Την περασμένη εβδομάδα, πραγματοποιήθηκε στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης η 12η Επιχειρησιακή Σύνοδος Κορυφής ΗΠΑ – Αφρικής, μια εκδήλωση σε υψηλό επίπεδο, στην οποία συμμετείχαν 11 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Αφρικής και περίπου 1.000 μεγαλο – επιχειρηματίες. Κατά τη διάρκεια της τριήμερης εκδήλωσης, αξιωματούχοι των ΗΠΑ, παρουσίασαν ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους 60 δισ. δολαρίων που θα αφορά σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα αφρικανικά κράτη. 

Ads

Η ανακοίνωση αυτή ήρθε έξι μήνες μετά την παρουσίαση της στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ για τη «Νέα Αφρική», από τον σύμβουλο ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου, Τζον Μπόλτον. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο: «οι μεγάλοι ανταγωνιστές, δηλαδή η Κίνα και η Ρωσία, επεκτείνουν ταχέως την οικονομική και πολιτική επιρροή τους σε ολόκληρη την Αφρική και στοχεύουν σκόπιμα και επιθετικά σε επενδύσεις στην περιοχή για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ενάντια στις ΗΠΑ». 

Παρόλο που αναφέρονται τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία, τους τελευταίους μήνες, οι ΗΠΑ απέδειξαν ότι ανησυχούν κυρίως για την πρώτη. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι η Αφρική πρόκειται να αποτελέσει ακόμη ένα πεδίο μάχης για τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον.

Με την αυξανόμενη ξένη στρατιωτική παρουσία και τις αυξανόμενες διπλωματικές εντάσεις, η Αφρική είναι ήδη το νέο πεδίο του αναδυόμενου ψυχρού πολέμου. Και σύμφωνα με μια ανάλυση του Al Jazeera, ακριβώς, όπως και ο προηγούμενος κατέστρεψε την Αφρική, τροφοδοτώντας πολέμους και αναγκάζοντας τις αφρικανικές κυβερνήσεις να κάνουν ασύμφορες οικονομικές επιλογές, ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι επίσης επιζήμιος για την ανάπτυξη και την ειρήνη στην ήπειρο. 

Ads

Οικονομικός πόλεμος

Η προσέγγιση της Κίνας προς την Αφρική ήταν πάντοτε προσανατολισμένη στο εμπόριο. Η ήπειρος έγινε ένας από τους κορυφαίους προορισμούς για κινεζικές επενδύσεις μετά την χάραξη της λεγόμενης πολιτικής «Go Out» από το Πεκίνο. Η εξωστρεφής αυτή πολιτική υιοθετήθηκε το 1999 και ενθάρρυνε τις ιδιωτικές και κρατικές επιχειρήσεις να αναζητήσουν οικονομικές ευκαιρίες στο εξωτερικό. 

Ως αποτέλεσμα, το κινεζικό εμπόριο με την Αφρική αυξήθηκε κατά 40 φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το 2017, ανερχόταν σε 140 δισ. δολάρια. Μεταξύ του 2003 και του 2017, οι κινεζικές ροές άμεσων ξένων επενδύσεων αυξήθηκαν επίσης περισσότερο από 60 φορές, στα 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Τα αποθέματα άμεσων ξένων επενδύσεων ανέρχονται σε 43 δισεκατομμύρια δολάρια – ένα σημαντικό μέρος των οποίων έχει επενδυθεί σε έργα υποδομής και ενέργειας.

Η Κίνα έχει επεκτείνει σημαντικά τις αφρικανικές σιδηροδρομικές γραμμές, επενδύοντας σε διάφορα έργα στην Κένυα, την Αιθιοπία, το Τζιμπουτί, την Αγκόλα και τη Νιγηρία. Σήμερα κατασκευάζει ένα τεράστιο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στην Αγκόλα και επιπλέον έχει κατασκευάσει το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο της Αφρικής που συνδέει την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί. Έχει επίσης κατασκευάσει το αρχηγείο της Αφρικανικής Ένωσης στην Αντίς Αμπέμπα και του περιφερειακού μπλοκ της Δυτικής Αφρικής ECOWAS στην Αμπούζα.

Αντίθετα, οι ΗΠΑ θεωρούν εδώ και πολλά χρόνια την Αφρική ως ένα πεδίο μάχης, όπου μπορούν να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους, είτε τους Σοβιετικούς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είτε τους τρομοκράτες μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή τώρα πια τους Κινέζους. Η Ουάσιγκτον ποτέ δεν έχει καταβάλει συντονισμένη προσπάθεια για την ανάπτυξη των οικονομικών της σχέσεων με την ήπειρο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, το εμπόριο μεταξύ των ΗΠΑ και της Αφρικής μειώθηκε από 120 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012 σε μόλις πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα. Οι ροές των ξένων άμεσων ξένων επενδύσεων μειώθηκαν επίσης από 9,4 δις δολάρια το 2009 σε περίπου 330 εκατομμύρια δολάρια το 2017. Το νέο επενδυτικό ταμείο ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα είναι μια αμερικανική πρωτοβουλία, αλλά δεν φτάνει για να αμφισβητηθεί η οικονομική παρουσία της Κίνας στην Αφρική. Μόλις πέρσι, ο Κινέζος πρόεδρος Ξι Ζιπίνγκ δεσμεύθηκε για επενδύσεις ύψους 60 δις δολαρίων αφιερωμένες αποκλειστικά στην Αφρική. 

Οι ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα την Κίνα ότι χρησιμοποιεί το «χρέος για να κρατάει τα αφρικανικά κράτη αιχμάλωτα στις επιθυμίες και τις απαιτήσεις της» και προειδοποιούν τις χώρες της Αφρικής να αποφύγουν την κινεζική «διπλωματία του χρέους» που, όπως υποστηρίζουν, είναι ασυμβίβαστη με την ανεξαρτησία των αφρικανικών εθνών και της κοινωνίας των πολιτών και αποτελεί «σημαντική απειλή για τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ». 

Ωστόσο, η Αφρική είναι μόλις ο τέταρτος μεγαλύτερος υποδοχέας άμεσων κινεζικών επενδύσεων. Προηγούνται η Ευρώπη (κυρίως Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία), οι ίδιες οι ΗΠΑ (και ο Καναδάς) και η Ασία. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης δανειστεί σημαντικά ποσά από την Κίνα. Σήμερα το χρέος της Αμερικής προς τον αντίπαλό της ανέρχεται σε 1,12 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αντίθετα, η Αφρική οφείλει στην Κίνα περίπου 83 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι Αφρικανοί έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασής τους και ανησυχούν για το υψηλό χρέος, τις εμπορικές ανισορροπίες και τις κακές επιχειρησιακές πρακτικές. Αλλά πολλοί δεν συμμερίζονται την άποψη της Αμερικής ότι η οικονομική σχέση με την Κίνα είναι επιζήμια και αντίθετα τη βλέπουν ως μια ευκαιρία που παρέχει στην Αφρική την απαραίτητη άνευ όρων χρηματοδότηση και λαμβάνει υπόψη τις τοπικές προτεραιότητες. Όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος του Τζιμπουτί Ισμαήλ Ομάρ Γκιουλέχ, «η πραγματικότητα είναι ότι κανένας εκτός από τους Κινέζους δεν έχει προσφέρει μια μακροπρόθεσμη συνεργασία». 

Η πίεση που ασκούν σήμερα οι ΗΠΑ στις αφρικανικές χώρες για να απομακρυνθούν από τις εταιρικές σχέσεις με την Κίνα θα μπορούσε να βλάψει τις αφρικανικές οικονομίες. Θα μπορούσε να αναγκάσει τις αφρικανικές χώρες να κάνουν επιλογές που δεν είναι προς το καλύτερο οικονομικό τους συμφέρον και να χάσουν σημαντικά αναπτυξιακά έργα ή χρηματοδότηση, σημειώνει η ανάλυση του Al Jazeera

Στο μεταξύ, ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας επηρεάζει ήδη την ήπειρο. Σύμφωνα με την Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση κατά 2,5% του ΑΕΠ για τις αφρικανικές οικονομίες παραγωγής πόρων και μείωση κατά 1,9% για τις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο.

Στρατιωτικοποίηση

Οι κλιμακούμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα μπορούσαν επίσης να καταλήξουν απειλητικές για την ασφάλεια της Αφρικής αφού και οι δυο χώρες έχουν στρατιωτικές δυνάμεις στην ήπειρο. 

Τα τελευταία 15 χρόνια ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός έχει οργανώσει διάφορες αποστολές ασφαλείας σε ολόκληρη την Αφρική, κάνοντας μετριοπαθείς συνεισφορές στρατιωτικών δυνάμεων σε επιχειρήσεις στο Σουδάν, το Νότιο Σουδάν, τη Λιβερία, το Μάλι και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Έχει επίσης συνεισφέρει εκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικό εξοπλισμό στην Αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στη Σομαλία και παρέχει σημαντική χρηματοδότηση στη Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη για την μεσολάβησή της στο Νότιο Σουδάν. 

Το 2017, δημιούργησε την πρώτη κινεζική υπερπόντια στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί. Η βάση αυτή, που φιλοξενεί σήμερα περίπου 400 υπαλλήλους και στρατεύματα – και έχει την ικανότητα να φιλοξενήσει έως και 10.000 – θεωρείται επίσημα ότι παρέχει υποστήριξη για τις επιχειρήσεις του κινεζικού ναυτικού κατά της πειρατείας. Ωστόσο παίζει επίσης ρόλο στην εξασφάλιση θαλάσσιων διαδρομών για την πρωτοβουλία «Μια ζώνη, ένας δρόμος» (ο λεγόμενος «νέος δρόμος του μεταξιού»). Υπήρξε επίσης η εικασία ότι αυτή είναι η πρώτη από μια σειρά βάσεων που η Κίνα σκοπεύει να εγκαταστήσει στην Αφρική με στόχο την εξασφάλιση των κινεζικών συμφερόντων στην ήπειρο. 

Ωστόσο, η στρατιωτική παρουσία της Κίνας στην Αφρική ωχριά σε σύγκριση με αυτή των ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, η αμερικανική κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει 36 διαφορετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε 13 αφρικανικές χώρες, όπως η Μπουρκίνα Φάσο, το Καμερούν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, η Κένυα, η Λιβύη, το Μάλι, η Μαυριτανία, το Νότιο Σουδάν και η Τυνησία. Διαθέτει περισσότερα από 7.000 στρατιώτες στην Αφρική. 

Οι Αμερικανοί έχουν τη βάση στο Τζιμπουτί – τη μεγαλύτερη και τη μόνη μόνιμη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στην Αφρική – αλλά διαθέτει ακόμη 34 στρατιωτικά φυλάκια διασκορπισμένα σε όλη τη δυτική, ανατολική και βόρεια πλευρά της ηπείρου. Από αυτά αναπτύσσονται στρατεύματα και διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Η Αμερική υποστηρίζει επίσης ανοιχτά τους στρατούς της Αιγύπτου, της Νιγηρίας, της Αιθιοπίας, του Μάλι, του Νίγηρα και άλλων χωρών, καθώς και της δύναμης G5 Sahel, που έχει αναλάβει την αντιτρομοκρατία. 

Ενώ μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ αμερικανικών και κινεζικών δυνάμεων στην Αφρική, είναι απίθανη, η αυξανόμενη παρουσία τους γίνεται όλο και περισσότερο αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την ήπειρο. Ήδη η στρατηγική της Ουάσιγκτον προκειμένου να περιορίσει την κινεζική επιρροή στην Αφρική δημιουργεί διαφορετικά σημεία σύγκρουσης και κοινωνικής αναταραχής σε ολόκληρη την ήπειρο. Το ζήτημα του  αμερικανικού και κινεζικού ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα εμφανές στη στρατηγική περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θαλάσσιες διαδρομές. 

Οι χώρες της περιοχής δεν αισθάνονται μόνο την αυξανόμενη πίεση των ΗΠΑ και της Κίνας, ώστε να διαλέξουν πλευρά, αλλά επίσης εκτίθενται όλο και περισσότερο σε εξωτερικές παρεμβάσεις από διάφορες περιφερειακές δυνάμεις.

Αυξανόμενες περιφερειακές εντάσεις

Το Τζιμπουτί βρέθηκε πρόσφατα στο κέντρο της διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον. Όντας οικοδεσπότης στρατιωτικών βάσεων και των δύο υπερδυνάμεων, η μικρή χώρα έπρεπε να παίξει ένα δύσκολο παιχνίδι ισορροπιών. 

Το 2018, το Τζιμπουτί πήρε υπό τον έλεγχό του τον εμπορευματικό σταθμό Ντοράλεχ της εταιρείας των Εμιράτων DP World, ισχυριζόμενο ότι η λειτουργία του απειλούσε την κυριαρχία του. Οι αρχές του Τζιμπουτί φοβήθηκαν ότι η επένδυση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο κοντινό λιμάνι της Μπερμπέρα, στην αυτόνομη περιοχή της Σομαλιλάνδης, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη θέση της χώρας ως κύριου θαλάσσιου κόμβου για τη μεγάλη οικονομία της Αιθιοπίας.

Η απόφασή του Τζιμπουτί να τερματίσει τη σύμβαση με την DP World, ωστόσο, προκάλεσε  την άμεση αντίδραση της Ουάσιγκτον, που είναι στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η κυβέρνηση Τραμπ φοβάται ότι το Τζιμπουτί θα μπορούσε να παραδώσει τον έλεγχο του τερματικού σταθμού στην Κίνα. Ο σύμβουλος ασφαλείας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, είχε προειδοποιήσει: «σε περίπτωση που συμβεί αυτό, η ισορροπία δυνάμεων στο Κέρας της Αφρικής – η περιοχή αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη αρτηρία του ναυτικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Νότιας Ασίας – θα μετατοπιστεί υπέρ της Κίνας». 

Το Τζιμπουτί αναγκάστηκε να δηλώσει δημοσίως ότι δεν θα επέτρεπε στην Κίνα να αναλάβει τον τερματικό σταθμό, αλλά αυτό δεν μετρίασε τους φόβους των ΗΠΑ. Από τότε, η Αμερική προσπαθεί να εξασφαλίσει μια πιθανή εναλλακτική θέση για την στρατιωτική βάση της, στη γειτονική Ερυθραία.

Ενθαρρύνει επίσης τους περιφερειακούς συμμάχους της, όπως τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να βγάλουν την Ερυθραία από την απομόνωση στην οποία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες. Μέσα σε λίγους μήνες, οι μακρόχρονοι εχθροί Αιθιοπία και Ερυθραία κατέληξαν σε συμφωνία ειρήνης που τερματίζει στην ψυχρή σύγκρουση των 20 τελευταίων ετών, ενώ ο ΟΗΕ ήρε τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στην Ασμάρα. Ως αποτέλεσμα, η Ερυθραία θα μπορούσε να αποτελέσει στρατηγικό αντίπαλο για το Τζιμπουτί, προσφέροντας τις ακτές της για ξένες στρατιωτικές και οικονομικές εγκαταστάσεις. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, για παράδειγμα, έχουν ήδη δημιουργήσει μια στρατιωτική βάση κοντά στο λιμάνι του Ασάμπ. 

Το Σουδάν αποτέλεσε επίσης πεδίο μάχης του συνεχιζόμενου πολέμου των μεγάλων δυνάμεων. Η Κίνα υπήρξε μακροπρόθεσμος υποστηρικτής του Προέδρου Ομάρ αλ – Μπασίρ. Υπό την διακυβέρνησή του, το Πεκίνο κυριάρχησε στην πετρελαϊκή βιομηχανία, αγοράζοντας περίπου το 80% του πετρελαίου της χώρας. Το Χαρτούμ εξασφάλισε έτσι πολλά χρήματα για τη διεξαγωγή πολέμου εναντίον διάφορων επαναστατικών ομάδων. Η Κίνα ήταν επίσης μία από τις λίγες χώρες, που μαζί με τη Ρωσία, έσπασε το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ και πουλούσε όπλα στο καθεστώς του αλ – Μπασίρ. 

Αφού το Νότιο Σουδάν κέρδισε την ανεξαρτησία του το 2011, η Κίνα συνέχισε να είναι στενός εταίρος του σουδανικού καθεστώτος και ο κύριος εμπορικός εταίρος του. Το Σουδάν, στην πραγματικότητα, έγινε ο μεγαλύτερος δικαιούχος του κινεζικού επενδυτικού πακέτου της Αφρικής, ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Κίνα παράλληλα διέγραψε χρέος περίπου 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η κινεζική κυβέρνηση έκανε επίσης πολλά σχέδια για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων στο Πορτ Σουδάν, όπου ήδη λειτουργεί πετρελαϊκό τερματικό σταθμό. Το Κατάρ και η Τουρκία υπέγραψαν επίσης συμφωνίες με τον αλ – Μπασίρ για διάφορες εγκαταστάσεις στην πόλη του λιμανιού.

Όταν τον περασμένο Δεκέμβριο ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες, το Πεκίνο στάθηκε στον αλ – Μπασίρ, χρίζοντάς τον κύριο εγγυητή της σταθερότητας στη χώρα, η οποία βρίσκεται εντός των στρατηγικών διαδρομών του νέου δρόμου του μεταξιού. Στον αντίποδα οι ΗΠΑ είχαν επανειλημμένα αποδείξει ότι δεν ήθελαν άλλη θητεία του αλ – Μπασίρ. Η απομάκρυνσή του ήταν ο ευσεβής πόθος της Ουάσιγκτον, η οποία έκτοτε άρχισε να υποστηρίζει τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη χώρα.

Τα δύο κράτη του Κόλπου επιδιώκουν επί του παρόντος να αποκτήσουν έναν ισχυρό σύμμαχο στην περιφερειακή τους πολιτική, ο οποίος θα διατηρήσει τη συμμετοχή του Σουδάν στον πόλεμο της Υεμένης και θα περιορίσει την επιρροή της Τουρκίας και του Κατάρ. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι η Κίνα κινδυνεύει να παραμεριστεί από τη σημαντική εξάρτηση του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου του Σουδάν από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. 

Εκτός από το Τζιμπουτί και το Σουδάν, διάφορες άλλες χώρες της περιοχής έχουν επίσης επηρεαστεί από τις προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν την ισχύ της Κίνας στην περιοχή. Αυτή η πολιτική αντιπαράθεση είναι πρόσθετη στις ήδη αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ άλλων παραγόντων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, των χωρών του Κόλπου, του Ιράν και της Τουρκίας.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ευνοήσει ιδιαίτερα τα συμφέροντα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου κάτι που ενθάρρυνε τις τρεις χώρες να συνεχίσουν τις προσπάθειες για να διαμορφώσουν την περιφερειακή δυναμική προς όφελός τους. Έτσι, μακροπρόθεσμα, λόγω των προϋπαρχουσών σφαλμάτων και συγκρούσεων στην περιοχή της Αφρικής, ο ψυχρός πόλεμος των ΗΠΑ – Κίνας, θα μπορούσε να έχει επιζήμια αποτελέσματα, όχι μόνο στην οικονομία της αλλά και στην ασφάλειά της. 

Σε αυτό το σημείο, για να διαφυλάξει τα συμφέροντά της και την ειρήνη της, η Αφρική έχει μόνο μία επιλογή, σύμφωνα με την ανάλυση του Al Jazeera: να απορρίψει τις πιέσεις για να ορκιστεί πίστη σε οποιαδήποτε από τις δύο μεγάλες δυνάμεις. Οι αφρικανικές χώρες θα πρέπει να στηρίξουν την κυριαρχία τους στην πολιτική και τη λήψη αποφάσεων και να ακολουθήσουν την πορεία που είναι προς το συμφέρον των εθνών τους. Εάν οι ΗΠΑ θέλουν να ανταγωνιστούν την Κίνα στην Αφρική, μπορούν να αποκτήσουν πλεονέκτημα, προσφέροντας στις αφρικανικές χώρες καλύτερες και πιο αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με αυτές που προτείνει η Κίνα. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν οι ΗΠΑ αναπτύξουν μια στρατηγική που επικεντρώνεται στην ίδια την Αφρική, όχι στη συγκράτηση και υπονόμευση της δραστηριότητας μιας τρίτης χώρας.