Η τραγική σχέση της Μαντούς Μαυρογένους και του Δημήτρη Υψηλάντη! - Δύο εθνικοί ήρωες που αγαπήθηκαν παράφορα!
Ένας έρωτας στα χρόνια της επανάστασης!
Μέσα στη φωτιά και το αίμα της Επανάστασης τον 1821 άνθησε ένα ειδύλλιο μεταξύ της Μαντώς Μαυρογένους και τον Δημητρίου Υψηλάντη.
Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν με πάθος. Ο έρωτάς τους, όμως, μετά από πολλές δραματικές φάσεις, είχε τραγική κατάληξη.
Η καταγωγή της Μαντώς
Τον Μάιο του 1827 συνεδρίαζε στην Τροιζήνα η πιο δραματική συνέλευση του Αγώνα, η «Τρίτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις».
Μόλις τον προηγούμενο μήνα το έθνος είχε θρηνήσει τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Ακολούθησε η συντριπτική ήττα του ελληνικού επαναστατικού στρατού στον Ανάλατο, η παράδοση της Ακρόπολης στον Μεχμέτ Ρεσήτ πασά (Κιουταχή) και η υποταγή σ’ αυτόν της ανατολικής Στερεός Ελλάδας.
Αλλά και στην Πελοπόννησο η κατάσταση δεν διαγραφόταν καλύτερη, καθώς η περιοχή υφίστατο λεηλασίες από το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σώμα του Ιμπραήμ. Μέσα σε εκείνη τη χαώδη κατάσταση το προεδρείο της Γ’ Εθνοσυνέλευσης «βομβαρδιζόταν» καθημερινά από αναφορές επιτροπών ή ιδιωτών που ζητούσαν χορήγηση εφοδίων, οικονομική ενίσχυση, αποζημιώσεις κ.ά.
Κάθε φορά που ένα μέλος του προεδρείου ολοκλήρωνε την ανάγνωση μιας αναφοράς, μια νεαρή γυναίκα πεταγόταν όρθια και με έξαλλες χειρονομίες απαιτούσε από τον πρόεδρο να διαβασθεί η αναφορά της. Η γυναίκα αυτή ήταν η Μαντώ Μαυρογένους η οποία ζητούσε, μέσω της αναφοράς της, από το προεδρείο να υποχρεώσει τον Δημήτριο Υψηλαντη να τη νυμφευθεί!
Αυτό ήταν το ουσιαστικό τέλος της πιο ωραίας ερωτικής ιστορίας των φλογισμένων χρόνων της Επανάστασης.
Η Μαντώ καταγόταν από το γένος των Μαυρογένηδων, μιας από τις πιο σημαντικές οικογένειες του νεώτερου ελληνισμού που αντλούσε την καταγωγή της από το Βυζάντιο. Ο πατέρας της, Νικόλαος Μαυρογένης, είχε χρηματίσει σπαθάρης στην Αυλή της Μολδαβίας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Εκεί πλούτισε και έδειξε τη φιλοπατρία του ενισχύοντας οικονομικά τον Λάμπρο Κατσώνη, όταν αυτός αναζητούσε πόρους για να ξεκινήσει τις ναυτικές του επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.
H Μαντώ Μαυρογένους.
Η πρώτη γνωριμία της Μαντώς με τον πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλαντη ενδεχομένως πραγματοποιήθηκε στην Τεργέστη, στο σπίτι του πατέρα της, όταν ο πρίγκιπας ετοιμαζόταν να κατέλθει στην Ελλάδα ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να εξακριβωθεί από καμία υ- πάρχουσα πηγή. Ο Νικόλαος Κασομούλης βεβαιώνει ότι, όταν ο ίδιος και ο υπασπιστής του Δημητρίου Υψηλαντη, Γρηγόριος Σάλας, μετέβησαν στα νησιά του Αιγαίου αναζητώντας οικονομικούς πόρους για την ενίσχυση του Αγώνα στη βόρεια Ελλάδα, τους φιλοξένησε στη Μύκονο η οικογένεια της Μαντώς, που είχε επιστρέφει από την Τεργέστη στην ιδιαίτερη πατρίδα της, ώστε να προσφέρει ό,τι μπορούσε στην Επανάσταση.
Η οικογένεια Μαυρογένη παρέδωσε στους απεσταλμένους του πρίγκιπα 3.000 γρόσια. Από την ημέρα εκείνη η νεαρή γόνος των Μαυρογένηδων, ωθούμενη από σπάνιο πατριωτισμό και ασυγκράτητο ενθουσιασμό, δεν σταμάτησε να προσφέρει στον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων.
Ξόδεψε όλη της την περιουσία για τον εξοπλισμό πλοίων και τη συγκρότηση ένοπλου σώματος συμπατριωτών της που συμμετείχε σε πολλές μάχες της Επανάστασης.
Παρά το ότι είχε ανατραφεί μέσα στον πλούτο και τις ανέσεις και ενώ μπορούσε να λάμψει με την ομορφιά και το καλλιεργημένο πνεύμα της στα σαλόνια της Βιέννης και του Παρισιού, αυτή «λαχταρά», όπως έγραφε στην περίφημη έκκλησή της προς τις Γαλλίδες γυναίκες υπέρ του ελληνικού Αγώνα, «για μια ημέρα μάχης όπως αυτές ποθούν μια νύχτα χορού».
Από τους Ελληνες ιστορικούς και απομνημονευματογράφους δεν αναφέρεται συγκεκριμένη αυτοπρόσωπη πολεμική δράση της Μαντώς. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης έλαβε τον βαθμό του αντιστρατήγου, αλλά πιθανώς για τιμητικούς λόγους, επειδή διέθεσε τεράστια χρηματικά ποσά για την ενίσχυση των αγωνιστών. Μόνο ο Νικόλαος Δραγούμης, στο έργο του με τίτλο «Ιστορικές αναμνήσεις», αναφέρει πως «η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος». Ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ αναφέρει συμμετοχή της Μαντώς στο ένοπλο σώμα που συγκρότησε ο δεσπότης Καρύστου Νεόφυτος. Ομως, ο συγκεκριμένος συγγραφέας δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα αξιόπιστος, καθώς ελέγχεται για εξωραϊσμένη και ρομαντική θεώρηση των γεγονότων.
Υπάρχει, βέβαια, και η υποψία ότι η δυσαρέσκεια που προκάλεσε σε ορισμένους ισχυρούς κύκλους ο ερωτικός της δεσμός με τον Υψηλάντη ήταν η αιτία να αποσιωπηθούν τα τυχόν πολεμικά της κατορθώματα, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί.
Ισως οι Ελληνες ιστορικοί του Αγώνα να μην έκριναν άξια ιδιαίτερης μνείας τη Μαντώ, η οποία δεν διέθετε την αυστηρή προσωπικότητα της Μπουμπουλίνας. Η αριστοκράτισσα καλλονή και ερωμένη ενός από τους ηγέτες της Επανάστασης μάλλον προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Σίγουρο είναι πως και μόνη η παρουσία της όμορφης γόνου των Μαυρογένηδων μεταξύ των σκληροτράχηλων αγωνιστών αποτέλεσε σημαντική προσφορά στην εθνική υπόθεση, καθώς η πατριωτική της δράση έφθανε στη ρομαντική Ευρώπη εκείνης της εποχής εξωραϊσμένη και μετατρεπόταν σε ζωγραφικούς πίνακες, λιθογραφίες, ποιήματα και τραγούδια. Στα μάτια των Ευρωπαίων η Μαντώ πρόβαλλε ως η νέα Ζαν ντ’ Αρκ, με άμεση συνέπεια την ενδυνάμωση του φιλελληνικού ρεύματος.
Τον Οκτώβριο του 1821 μια αλγερινή φρεγάτα επιχείρησε να αποβιβάσει ένα ναυτικό άγημα στη Μύκονο, με αποστολή να επαναφέρει το επαναστάτημένο νησί υπό την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Οι ντόπιοι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον των Αλγερινών και τους αποδεκάτισαν. Ο θρύλος (ή η ιστορική αλήθεία;) θέλει τη Μαντώ επικεφαλής της ελληνικής επίθεσης.
Αμέσως μετά την απόκρουση των Αλγερινών, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, η Μαντώ συγκρότησε και εξόπλισε 16 λόχους από Κυκλαδίτες επαναστάτες και αποβιβάσθηκε στην Εύβοια. Εκεί πολιόρκησε μαζί με ντόπιους οπλαρχηγούς την Κάρυστο, φέρνοντας σε δυσχερή θέση τον ικανότατο διοικητή της πόλης, Ομέρ μπέη. Κατόπιν μετέβη στη Μαγνησία, όπου μαζί με τους οπλαρχηγούς Καρατάσο και Διαμαντή κατέλαβε τις στενωπούς του Πηλίου, επιχειρώντας να εμποδίσει την κάθοδο του πασά Ισμαήλ Πότα. Και εδώ, σύμφωνα πάλι με τον Γάλλο περιηγητή, η Μαντώ με τους άνδρες της διέλυσε την τουρκική εμπροσθοφυλακή που επιχείρησε να διασχίσει τα στενά.
Ο έρωτας των δύο ηρώων
Τον Ιούλιο του 1822 ο Μαχμούτ πασάς, ο επονομαζόμενος Δράμαλης, εισέβαλε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής 30.000 εμπειροπόλεμων ανδρών, με αποστολή να καταστείλει την Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος κλήθηκε να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, συνέλαβε ένα ευφυές σχέδιο συνεχούς παρενόχλησης και φθοράς του αντιπάλου, που, σε συνδυασμό με την καταστροφή όλων των πηγών διατροφής και ύδρευσης στην Αργολική πεδιάδα, θα προκαλούσε την υποχώρησή του στην Κόρινθο. Ενα από τα βασικά σημεία του σχεδίου του ήταν να προκαλέσει καθυστέρηση στην προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν το φρούριο του Αργους, ώστε να προλάβει ο ίδιος να προετοιμασθεί για την αντιμετώπισή τους.
Ηγετική μορφή της άμυνας του Αργους αναδείχθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης. Η λαϊκή παράδοση και η ρομαντική φαντασία των ξένων ιστοριογράφων της εποχής θέλουν και τη Μαντώ μεταξύ των υπερασπιστών του φρουρίου, όπου και τοποθετούν την αρχή του πολύκροτου ειδυλλίου της με τον Υψηλάντη. Πάντως, σε καμία πηγή δεν αναφέρεται ότι η Μαντώ βρισκόταν μέσα στο κάστρο, χωρίς βέβαια να θεωρείται και απίθανο η διψασμένη για δράση επαναστάτισσα να έσπευσε να λάβει μέρος στη δύσκολη προσπάθεια της απόκρουσης του Δράμαλη.
Μετά από δωδεκαήμερη αντίσταση οι πολιορκημένοι κατάφεραν να διαφύγουν από το φρούριο, έχοντας φθείρει και καθυστερήσει σημαντικά τις τουρκικές δυνάμεις. Η Μαντώ, ακολουθώντας ίσως συμβουλή του Υψηλάντη, επέστρεψε στη Μύκονο. Από εκεί συνέταξε τις περίφημες επιστολές της στις γυναίκες της Αγγλίας και της Γαλλίας, επιδιώκοντας να προκαλέσει τη συμπάθειά τους για το αγωνιζόμενο έθνος. Την εποχή εκείνη πολλοί φιλέλληνες την επισκέφθηκαν στη Μύκονο.
Μεταξύ αυτών ήταν οι Μάξιμος Ραιμπώ και Πουκεβίλ. Ολοι υπέκυψαν στη γοητεία της, εκδήλωσαν τον ενθουσιασμό τους και έπλεξαν πραγματικούς διθυράμβους για τη φυσική της ομορφιά, την πνευματική της καλλιέργεια, αλλά, κυρίως, για την πατριωτική της θέρμη.
Μετά τη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και την απελευθέρωση του Ναυπλίου, η Μαντώ μετέβη στην Τήνο. Εκεί συγκέντρωσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον Αγώνα και στη συνέχεια πήγε στο Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχικό οίκημα απέναντι από το σπίτι που είχε παραχωρηθεί στον Υψηλάντη. Η καλύτερη περίοδος για τον έρωτα των δύο νέων μόλις είχε ξεκινήσει.
Την άνοιξη του 1825 προέβαλε ένας νέος σοβαρός κίνδυνος για την ελληνική Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλη, αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής στρατού οργανωμένου κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο Υψηλάντης έσπευσε να οχυρωθεί στους Μύλους της Λέρνας. αποφασισμένος να αναχαιτίσει την πορεία των Αιγυπτίων προς το Ναύπλιο. Μαζί του ήλθε και η Μαντώ, διότι δεν ήθελε να αφήσει μόνο του τον αγαπημένο της, αλλά πιθανώς και για να μη φανεί κατώτερή του σε αγωνιστικότητα.
Εκεί αναφέρεται και μια συνάντησή τους με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ο οποίος έσπευσε να συμβουλεύσει τον Υψηλάντη να αποσυρθεί από εκείνη την ευάλωτη θέση, καθώς θεωρούσε την αιγυπτιακή νίκη προδιαγεγραμμένη.
Αλλά ο Υψηλάντης δεν τον άκουσε και κατάφερε, μαζί με τον Μακρυγιάννη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, να επιτύχει μια ανέλπιστη νίκη, η οποία όχι μόνο έκρινε την τύχη του Ναυπλίου, αλλά κλόνισε και την πεποίθηση για το αήττητο των Αιγυπτίων. Ο δεσμός των δύο νέων συνεχιζόταν ισχυρός, παρά τις δύσκολες στιγμές που διερχόταν η Επανάσταση (πτώση του Μεσολογγίου) και προσωπικά ο Υψηλάντης (στέρηση των πολιτικών και στρατιωτικών του αξιωμάτων, λόγω της άρνησής του να υπογράψει το Ψήφισμα της Υποτέλειας). Τότε, όμως, εισήλθε ανάμεσά τους ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο δαιμόνιος πολιτικός υπέθεσε πως ο έρωτας της Μαντώς υπέκρυπτε κάποια ιδιοτέλεια. Πιθανώς ήθελε να παντρευτεί τον πρίγκιπα, να ενωθεί με το γένος των Υψηλάντηδων, ώστε να επηρεάσει τον λαό, και να ανέλθει μαζί με τον σύζυγό της ως τα ανώτατα αξιώματα. Ισως να επιδίωκε ακόμη και την ηγεμονία της χώρας. Ενα τέτοιο, όμως, ενδεχόμενο πιθανότατα θα έφραζε τον δικό του δρόμο προς την εξουσία. Αποφάσισε, λοιπόν, να διαλύσει πάση θυσία αυτόν τον δεσμό. Στην απόφασή του τον βοήθησαν ιδιαίτερα δύο γεγονότα. Το ένα ήταν η διαρκής επιδείνωση της υγείας του Υψηλάντη (ο οποίος υπέφερε από χρόνια πάθηση των πνευμόνων) και το άλλο η λαϊκή κατακραυγή που προκαλούσε το γεγονός ότι οι δύο νέοι δεν είχαν επισημοποιήσει τη σχέση τους.
Η Μαντώ, η οποία αντιμετώπιζε εντονότερες επικρίσεις, ζήτησε από τον Υψηλάντη να τη νυμφευθεί. Εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες και δεν μπορούσε να τη νυμφευθεί τη στιγμή που η πατρίδα χανόταν.
Επειδή, όμως, αντιμετώπισε την οργή της, της έδωσε έγγραφη υπόσχεση για γάμο, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Την ίδια περίοδο ο Κωλέττης προσέγγισε τους πιστούς σωματοφύλακες του Υψηλάντη και με ψεύτικη λύπη τούς ανέφερε ότι κινδύνευε η υγεία του αρχηγού τους, λόγω αυτού του δεσμού και ότι το όνομά του είχε εξευτελισθεί στον λαό του Ναυπλίου, ο οποίος τον έβλεπε να κυνηγά τη «φραγκοντυμένη» Μυκονιάτισσα.
Τα επιχειρήματά του δεν άργησαν να τους πείσουν, και μια νύκτα κατά την οποία ο πρίγκιπας έλειπε σε περιπολία στους Μύλους, μερικοί άνδρες του εισέβαλαν στο σπίτι της Μαντώς, τη μετέφεραν στο λιμάνι και την επιβίβασαν βίαια σε ένα πλοίο που απέπλεε για τη Μύκονο, απειλώντας τη με θάνατο, αν επέστρεφε στο Ναύπλιο.
Οταν ο πρίγκιπας επέστρεψε στην πόλη και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, εξοργίσθηκε. Εμαθε ποιοι ήταν οι ένοχοι, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει τον πρωταίτιο. Αμέσως έστειλε επιστολή στην ερωμένη του, με την οποία την καλούσε κοντά του και την παρακαλούσε να συγχωρήσει την απερισκεψία των ανδρών του.
Πράγματι, η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο, αναγκάζοντας τον Κωλέττη να εφαρμόσει ένα δεύτερο σχέδιο. Μια ημέρα τής έστειλε τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη, τον Χορτάκη και τον Ολύμπιο, για να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του πρίγκιπα και να της δηλώσουν πως, αν δεν τον αποχωριζόταν, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν από τους πιο άξιους υπερασπιστές της. Τα λόγια τους ήταν αρκετά για να θίξουν τη φιλοπατρία της Μαντώς. Συγκέντρωσε βιαστικά τα πράγματά της και, χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν, εγκατέλειψε το Ναύπλιο.
Το τέλος του ειδυλλίου
Ο Υψηλάντης, όταν πληροφορήθηκε τη φυγή της Μαντώς, της έστειλε επανειλημμένα επιστολές καλώντας τη να επιστρέψει, όμως τα φλογερά εκείνα γράμματα έπεσαν στο κενό. Η Μαντώ πίστεψε πως η επίσκεψη των γιατρών είχε σκηνοθετηθεί από τον ίδιον. Θεώρησε ότι ο Υψηλάντης επιδίωκε να αθετήσει, με αυτόν τον τρόπο, την υπόσχεση περί γάμου που της είχε δώσει. Πολύ γρήγορα η αγάπη της μετατράπηκε σε οργή και μνησικακία. Χωρίς να υπολογίσει την προσωπική της αξιοπρέπεια, επέστρεψε στην Πελοπόννησο και κατέφθασε στην Τροιζήνα την περίοδο της έναρξης των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης.
Εκεί συνέταξε μια αναφορά, στην οποία επισύναψε τη γραπτή υπόσχεση γάμου του πρίγκιπα, ζητώντας επίμονα δικαίωση, περισσότερο, ίσως, για να εξευτελίσει τον πρώην αγαπημένο της. Το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης, για να μην προκληθεί σκάνδαλο, αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτησή της, ακόμη και να την αναγνώσει.
Δέχθηκε, όμως, το αίτημά της να της παραχωρηθεί το σπίτι όπου διέμενε στο Ναύπλιο κατά την περίοδο της σχέσης της με τον Υψηλάντη και το οποίο της θύμιζε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, η Μαντώ Μαυρογένους έστειλε δύο νέες αναφορές (το 1828 και το 1830), ζητώντας και πάλι δικαίωση.
Σύμφωνα με το antikleidi.com ούτε, όμως, η πρώτη αναφορά (την οποία ο Καποδίστριας υπέβαλε στην κρίση του υπουργού Δικαιοσύνης Ιωάννη Γεννατά), ούτε η δεύτερη είχαν αποτέλεσμα.
Ο Γεννατάς, μάλιστα, δήλωσε πως δεν προέκυπταν στοιχεία, για να διωχθεί ποινικά ο Υψηλάντης, και παρέπεμψε το θέμα στο υπουργείο Εκκλησιαστικών που ήταν αρμόδιο για ζητήματα αθέτησης υπόσχεσης γάμου. Εκεί, όμως, η αναφορά τέθηκε στο αρχείο.
Ακολούθησαν τραγικά γεγονότα για τη χώρα: η συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια κατά της πολιτικής του Καποδίστρια, η ανταρσία της Μάνης και του Πόρου και, τέλος, η δολοφονία του κυβερνήτη, την οποία η Μαντώ δεν κατάφερε να αποτρέψει (είχε προειδοποιήσει τον Καποδίστρια μόλις το προηγούμενο βράδυ ότι κινδύνευε η ζωή του). Τον Αύγουστο του 1832 ο Υψηλάντης πέθανε.
Μετά την ανακήρυξή του από τον Καποδίστρια σε στρατάρχη της ανατολικής Ελλάδας, έλειπε τον περισσότερο καιρό από το Ναύπλιο, με συνέπεια η στρατιωτική ζωή να επιδεινώνει την εύθραυστη υγεία του.
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του η Μαντώ, παρότι είχε πληροφορηθεί τα άσχημα νέα, δεν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Οταν, όμως, ο πρίγκιπας πέθανε, η Μαντώ ξεκίνησε αποφασισμένη να τον νεκροστολίσει και να τον μοιρολογήσει, χωρίς κανένας να τολμήσει να την εμποδίσει. Ακολούθησε μαυ- ροφορεμένη την κηδεία του, μια τραγική ανύπανδρη χήρα.
Αμέσως μετά έφυγε για πάντα από το Ναύπλιο. Πέθανε τον Ιούλιο του 1848 στην Πάρο, πάμφτωχη και λησμονημένη από όλους, έχοντας θυσιάσει για την πατρίδα, την οποία τελικά αγαπούσε περισσότερο από το καθετί, την περιουσία, τα νιάτα και τον ίδιο τον έρωτά της.
25η Μαρτίου Εθνική Επέτειος: Τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη!
Κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε την εθνική επέτειο και τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση.
Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Τι συνέβη, άραγε, στις 25 Μαρτίου του 1821 και την έχουμε αναδείξει ως την ημέρα της εθνικής μας εορτής; Τίποτα απολύτως λένε οι ιστορικοί. Ή σχεδόν τίποτα, για να είμαστε ακριβείς, πέρα από κάποιες αψιμαχίες. Κανένα σπουδαίο πολεμικό γεγονός που να δικαιολογεί αυτή την επιλογή. Ούτε καν η ύψωση του λαβάρου της Μονής της Αγίας Λαύρας και η ορκωμοσία των παλληκαριών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Το περιστατικό της Αγίας Λαύρας είναι ένας εθνικός μύθος. Τον οφείλουμε στον γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), ο οποίος συνέγραψε την τετράτομη Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος (1824). Η ιστορία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και μέσω του πίνακα Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας (1851) του σημαντικού έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878).
Άλλωστε και ο ίδιος ο Παλαιών Γερμανός δεν αναφέρει λέξη για το περιστατικό στα απομνημονεύματά του. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας, αλλά στην Πάτρα, όπου όντως όρκισε τους επαναστάτες της περιοχής στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου.
Τί γιορτάζουμε 25 Μαρτιου (Διπλή Γιορτή)
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντηκαι της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων. Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ Πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα. Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.
Ήρωες του 1821: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά». Γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας.
Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές. Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του.
Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Ήρωες του 1821: Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα). Γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.
Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.
Ήρωες του 1821: Οδυσσέας Ανδρούτσος
Από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης του ‘21.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεσε θύμα των εμφύλιων διαμαχών κατά τη διάρκεια του Αγώνα και σκοτώθηκε από χέρι ελληνικό. Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788 και ήταν ο μονάκριβος γιος του ξακουστού αρβανίτη αρματολού της Ρούμελης Αντρέα Βερούση ή Καπετάν Ανδρούτσου και της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης προεστού της Πρέβεζας. Στο νησί του Οδυσσέα είχε καταφύγει η μητέρα του για να γλιτώσει από την καταδίωξη των Τούρκων, επειδή ο πατέρας του είχε ακολουθήσει τον θαλασσομάχο Λάμπρο Κατσώνη στις ανά το Αιγαίο περιπέτειές του. Εκεί βαφτίστηκε το 1792 από τη γυναίκα του Κατσώνη, Μαρουδιά, που για τον ίδιο λόγο είχε ζητήσει κι αυτή άσυλο στο νησί.
Προς τιμή του ομηρικού ήρωα, του δόθηκε το όνομα Οδυσσέας. Ο ίδιος, όμως, πατρίδα του θεωρούσε την πατρίδα του πατέρα του, τις Λιβανάτες της Λοκρίδας. Όταν ο Αλή Πασάς έμαθε πως ο φίλος του καπετάν Ανδρούτσος, που εν τω μεταξύ είχε αποκεφαλιστεί από τους Τούρκους το 1797, άφησε γιο, τον πήρε κοντά του στην αυλή του στα Γιάννενα, που αποτελούσε τότε σπουδαίο στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο μαθήτευσαν αρκετοί Έλληνες αγωνιστές του '21. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο μικρός Οδυσσέας. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και να μιλάει ιταλικά και αρβανίτικα. Η σωματική του δύναμη ήταν παροιμιώδης και διηγούνται αναρίθμητα κατορθώματά του. Κάποιος βιογράφος του γράφει, ότι «επήδα ως έλαφος, έτρεχεν ως ίππος και ίππευεν ως Κένταυρος».
Ήρωες του 1821: Παπαφλέσσας
Κληρικός, από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του ‘21.
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1786 ή το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας. Ο Παπαφλέσσας φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.
Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!» .Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού.
Ήρωες του 1821: Αθανάσιος Διάκος
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας. Γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας (σημερινός Αθανάσιος Διάκος) και κατ’ άλλους στη γειτονική Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έθιξε τον ανδρισμό του, θαμπωμένος από την ομορφιά του. Ο νεαρός Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά και τότε ήταν που έλαβε το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία.
Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος τον Οκτώβριο του 1820, ενώ την ίδια περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Στις 27 Μαρτίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά.
Ήρωες του 1821: Μπουμπουλίνα
Μια από τις δύο κορυφαίες γυναικείες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Η άλλη είναι η Μαντώ Μαυρογένους. Η Μπουμπουλίνα ήταν κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και γεννήθηκε το 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα και στα 26 της έμεινε χήρα με τρία παιδιά.
Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτριο Μπούμπουλη και έγινε έκτοτε γνωστή ως Μπουμπουλίνα (η γυναίκα του Μπούμπουλη). Έχασε και τον δεύτερό της σύζυγο με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Την περιουσία του θανόντος συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, την επένδυσε αποκτώντας μερίδια σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία.
Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά.
Ήρωες του 1821: Μαντώ Μαυρογένους
Εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα.
Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνούς της Έλληνες ιστορικούς και απομνηματογράφους, που αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα.
Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό , η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα». Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της, έσπευσε στη Μύκονο και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού.
Για περισσότερα retro θέματα του AthensMagazine.gr δείτε εδώ!