Ο πρωτοπόρος της ραδιοπειρατείας μιλάει για την ιστορία του και τις περιπέτειες που έζησε.

Ads

Φτάνοντας στο Κερατσίνι –συγκεκριμένα στη λεωφόρο Σαλαμίνος– σταματήσαμε έξω από ένα γωνιακό κατάστημα με χαλιά και μοκέτες. Στο πατάρι του καταστήματος βρίσκεται το στρατηγείο –ραδιοφωνικός σταθμός μιας από τις πιο χαρακτηριστικές αλλά και ιστορικές περσόνες των FΜ και AΜ, του Mario Blackman.

Αφού μας κέρασε καφέ, ξεκινήσαμε την κουβέντα ρωτώντας το προφανές: γιατί Blackman; «Πρώτα θα σου πω για τον καφέ. Πίνω φραπέ ή ελληνικό. Με αυτά μεγάλωσε η γενιά μου. Πάμε στο όνομα τώρα. Παλιά όλοι βγάζαμε παρατσούκλια. Επειδή πάντα είχα τρέλα με τη θάλασσα, ήθελα να γίνομαι κατράμι από τον Μάιο. Αρχισαν λοιπόν να με φωνάζουν black (μαύρος) και από το πολύ black έγινα Blackman. Τα παρατσούκλια έμειναν σε όλους μας από τότε και είναι μια ιστορία που κρατάει πάνω από 35 χρόνια».

Το παλιό ραδιόφωνο μέσα στο μαγαζί έπαιζε τον σταθμό του – η απορία μας αν ακούει κι άλλες συχνότητες λύθηκε γρήγορα. «Ακούω τα πάντα αλλά για λίγο, γιατί κυρίως ακούω τον δικό μου. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας γίνομαι αναμετάδοση σε όποιο σημείο της Ελλάδας μπορείς να φανταστείς, το φοβερό streaming. Μου αρέσει να ακούω τα πάντα, από μπάλα μέχρι ειδήσεις, μουσικά και ενημερωτικά». Φυσικά ο Blackman εκτός από τα της μουσικής παρακολουθεί και τα της μπάλας. Κι εδώ δεν θα μπορούσε παρά να κάνει την έκπληξη. «Βάζελος είμαι, παρόλο που είμαι γέννημα θρέμμα Πειραιώτης. Άκου τι συνέβη. Μέχρι εφτά χρονών ήμουν Ολυμπιακός. Έγινα Παναθηναϊκός γιατί ήθελα να πάω κόντρα στους φίλους μου που ήταν όλοι ολυμπιακοί. Αυτό να ξέρεις είναι πολύ δύσκολο, γιατί κόμμα αλλάζεις, ομάδα δεν αλλάζεις».

Ads

Λίγο από ιστορία και η μαμά ραδιοπειρατής

Ζητήσαμε από τον Μάριο να γυρίσει τον χρόνο πίσω. «Πρώτη φορά έπιασα μικρόφωνο όταν ήμουν έντεκα χρονών. Κάναμε πειράματα με τους φίλους μου, πάντα με αυτοσχέδια μηχανηματάκια και καταφέρναμε να ακουστούμε 300 μέτρα πιο κάτω. Ημουν λάτρης της σόουλ, αλλά όταν άρχισα να εκπέμπω αφοσιώθηκα στο παλιό λαϊκό τραγούδι. Ξένα δεν έπαιξα ποτέ. Ξεκίνησα με Γαβαλά, Ρία Κούρτη και στη δεκαετία του ’80 το γύρισα σε Πόλυ Κερμανίδη, Δάκη, Πασχάλη, Ελπίδα και φτάνουμε στο ’86: η εποχή του Πανταζή, του Αντύπα, του Τσιμογιάννη και της Αντζελας, ένα είδος που πολλοί αποκαλούν σκυλάδικο. Αυτά που έπαιζα τότε εγώ τα παίζουν τώρα τα περισσότερα ελληνικά ραδιόφωνα. Μετά ήρθε το ’98 που γύρισα τον σταθμό στα κλαρίνα. Ηταν η εποχή του αυθεντικού ραδιοφώνου, που όλοι συντονίζονταν ακόμη και αν υπήρχαν παράσιτα. Μεγαλώνοντας έφτιαξα σύστημα να εκπέμπω και μέσα από το αυτοκίνητο, με πομπό και κεραιούλα. Θυμάμαι ότι παίζαμε με 20 watt μέσα από το αυτοκίνητο και μας άκουγαν στη Μυτιλήνη. Για μένα αυτό είναι χόμπι και μετά δουλειά. Ακόμη και με 20 μέτρα χιόνι να βρεθώ στο βουνό για να φτιάξω μια βλάβη, θα το γουστάρω. Και θέλω να σου πω ότι ήμουν ίσως ο πρώτος που έκανε ραδιόφωνο μέσω ίντερνετ. Μετά ακολούθησαν όλοι οι μεγάλοι σταθμοί».

Για τους παλαιότερους η εκπομπή «12 με 6 κι όποιος αντέξει» ήταν σήμα κατατεθέν στη βραδινή ραδιοφωνική ζώνη. «Ωραίες εποχές. Πλέον ο κόσμος δεν παίρνει τηλέφωνο στο ραδιόφωνο. Εκτός από αφιερώσεις καψούρας είχα πολλά που γίνονταν. Εχω παντρέψει πολύ κόσμο από το ραδιόφωνο, προτού κάνει η Αννίτα Πάνια το “Κουφέτο” και όλα τα σχετικά. Μέχρι και τον Αντώνη τον θείο σου πάντρεψα» είπε απευθυνόμενος στον γιο του, που παρακολουθούσε την κουβέντα μας μαζί με την κ. Γεωργία, τη μητέρα του Μάριου, και συνέχισε: «Αν υπάρχει κάποιο μυστικό στην όποια επιτυχία είναι να είσαι ο εαυτός σου πάντα. Αυτός που σε ακούει θα καταλάβει αμέσως αν τον δουλεύεις ή όχι. Θέλεις να μιλήσεις τρυφερά; Θέλεις να τα χώσεις κάπου; Το ίδιο θα κάνει και ο ακροατής σου για να τον πας όπου θέλεις εσύ. Και ο βήχας και το φτέρνισμα είναι στο πρόγραμμα επίσης. Ποτέ δεν είχα τέτοια κολλήματα».

Ο Μάριος ξεκίνησε σε μια εποχή στην οποία οι λεγόμενοι πειρατικοί σταθμοί ήταν κόκκινο πανί. «Με έχουν πιάσει 70 φορές σαν ραδιοπειρατή και έχω πάει μία φορά φυλακή για 30 μέρες με δικαστήριο το Σάββατο κιόλας. Πότε θα πας φυλακή και πότε θα πεθάνεις είναι τα μόνα πράγματα που δεν ξέρει κανένας. Οσο για αυτόφωρο, δεν θυμάμαι καν πόσες φορές έχω πάει. Είμαι εδώ και 20 χρόνια στα δικαστήρια, γιατί και σ’ εμένα και σε άλλους μας πήραν την άδεια το 2001 εξαιτίας των αεροπλάνων με τις κεραίες. Ακόμη περιμένουμε το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά εξακολουθώ να εκπέμπω και τα πρόστιμα πέφτουν συνέχεια. Ελεύθερη ραδιοφωνία για μένα σημαίνει ελευθερία στους ραδιοπειρατές. Εμείς ήμασταν οι πρωτοπόροι και μετά ήρθαν τα θηρία και έγινε το ραδιόφωνο εμπορικό. Μόνο το μεράκι είχαμε και με αυτό συνεχίζουμε. Ακόμη και η ΕΡΤ μου είχε κάνει πρόταση μαζί με τον Τσαουσόπουλο, αλλά δεν ακολούθησα τον Μιχάλη και έμεινα στα δικά μου».

Η συνάφειά του με την αστυνομία ξεκίνησε από πολύ τρυφερή ηλικία. «Ημουν περίπου 18 χρονών και είμαι στο παλιό μοκετάδικο. Ερχονται κάποια στιγμή καμιά δεκαριά τύποι και η μάνα μου χάρηκε γιατί νόμιζε ότι είναι πελάτες. Ηταν αστυνομικοί· εγώ τους είπα ότι δεν έχω τίποτε, η μάνα μου τους οδήγησε στην τουαλέτα όπου ήταν τα μηχανήματα και τελικά τη συνέλαβαν και πέρασε αυτόφωρο. Την έκαναν φίρμα οι εφημερίδες της εποχής σαν ραδιοπειρατίνα».

Οι «κυρίες του», τα πανηγύρια και τα κόκκινα παντελόνια

«Κυρίες μου»: είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες –με την απίστευτη ηχώ– στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου. «Εφτιαχνα διαφημιστικά και κάποια στιγμή μπερδεύτηκα και αντί να πω “κυρίες και κύριοι”, είπα σκέτο “κυρίες μου”. Ετσι ακριβώς έπαιξε με το λάθος και η ατάκα έμεινε. Η πλάκα είναι ότι ποτέ δεν διορθώνω κάποιο σποτ, ακόμη και αν έχει να κάνει με κάποιες ημερομηνίες ή διευθύνσεις. Λέω το σωστό εκείνη την ώρα και ας μη βγει τυποποιημένο. Σου φτιάχνω σποτ σε δύο λεπτά. Σχετικά με την ηχώ, το μυστικό είναι πότε θα γυρίσεις το κουμπί στο μηχάνημα. Λες Black και το ανοίγεις αμέσως».

Ρωτήσαμε τον Μάριο για τα μεγάλα ονόματα που έχουν ακουστεί από τον σταθμό του και τη σχέση που έχει αναπτύξει μαζί τους. «Από μένα ξεκίνησαν πολλοί. Πανταζής, Αντύπας, Σφακιανάκης, όλη η παλιά ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Από μένα έγιναν χρυσοί δίσκοι. Εχω άριστη σχέση με όλους γιατί έκαναν καλά τη δουλειά τους κι εγώ τη δική μου. Τους αγαπώ και με αγαπούν. Είχα φανατικό ακροατή τον συγχωρεμένο τον Παντελίδη όταν ήταν στον ναύσταθμο, γιατί στη Σαλαμίνα ακουγόμουν καμπάνα».

Αν η λέξη πανηγύρι μπορεί να συνδυαστεί με ένα πρόσωπο σε όλη την επικράτεια, αυτό είναι ο Μάριος, ο οποίος έχει πατενταριστεί ως οργανωτής των απανταχού πανηγυριών στην επικράτεια. «Πιο παλιά τα πανηγύρια γίνονταν στην Αθήνα. Σταμάτησαν κάποια στιγμή, πήρε τα πάνω της η επαρχία και πλέον ξαναγυρίζουν εδώ. Δεν ήξερα τι θα πει κλαρίνο, γιατί εδώ στον Πειραιά δεν τα ακούγαμε. Ξεκίνησα με την Εφη Θώδη, που ο Βοσκόπουλος να έπαιζε σε διπλανό μέρος θα τον είχε καταπιεί. Εκανε σε όλους κηδείες και ας την έλεγαν χαζή. Αγάπησα το πανηγύρι και γνώρισα όλους τους καλλιτέχνες και έτσι συνεχίζω. Το έργο με τα δημοτικά δεν είναι εύκολο, γιατί κάθε καλοκαίρι πηγαίνω και γράφω. Το μονοπώλιο –γιατί στο κλαρίνο μάλλον είμαι μόνος– είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να πω ότι και οι νέες γενιές ακούνε κλαρίνα και δεν μπορώ να το εξηγήσω· μην πω ψέματα. Πάντως με χαροποιεί που κάτι τέτοιο γίνεται μόδα, γιατί είναι η παράδοσή μας. Μάλιστα οι πιτσιρικάδες πάνε με τα μοντέρνα τους ντυσίματα. Αυτοί καλά κάνουν, αλλά δεν συμφωνώ με τους καλλιτέχνες που θέλουν να ακολουθήσουν τη μόδα. Ο λαϊκός και ο δημοτικός τραγουδιστής πρέπει να βγαίνουν με τη γραβάτα και το κοστούμι τους και όχι με κόκκινο παντελόνι».

Όσο για το μέλλον του ραδιοφώνου, «πεθαίνει γιατί με εξαίρεση το αυτοκίνητο και κάποιους ηλικιωμένους, ο κόσμος στην Αθήνα δεν ακούει πλέον. Οι ταξιτζήδες και τα εκατά ακούν ακόμη ραδιόφωνο» είπε γελώντας και συνέχισε: «Το μέλλον είναι στο ίντερνετ και γι’ αυτό ήμουν από τους πρώτους που ξεκίνησαν να εκπέμπουν έτσι. Στην επαρχία και στα χωριά αντέχει κάπως ακόμη το ραδιόφωνο. Το όνειρό μου είναι να μπορέσω να ακουστώ σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά αυτό απαιτεί πολλά χρήματα».

Στο τέλος της κουβέντας ανεβήκαμε στο «εργαστήριο», όπως αποκαλεί το στούντιο που είναι διακοσμημένο με αφίσες από καλλιτέχνες, από πανηγύρια και δώρα που του έχουν κάνει διάφοροι θαυμαστές. Άνοιξε τη φέτα στην κονσόλα, γύρισε το μαγικό κουμπί με την ηχώ και μας αφιέρωσε όλο το πρόγραμμα της ημέρας… σ’ εμάς και στις κυρίες του».

Κυρίες μου, τα αγαπημένα μου

Γιώργος Βελισσάρης
«Θα αλλάξω γειτονιά»

Γιώργος Καμπουρίδης

«Μείνε κοντά μου μια ζωή»

Χαρά Βέρρα

«Θα κάνω ζημιές»

Αντύπας

«Είμαι ανεβασμένος»

Λευτέρης Πανταζής

«Ταραχή»

Πηγή: Documento