aixmi-news.gr
Γάμος στο Αιτωλικό (Στο 2ο μισό του περασμένου αιώνα)

Γάμος στο Αιτωλικό (Στο 2ο μισό του περασμένου αιώνα)

Διαβάστηκε 9522 φορές
23/02/2020 - 09:00

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 20/02/2020

Της Μάγδας Βελτσίστα

Μικρά παιδιά στο Αιτωλικό παίζαμε στις αυλές και τις αλάνες. Κι όταν ακούγαμε παρατεταμένα κορναρίσματα από ταξί ή Ι.Χ. φωνάζαμε:

- Γάμος, γάμος!

Αυτό γινότανε πάντα Κυριακή, μετά την εκκλησία και νωρίς το απόγευμα. Άλλη μέρα δε γινότανε γάμοι. Ταξί και κορναρίσματα είχαμε όταν ο γαμπρός δεν ζούσε στο Αιτωλικό κι ερχότανε να στεφανωθεί τη νύφη και να την πάρει να φύγουνε. Ή αν ο γάμος θα γινότανε σε κάποιο ξωκκλήσι του Αιτωλικού, την Αγ. Ελεούσα, τον Αι-Γεράσιμο, την Παναγία την Μπούζα.

Τις περισσότερες φορές όμως τα πράγματα γινότανε πιο κανονικά: Ο γαμπρός περίμενε στην εκκλησία με την ανθοδέσμη και τους συγγενείς του και η νύφη, καμαρωτή-καμαρωτή μέσα στο κάτασπρο νυφικό της, τυλιγμένη στο πέπλο της, με τον πατέρα και τον αδερφό δίπλα της πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι της στην εκκλησία. Πολλές φορές ακολουθούσαν και τα όργανα: «Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα». Τότε, όλος ο κόσμος της διαδρομής την έρρενε με ρύζι κι ανθοπέταλα και τη γέμιζε με χίλιες ευχές.

- Ζωή πολλή και καλή! Ευτυχισμένη να είσαι κοπέλα μου!

Για να φθάσουν όμως τα πράγματα στη μέρα του γάμου έπρεπε να προηγηθούν δύο προϋποθέσεις: α. ένα επιτυχημένο συνοικέσιο (γράφε προξενιό),  ή  β. ένα τρυφερό, ροζ ειδύλλιο ανάμεσα στους δύο νέους.

Το τελευταίο ήταν πολύ σπάνιο να συμβεί, γιατί εκείνη την εποχή, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, τα ήθη ήταν "Θεός φυλάξοι", πολύ αυστηρά και τα καλά κορίτσια δεν έπρεπε να ερωτεύονται. Γι' αυτό, ακόμα κι όταν το ειδύλλιο κατέληγε σε αρραβώνα, η μητέρα της νύφης, κυρίως αυτή, προσπαθούσε να βελτιώσει τις εντυπώσεις:

- Την είδε στο δρόμο και του άρεσε, ζήτησε πληροφορίες και του δώσαν τις καλύτερες, έστειλε τη μάνα του και τη ζήτησε!

Λέξη για την παράμετρο που έθετε η πεθερά: «Καλή η κοπέλα, καλοί κι εσεις, τι προίκα της δίνετε;»

Τα συνοικέσια όμως είχαν άλλο χάζι κι άλλες προδιαγραφές: 

Τα έστελναν, κατά κανόνα, οι συγγενείς της νύφης, που είχαν το μεγάλο χτυποκάρδι μήπως η κοπελιά παραμεγαλώσει και «χαλάσει», στους συγγενείς του γαμπρού.

Η προξενήτρα ήταν πάντα γυναίκα. Έπρεπε να έχει γλυκό λόγο κι έφεση στην υπερβολή και την κολακεία. Και στην ψευτιά! Ωστόσο, θεωρούσε αυτό που έκανε λειτούργημα, κοινωνική προσφορά, δεν απέβλεπε στο κέρδος. Τώρα, βέβαια, όταν έπεφταν τα στέφανα, όλο και κάποιο δωράκι θα 'χε κι αυτή, αλλά, εξ αρχής, δεν ήταν αυτό το κίνητρό της. 

Κάποτε, τον παλιό εκείνο τον καιρό, ήμουνα στη Δευτέρα ή Τρίτη Δημοτικού, στο Αιτωλικό, βέβαια, Κυριακή μεσημέρι, είχα πάει βόλτα σε μιας θείας μου το σπίτι, άνευ λόγου, έτσι, για να φάω το λουκουμάκι. Την ίδια ώρα, ήρθε επίσκεψη μια καλοντυμένη κυρία, με χρυσή αλυσίδα στην μπλούζα της και κότσο τα μαλλιά της. Η θεία την έβαλε μέσα στο σαλόνι κι έκλεισε σφιχτά την πόρτα. Αυτό μου φάνηκε πολύ ασυνήθιστο, ξύπνησε έντονη η παιδική μου περιέργεια και πήγα κι εγώ και κάθησα σ’ ενα σκαμνάκι έξω από την πόρτα για ν’ ακούσω τί λέγανε. Η κυρία ήταν προξενήτρα και πλασάριζε ένα πολύ διαλεχτό εμπόρευμα για τον ανύπαντρο θείο.

-Τέτοια νοικοκυρά γυναίκα δεν θα ξαναβρείτε. Το σπίτι θα λάμπει. Άσε τη μαγειρική της. Να σ’ανοίξει φύλλο η Πόπη, να σου φτιάξει πίτα η Πόπη, να πεις τί είναι τούτο.

- Καλά, καλά, θα το πω στον κουνιάδο μου. Και τί προίκα δίνουνε;

- Το σπίτι που μένει τώρα η Πόπη με τους γονείς της.

- Θα τον βάλουν σώγαμπρο;

- Σώγαμπρο, βέβαια. Όχι, θα μπεί σε άδειο σπίτι να τρέχει ν’αγοράζει κουρτινόξυλα και καρέκλες. Ο σώγαμπρος είναι πολύ τυχερός. Ανοίγει την πόρτα, κρεμάει το καπέλο του και κάθεται στην πολυθρόνα αφεντικό.

- Καλά, καλά, θα το πω στον κουνιάδο μου.

- Α, και να μην το ξεχάσω, δίνουν και λίρες, για τα έξοδα γάμου. Τριάντα λίρες Αγγλίας, βικτωριανές, ολόχρυσες (πάλι καλά που δεν έταξε φλουριά Κωνσταντινάτα).

-Καλά, καλά, θα τα πω όλα στον κουνιάδο μου.

Το προξενειό έκλεισε, ο γάμος ετελεσφόρησε και η Πόπη με τον κουνιάδο δημιούργησαν μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.

Τα πράγματα όμως δεν έβγαιναν πάντα τόσο εύκολα. Η διαδικασία της παντρειάς περνούσε από τρία στάδια: τελειώματα, αρραβώνες, γάμος. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που η οικογένεια της νύφης δεν είχε να δώσει στο γαμπρό την προίκα που του είχε τάξει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δύο πράγματα μπορούσαν κατά κανόνα να συμβούν: Ή ο γαμπρός δήλωνε διάλυση και ζητούσε πίσω τον αρραβώνα, ή, από φιλότιμο ή από έρωτα, παρέβλεπε το οικονομικό και προχωρούσε στο γάμο.

Οπωσδήποτε και πάντα, μέχρι να ευδοκιμήσουν, τα συνοικέσια τα κρατούσανε μυστικά, να μη μαθευτούν, διότι η κοινωνία έβγαζε ζήλεια και κακεντρέχεια, κυρίως από κοπέλες ανύπαντρες ή τις μανάδες τους που έτρεχαν να εμποδίσουν το γάμο, γιατί ό,τι σου λείπει εσένα θέλεις να το στερήσεις κι από τους άλλους. Και για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούσαν την προαιώνια ελληνική μέθοδο: τη συκοφαντία.

Θυμάμαι ολοκάθαρα τους παπάδες της ενορίας μας, των Ταξιαρχών, που συχνά-πυκνά τις Κυριακές, λίγο πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία, έβγαιναν στην Ωραία Πύλη και συμβούλευαν το χριστεπώνυμο ευλαβές πλήρωμα:

-Προσέξτε, καλά, αγαπητοί χριστιανοί! Πολλά λέγονται κι ακούγονται τώρα τελευταία για συνοικέσια που δεν κλείνουν και γάμους που εμποδίζονται γιατί μπαίνουν στη μέση διαβολές. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας «όποιος χαλάει προξενειό, είναι σαν να χαλάει μοναστήρι. Τη φοβερή και τρομερή ώρα της κρίσεως η τιμωρία  θα είναι ίδια, και για το ένα αμάρτημα και για το άλλο. Προ πάντων, όταν πρόκειται για φτωχά κορίτσια.» 

Οπωσδήποτε, είναι κι ο φόβος ένα ηθικό κίνητρο!

Έθιμα Γάμου πριν από την τελετή

Το  στρώμα και το πάπλωμα

Την εβδομάδα πριν από το γάμο, στο σπίτι της νύφης, γινότανε ένα ιδιότυπο πάρτυ: Η κυρα-Σοφία, μια πρόσφυγα από την Καππαδοκία, μαστόρισσα στο είδος, πήγαινε κι έραβε το διπλό στρώμα, τα μαξιλάρια και το πάπλωμα για το κρεβάτι  του ζευγαριού. Εκείνη την εποχή δεν τα έβρισκες στα μαγαζιά, δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο. Στο σπίτι της νύφης λοιπόν, στο μεγαλύτερο δωμάτιο, κατάλληλα διαμορφωμένο για το ποθούμενο, η μαστόρισσα μοδίστρα έραβε τα προικιά του ζευγαριού. Με έξοδα της ίδιας της νύφης ή των συγγενών της. Είχανε συμφωνήσει από πριν την αμοιβή.

 Κάθε είδος είχε και τη δική του τεχνική:

Για το στρώμα: Η κυρα-Σοφία και η βοηθός της, η γνωστή και αγαπητή σε όλους μας Ρηνούλα Μπότα (την οποία ευχαριστώ θερμότατα για την παροχή όλων αυτών των πληροφοριών) κόβανε το ύφασμα στο μέγεθος του κρεβατιού κι αφήνανε 10 πόντους περιθώριο για να γίνουν τα μπουμπάρια, πάνω, κάτω και στα πλαϊνά.  (Το μπουμπάρι το φτιάχνανε για να  κρατάει τα πλαϊνά όρθια). Μέσα στο ύφασμα βάζανε μαλλί μόνο από πρόβατα, που το είχανε πλύνει και το είχανε ξάνει. Μετά ράβανε τα μπουμπάρια με 1 σακοράφα, 1 κουβάρι σπάγγο και 1 βελόνι κανονικό.

Τα μαξιλάρια, 4 τον αριθμό, τα ράβανε με καλύτερο μαλλί, πιο μαλακό.

Η μεγαλύτερη ωστόσο πολυτέλεια έπεφτε στο πάπλωμα. Το έφτιαχναν σε μεταξωτό ύφασμα, με καθαρό μπαμπάκι και σε όποιο χρώμα ήθελε η νύφη, κίτρινο, γαλάζιο, ροζ ή κόκκινο. Η κλωστη περνούσε από πάνω σαν κέντημα. Ήτανε κανονισμένο το βάρος της κάθε κατασκευής, 12 με 13 οκάδες για το στρώμα, 1 οκά για το κάθε μαξιλάρι και γύρω στις 10 οκάδες για το πάπλωμα. Το μπαμπάκι και τις κλωστές για το πάπλωμα το νυφιάτικο τα έφερνε ο Γρηγόρης ο Μπερσίμης.

Η μαστόρισσα μοδίστρα, λοιπόν, έραβε τα μπουμπάρια. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού, με γραμμόφωνα και πλάκες, γυναίκες μπαινόβγαιναν με γλυκά και δώρα, έλεγαν ευχές κι έριχναν στο στρώμα ρύζι και κέρματα για το ασήμωμα – αυτά ήταν στο τυχερό της μοδίστρας. Πολλές φορές, όταν το στρώμα ήταν έτοιμο, ξάπλωναν...   

(συνεχίζεται...)

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού



22/02/2020 - 23:42 Εκτύπωση
Μπαλωμένος Ανδρέας Χωματουργικά

e banner