεριά». Στις 28 Αυγούστου 2011 έφυγε από τη ζωή ο Λεωνίδας Κύρκος. Το tvxs αναδημοσιεύει ένα αφιέρωμα, βασισμένο στις μαρτυρίες που το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς είχε παραχωρήσει στο Στέλιο Κούλογλου.

Ads

Μερικές φορές μού λάχαινε ο κλήρος να μεταφέρω μηνύματα. Κατέβαινα με μια λευκή σημαία στην οδό Θεμιστοκλέους, έφτανα ώς την οδό Σόλωνος και εκεί περίμενε ο Εγγλέζος κρατώντας και αυτός τη λευκή σημαία και ανταλλάσσαμε τα μηνύματα. Ήταν κυρίως μηνύματα της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ και του στρατηγείου του Σκόμπι που αφορούσαν προτάσεις για μια συνάντηση ή πληροφορίες για επικείμενες μετακινήσεις τμημάτων.

Μια μέρα πήρα διαταγή να φωνάξω από ένα φυλάκιο στη γωνία των οδών Δερβενίων και Μπενάκη. Σήμερα απέναντι από αυτή τη γωνία είναι το ταβερνάκι του μπαρμπα-Γιάννη. Φώναζα λοιπόν με τον τηλεβόα: «Προσοχή, προσοχή! Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ απευθύνεται στο στρατηγό Σκόμπι* και ζητάει συνάντηση για αύριο το πρωί. Περιμένω απάντηση».

Ακόμη ακούω τη φωνή μου στο αυτί μου. Ήτανε δώδεκα… μία τη νύχτα. Από την άλλη μεριά κροτάλιζαν τα πολυβολεία στην κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν η φωνή αλλά εγώ ήμουνα πιο μέσα και οι σφαίρες δεν με έβρισκαν.

Ads

Αυτό συνεχίστηκε κάμποση ώρα, ώσπου κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα ήρθε ένας σύνδεσμος και μου είπε: «Φεύγουμε». «Πού πάμε;» τον ρώτησα. «Φεύγουμε, ακολούθησέ με». Τον ακολούθησα λοιπόν και πήραμε το δρόμο και φτάσαμε στο τέρμα Πατησίων. «Φεύγουμε από την Αθήνα», μου είπε. «Τι λες, ρε παιδί μου; Και η συνάντηση που έλεγα εγώ;» «Μην κουβεντιάζεις τώρα, πάμε».

Μπήκαμε μέσα στα δέντρα, περάσαμε το Μενίδι και συναντήσαμε κάποιες φάλαγγες ανθρώπων, πέρα από το Μενίδι, προς τα αρβανιτοχώρια της περιοχής. Τότε, για πρώτη φορά, ένιωσα τον τρόμο του αεροπλάνου. Διότι καθώς ήμασταν μέσα στα χωράφια, στα δέντρα, από πάνω μας πετούσε ένα Σπιτφάιαρ που είχε πάρει χαμπάρι τη μετακίνηση, έβλεπε τις φάλαγγες ανθρώπων που έφευγαν και πυροβολούσε.

Το άκουγα που κατέβαινε πάνω από το κεφάλι μου και έλεγα: «Τούτη είναι η τελευταία μου στιγμή» και έχωνα το κεφάλι μου στο χώμα. Δίπλα μου πέφτανε σφαίρες. Για μεγάλη μου τύχη, δεν με άγγιξε καμία. Έφυγε το αεροπλάνο, σηκώθηκα κι εγώ και αντάμωσα τις φάλαγγες που πηγαίνανε στα αρβανιτοχώρια.

Περάσαμε τα αρβανιτοχώρια και πήραμε την κατεύθυνση της Λαμίας. Νύχτα-μέρα οδοιπορία, με φοβερές συνθήκες, και αγωνία γιατί φύγαμε εντελώς απροετοίμαστοι. Θυμάμαι ότι φορούσα ένα πουκαμισάκι και η θερμοκρασία ήτανε κάτω από το μηδέν. Παπούτσια δεν είχαμε, πατάγαμε επάνω στις πέτρες. Ήμασταν αμάθητοι από τέτοια πράγματα.

Οι αντάρτες που είχαν κατέβει για να μπουν στην πόλη και τελικά δεν τα κατάφεραν ή δεν πρόλαβαν να μπουν, αυτοί ήταν προετοιμασμένοι. Ήταν σκληροτράχηλοι αγρότες και γνωρίζανε την περιοχή. Εμείς όμως βρεθήκαμε σε ένα χώρο που ούτε τον ξέραμε ούτε φιλόξενος ήταν.

Θυμάμαι το γερο-συνταγματάρχη Μαυροθαλασσίτη, τον μετέπειτα δήμαρχο του Αιγάλεω. Φοβερός τύπος. Δεν στεκόταν ούτε μια στιγμή. Από την κορυφή της φάλαγγας πήγαινε στην ουρά της, προσπαθούσε να επανεντάξει στη φάλαγγα όσους μένανε πιο πίσω. Υπήρχε ο κίνδυνος άμα ξέκοβες από τη φάλαγγα, να σε πιάσει εκείνος ο γλυκός ύπνος της παγωνιάς και να μην ξανασηκωθείς. Τον θυμάμαι που πηγαινοερχόταν ακούραστος, μερικούς τους μαστίγωνε κιόλας. «Σηκωθείτε», φώναζε. «Περπατάτε, όλοι όρθιοι». Περπατούσε εικοσιτετράωρα ολόκληρα μέρα και νύχτα και δεν δεχόταν να του δώσουν ένα άλογο να καβαλήσει. Αυτός ήταν ο διοικητής του τμήματος. Μαζί μας ήταν και ο Καπετάνιος, ο Κυριάκος Τσακίρης που εμείς τον λέγαμε Κώστα. Ένα λεβεντόπαιδο. Είχε δουλέψει ως ζωγράφος και αργότερα έγραψε και βιβλία.

«Μήτσο, θα χτυπήσουν»

Ο Δεκέμβρης ήτανε η μεγάλη παγίδα στην οποία μπήκαμε με ενθουσιασμό και για χρόνια ολόκληρα έμεινε ως ο Μεγάλος Δεκέμβρης. Ήταν η πρώτη μεγάλη ήττα που υπέστη το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η Αριστερά γενικότερα. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το τι ήταν ακριβώς. Ήταν η πρώτη μιας σειράς από τραγικά λάθη που γίνανε, χωρίς συνειδητοποίηση ούτε του συσχετισμού των δυνάμεων ούτε της πολιτικής της άλλης πλευράς, ούτε των δικών μας επιδιώξεων.

Τι ακριβώς θέλαμε; Να πετάξουμε τους Άγγλους στη θάλασσα; Αυτό ήταν μια ευχή αλλά από κει κι ύστερα τι θα γινόταν; Μπαίναμε στη σύγκρουση με τους Εγγλέζους χωρίς να σκεφτόμαστε τους όρους με τους οποίους θα διεξάγονταν αυτή η σύγκρουση. Ο πόλεμος στην Ευρώπη δεν είχε τελειώσει, οι Γερμανοί είχαν καθηλώσει τους Συμμάχους σε κάποιες περιοχές όπου γίνονταν ακόμη φονικότατες μάχες.

Φαίνεται ότι τα κλιμάκια της ηγεσίας του ΕΑΜ υπολόγιζαν ότι οι Εγγλέζοι, παρά τις απειλές, δεν θα έρχονταν, δεν θα μπλέκονταν, δεν θα έφταναν στο σημείο να τουφεκίσουν τους χτεσινούς Συμμάχους ύστερα από τους ύμνους του Τσόρτσιλ και των υπολοίπων.Ήταν αφελείς αυτοί οι υπολογισμοί της ηγεσίας που δεν έβλεπε ότι σε τέτοιες ώρες εκείνο που κυριαρχεί είναι η αίσθηση των συμφερόντων μιας μεγάλης δύναμης όπως ήταν τότε η Αγγλία, η οποία είχε καίρια συμφέροντα στην Ελλάδα.

Και βέβαια δεν είχε γίνει γνωστή, τουλάχιστον στον κόσμο, στους απλούς μαχητές, η περιλάλητη συμφωνία της Μόσχας. Ακόμα έχω ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με το αν η ηγεσία του ΚΚΕ, δηλαδή το πολιτικό γραφείο ήξερε ότι είχε υπάρξει μια τέτοια συμφωνία. Μπορούσε να το συναγάγει κανείς και από τα γεγονότα. Ο Τολμπούχιν, ο μέγας στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού, «έγλειψε» τότε τα σύνορα της Ελλάδας αλλά ούτε ένας Σοβιετικός στρατιώτης δεν πάτησε σε ελληνικό έδαφος. Οι Σοβιετικοί δεν έκαναν τίποτε, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των τμημάτων του ΕΛΑΣ που τους έλεγαν: «Ελάτε, μπείτε μέσα, βοηθήστε μας, εδώ εμείς συνεχίζουμε τον αγώνα, απέναντί μας όμως έχουμε τους καταχτητές και τους κουίσλινγκ**».

Ήταν μια ένδειξη του ότι οι Σοβιετικοί δεν έκαναν τίποτε. Μια ένδειξη όμως που δεν την υπολόγιζε κανείς, μπροστά στο κύμα της ελπίδας, ότι οι Σοβιετικοί κατέβηκαν στα σύνορά μας, δεν είναι δυνατόν οι Εγγλέζοι να αποβιβαστούν και να χτυπήσουν. Κι όμως οι Εγγλέζοι αποβιβάστηκαν και χτύπησαν και μάλιστα με τις ευλογίες του Στάλιν.

Πώς εξηγείται το γεγονός ότι ενώ μαίνονταν ο διεθνής Τύπος, ενώ στην Αγγλία η κατακραυγή κυρίως κατά των Εργατικών αυξανόταν κάθε μέρα και περισσότερο, ενώ γίνονταν διαδηλώσεις και πολιτικές εκδηλώσεις, σηκώνονταν θύελλες μέσα στο Κοινοβούλιο, η «Πράβδα» δεν έγραψε ούτε μια λέξη.

Πέρασε ο Δεκέμβρης του 1944 και η «Πράβδα» δεν έγραψε ούτε λέξη, δεν το ανέφερε καν ως γεγονός. Καμιά αντίδραση δεν υπήρξε από την πλευρά των Σοβιετικών, ήταν τελείως προδιαγραμμένη η τύχη της Ελλάδας. Λίγο πριν τα Δεκεμβριανά, είχαν διαμηνύσει στον πατέρα μου ότι οι Εγγλέζοι θα χτυπήσουν. Και εκείνος ζήτησε τότε να συναντηθεί με τον Μήτσο Παρτσαλίδη*** με τον οποίο γνωριζόταν από παλιά. Τους ένωνε η ιστορία γύρω απο ένα κοστούμι. Ο πατέρας μου ήταν κοκέτης.

Του άρεσε να ντύνεται καλά, με τη γραβάτα και το μαντιλάκι του. Κάποτε πήγε σε μια συγκέντρωση με ένα λευκό μεταξωτό κοστούμι από σαντακρούτα, για το οποίο ήταν πολύ περήφανος. Στη συγκέντρωση κάποιος από το πλήθος τού πέταξε μια μάζα φούμο και ο πατέρας μου γύρισε στο σπίτι σαν κλόουν. Μόνο τα μάτια του είχαν μείνει λευκά. Η σαντακρούτα καταστράφηκε. Ο πατέρας μου ήταν εξαγριωμένος, όχι για το πολιτικό νόημα της πράξης, όσο για το κοστούμι που καταστράφηκε.

Πέρασαν τα χρόνια και κάποτε, σε μια συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής γύρω από ένα ουζάκι, διηγιότανε την ιστορία και έλεγε: «Αν τον πιάσω αυτόν τον άτιμο…» Άκουσε γέλια από την ομήγυρη. Αυτός που γελούσε ήταν ο Παρτσαλίδης. «Γιατί γελάς, ρε Μήτσο;» «Πού να ξέρεις, Μιχάλη, ότι εγώ ήμουνα αυτός». Ο Παρτσαλίδης ήταν τότε γραμματέας της ΟΚΝΕ και είχε θεωρήσει ότι αυτό χρειαζόταν στον αστό ομιλητή σαν τον πατέρα μου.

Όταν λοιπόν λίγο πριν από το Δεκέμβρη του 1944 ο πατέρας μου συνάντησε τον Παρτσαλίδη, του είπε: «Μήτσο, μην έχετε αμφιβολία, οι Εγγλέζοι θα χτυπήσουν. Επομένως πάρτε το αυτό υπόψη σας ως γεγονός». Ο Παρτσαλίδης είπε στον πατέρα μου: «Μιχαλάκη, έχουμε κι εμείς τις πληροφορίες μας, οι Εγγλέζοι τα διαχέουν αυτά για να μας υποχρεώσουν να δεχτούμε την επέμβασή τους αμαχητί, εμείς όμως έχουμε τις πληροφορίες μας ότι αυτά είναι μπλόφα, ότι οι Εγγλέζοι δεν θα χτυπήσουν».

Θυμάμαι ακόμη την παράδοση των όπλων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η δική μας ομάδα τα παρέδωσε στο Ευπάλιο της Δωρίδας. Το Ευπάλιο το ξανασυνάντησα γιατί κατά σύμπτωση ήταν το χωριό της γυναίκας μου _ η οικογένειά της, οι Σμπαρούνη, κατάγονταν από εκεί. Στο Ευπάλιο κατέληξε το Σύνταγμά μας κι εκεί έγινε η παράδοση των όπλων. Ήτανε μια συγκλονιστική στιγμή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν δεθεί με τα όπλα τους. Ήξεραν καλά ότι το όπλο ήτανε η εγγύηση της ελευθερίας τους, ότι με τα όπλα αυτά άγγιζαν την εξουσία που ήτανε όνειρο ιστορικό. Ξέραμε ότι αφήναμε τα όπλα που είχαμε αρπάξει από τον εχθρό και τα είχαμε τιμήσει. Έβλεπες παντού το βουβό κλάμα.

Όταν βλέπεις να κλαίει ένα παιδί, λες παιδί είναι και κλαίει. Αλλά να βλέπεις να κλαίνε γενειοφόροι αντάρτες με χαραγμένα πρόσωπα, αγρότες που είχαν περάσει τόσα για να φτάσουν ίσαμε εκεί, να τους βλέπεις να αφήνουν τα όπλα που ήτανε η καρδιά τους και το αίμα τους, αυτές είναι στιγμές που δεν λησμονιούνται.

* Στρατηγός Σκόμπι: επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος των Βρετανών που ήρθαν τον Οκτώβριο του 1944 στην Αθήνα.

** Προδότης, δωσίλογος από το όνομα του Vidkun Quisling, Νορβηγού συνταγματάρχη συνεργάτη των ναζί.

***Μήτσος Παρτσαλίδης : ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ.

Ολόκληρη η μαρτυρία του Λεωνίδα Κύρκου στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» (εκδόσεις “Εστία”)