Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

Η Αγγελική ήθελε βοήθεια... ο Αρχάγγελος της την προσέφερε! Συγκλονιστικό θαύμα!

Θα ανατριχιάσετε μόλις διαβάσετε τι έγινε!

27 Νοεμβρίου 2019 17:27
Η Αγγελική ήθελε βοήθεια... ο Αρχάγγελος της την προσέφερε! Συγκλονιστικό θαύμα!

Ο Αρχάγγελος έδωσε την βοήθεια του στην Αγγελική που τον είχε ανάγκη! Το σύγχρονο θαύμα που θα διαβάσετε θα σας κάνει να ανατριχιάσετε!

Διαβάστε εδώ την μαρτυρία της:

Ονομάζομαι Αγγελική και μένω στη Λειβαδιά Βοιωτίας. Ήταν αρχές Απριλίου του 2013 όταν στη ζωή μου συνέβησαν τα παρακάτω που θα αναφέρω. Θέλω να επισημάνω επίσης, ότι δε γνώριζα για το Μοναστήρι του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, καθώς και για τη θαυμαστή εικόνα του, τη θαυμαστώς φτιαγμένη από χώμα και αίμα σφαγιασθέντων μοναχών. Θα ανατριχιάσετε: «Το παιδί θα το βάλεις Δημήτρη!» Το θαύμα που συγκλονίζει!

Αισθάνθηκα εκείνο τον καιρό κάποια ενόχληση στο στήθος. Στην αρχή δεν έδωσα και πολύ σημασία όταν όμως αυτές οι ενοχλήσεις γίνανε πιο αισθητές και συνεχόμενες, αποφάσισα να πάω στο γιατρό να κάνω προληπτικές εξετάσεις. Στο υπερηχογράφημα που έκανα, διαπιστώθηκε μια σκιά λίγων εκατοστών, η οποία, όπως είπε ο γιατρός, έχρηζε περαιτέρω εξετάσεων.

Ο πόνος που ένιωθα, στη συνέχεια ήταν αρκετά μεγάλος και είχα αρχίσει να σκέφτομαι το κακό και να ανησυχώ! Εξάλλου σαν χαρακτήρας, είμαι και φοβική στις ασθένειες. Εκείνες τις ημέρες εστίαζα σε αρνητικές σκέψεις και φοβόμουν πως κάτι κακό θα μου συμβεί! Οι σκέψεις αυτές άλλαξαν τη ζωή μου.

Ήμουν σκεπτική, κάπως απλησίαστη, αφηρημένη. Ο νους μου ταξίδευε σε φουρτουνιασμένο πέλαγος, σκοτεινό, άγνωστο. Χιλιάδες σκέψεις πλέκονταν στο μυαλό μου και με κούραζαν, με μπέρδευαν, με φόβιζαν, με μελαγχολούσαν. Πέρασε λίγος καιρός. Όταν ένα βράδυ είδα ένα ζωντανό και φοβερό όνειρο. Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι, στο χωριό, και είχα ετοιμαστεί να βγω έξω.

Κατέβηκα τις σκάλες του σπιτιού μου, έφτασα στην εξώπορτα και με ένα φόβο και ανήσυχη, ξεκίνησα να βαδίζω το στενό δρομάκι που βγάζει στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Είχα κάπως απομακρυνθεί από το σπίτι και τότε άκουσα μια δυνατή ανδρική φωνή να με φωνάζει με το όνομα μου: «Αγγελικήηηη»! Γυρίζω και βλέπω έξω από το σπίτι μου, έναν άγνωστο ψηλό και αθλητικό άνδρα με πολύ ωραίο πρόσωπο.

Ήταν σε απόσταση από μένα και βαδίζοντας αγέρωχα, με πλησίασε!

«Γιατί βιάζεσαι; Γιατί φοβάσαι;», με ρωτάει και μια λάμψη άρχιζε να τον λούζει!

«Ποιος είσαι», τον ρωτάω και γω με τη σειρά μου.

«Γιατί φαίνεται να μ’ αποφεύγεις; Είμαι εδώ για σένα...», μου ξαναλέει χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.

«Ποιος είσαι;» τον ξαναρωτάω.

«Έχω το όνομα του νονού σου» μου λέει!

Το νονό μου τον λένε Ταξιάρχη! Ένα ρίγος πέρασε όλο μου το σώμα και ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω! Κρατήθηκα. Όταν θυμάμαι αυτή τη σκηνή, Πάτερ μου, με πιάνουν τα ίδια ρίγη που ένιωσα τότε την πρώτη φορά! Ήταν τόσο ζωντανός μπροστά μου, που η εικόνα του σφραγίστηκε στο μυαλό μου και δεν θέλει να ξεθωριάσει καθόλου από τότε.

Δεν μιλούσα καθώς τον κοίταζα· μου μίλησε πάλι εκείνος:

«Συνέχισε το δρόμο σου, πήγαινε και μη φοβάσαι, έχεις εμένα τώρα δίπλα σου»!

Μόλις τέλειωσε η τελευταία του φράση, εξαφανίστηκε! Χάθηκε! Εγώ, γύρισα και συνέχισα το δρόμο μου, με το αίμα μου θαρρείς συγκεντρωμένο στο κεφάλι μου.

Όποτε ο Θεός θέλει να σώσει έναν άνθρωπο στέλνει κάποιον να τον αγαπήσει!

Όταν ξύπνησα, είχα τόσο έντονες τις εικόνες στο μυαλό μου σαν να τις είχα ζήσει στην πραγματικότητα. Ένιωθα να είχα πυρετό. Οι παλμοί της καρδιάς μου ανεβασμένοι, ήταν σαν να μιλούσα με το άγνωστο παλληκάρι στην πραγματικότητα πριν λίγο. Η έγνοια μου και η φροντίδα μου, από την ίδια ημέρα κιόλας, ήταν να ψάχνω να βρω ποιος άγιος ήταν αυτός ο νέος γιατί μόνο ένας άγιος θα είχε αυτή τη φωτεινή και γλυκιά μορφή, όπως ήταν η φωτεινή μορφή του νέου στο όνειρό μου.

Μάζευα εικόνες διάφορες του Ταξιάρχη, μα δεν έμοιαζε καμιά! Μετά από κόπο και έρευνα, μια φίλη μου, μου έδειξε μια μικρή πλαστικοποιημένη εικόνα του Ταξιάρχη του Μανταμάδου, με διπλή όψη. Αμέσως αναγνώρισα τη μορφή του Νέου του ονείρου μου. Ήταν η εικόνα της μιας πλευράς, που έδειχνε τη μεγάλη εικόνα, την ολόσωμη, στο έμπας της εσωτερικής αυλής του Ναού!

Μπορείτε να καταλάβετε Πάτερ μου, τη μεγάλη συγκίνησή μου; Και δεν ήταν μόνο συγκίνηση, αλλά και χαρά! Γιατί σύμφωνα με τα τελευταία λόγια του παλληκαριού του ονείρου μου, εγώ ήμουν υπό της μεγάλης του προστασίας του! Μετά από λίγες ημέρες έπρεπε να πάω για επανεξέταση στο γιατρό.

Παρ’ ότι είχα τη βεβαία πίστη ότι ο προστάτης μου θα με φυλάξει, θα με προστατεύσει και θα εξαφανίσει το κακό, ό,τι και αν είναι, όταν είδα μπροστά μου το ιατρικό τραπέζι και ο γιατρός μού είπε να ξαπλώσω για την εξέταση, ταράχθηκα. Με έπιασε μια αγωνία, που σα γομολάστιχα ήθελε να μου σβήσει όλη τη καλή ψυχική διάθεση και εμπιστοσύνη προς τον Άγιο.

Τινάχθηκα, σαν να ήθελα να διώξω από πάνω μου τις κακές σκέψεις και την αγωνία. Ο γιατρός, που δε γνώριζε τον εσωτερικό μου κόσμο εκείνη τη στιγμή, με ρώτησε.

«Τι έπαθες, κρυώνεις; Είσαι καλά; Φοβάσαι;»

Στην τελευταία λέξη του γιατρού «φοβάσαι», συνήλθα. «Όχι, είπα μέσα μου. Δε φοβάμαι! Έχω προστάτη και βοηθό τον Ταξιάρχη, γιατί να φοβηθώ;». «Ταξιάρχη μου σε χρειάζομαι, βοήθησέ με, στάσου δίπλα μου», είπα με συναίσθηση των λέξεων μου, από μέσα μου.

Αυτή η αντίδρασή και η προσευχή μου, σαν ενδοφλέβια ένεση, άρχισε να με ηρεμεί. Ξάπλωσα στο τραπέζι. Ο γιατρός έκανε τον υπέρηχο.

«Έχεις τον παλιό υπέρηχο;», με ρωτά, κάπως προβληματισμένος.

«Ναι γιατρέ, είναι στην τσάντα μου.» Τον έδωσα. Τον κοίταξε με προσοχή δυο-τρεις φορές και πάλι αρχίζει με το μηχάνημα να με εξετάζει.

«Τίποτα!!! Και πάλι τίποτα!!!», μουρμούρισε. «Δεν υπάρχει το ελάχιστο, κοπέλα μου! Ούτε η σκιά που έβλεπα την άλλη φορά και είναι απεικονισμένη στην εξέταση, ούτε κάτι παρόμοιο». «Κοίταξες καλά γιατρέ; Κοίταξε σε παρακαλώ, να είμαστε σίγουροι». «Κοιτάζω, μου λέει κοπέλα μου, δεν βλέπω κάτι! Περίεργο, πολύ περίεργο».

Τα είχε, ο καημένος, χαμένα. Καμιά διάγνωση άλλη δεν μπορούσε να πει, παρά ότι το μέρος είναι πεντακάθαρο. Στο τέλος αποφάνθηκε: «Ίσως το απορρόφησε ο οργανισμός σου», μου είπε συλλογισμένος. Έτσι λοιπόν ήξερα από εκείνη την ήμερα και έπειτα πως δεν ήμουν μόνη.

Ήξερα πως ποτέ ξανά δεν θα είμαι μόνη μιας και το όνειρο ήταν αληθινό! Έτρεμα από χαρά που ήξερα πως έχω έναν φύλακα Άγγελο!!! Είπα και στο γιατρό μου το περιστατικό. Εκείνος έκανε τον σταυρό του. Μεγάλη η χάρη σου Ταξιάρχη μου. Σε ευχαριστώ και θα σε δοξάζω όσο ζω και αναπνέω!

Σοκάρει το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου! Έσωσε τρεις γυναίκες από την καταστροφή!

Τα θαύματα που έχουν γίνει από τους Αγίους της Εκκλησίας μας είναι πολλά! Ένα από αυτά είναι και του Αγίου Νεκταρίου που κατάφερε να σώσει από την καταστροφή τρεις γυναίκες!

Τι συνέβη όμως στις γυναίκες και χρειάστηκε η σωτήρια παρέμβαση του Αγίου Νεκταρίου; Γίνονται ακόμα θαύματα: ''Ο παππάς που ήταν δίπλα μου στο νοσοκομείο ήταν ο Άγιος της εικόνας…''

Κάποιος άνθρωπος ύπέστη οικονομική καταστροφή και κατάντησε άδοξος άπό ένδοξος και φτωχός άπό πλούσιος.

Στήν άπελπισία του, λοιπόν, επάνω πήρε τήν άπόφαση νά εκδίδει τις θυγατέρες του (είχε τρεις, πού διακρινονταν γιά τό υπέροχο κάλλος και τήν εξαιρετική ομορφιά τους) προς άκολασία σ’ αύτούς πού τό επιθυμούν, παίρνοντας χρήματα, και έτσι νά έξασφαλίζει τήν τροφή γιά τον έαυτό του και τά παιδιά του.

Και βέβαια λένε: τό να θέλει να βορβορολογεί κάποιος από τό βόρβορο και να εξασφαλίζει πόρους για τον έαυτό του ποιας άραγε φτώχειας δέν είναι περισσότερο χαλεπό;

Επιθυμούσε, λοιπόν, ό άνθρωπος νά τις παντρέψει δέν μπορούσε όμως έξαιτίας τής μεγάλης φτώχειας του. Έτσι αυτές θά άτιμάζονταν άπ’ όλους και ό σωματικός έρωτας άξίωνε εδώ τό δεύτερο άθλο γιά τον έρωτα των χρημάτων. Ό άνθρωπος, λοιπόν, αυτός βρισκόταν σ’ αύτή τη δυσάρεστη κατάσταση και ύπέφερε ψυχικά γιά την κακή αύτή σκέψη του όμως προχωρούσε ήδη νά κάμει πράξη τήν άπόφασή του. Λένε ότι, πραγματικά, δέν ύπάρχει τίποτε πιο φοβερό άπό τήν άνέχεια. Αλλά Συ ό φιλάνθρωπος, ό άγαθοποιός προς όλους τούς άνθρώπους Θεός, Συ πού κάμπτεσαι μέ φιλανθρωπία άπό τις άνάγκες μας, ποιόν τρόπο βρίσκεις, λοιπόν, καί ποιά θεραπεία γιά τό άκαταμάχητο αυτό κακό; Καί πράγματι, βρίσκεις τρόπο νά φτάσει στ’ αυτιά τού θεράποντά σου, τού άγιου Νικολάου, αυτό πού πρόκειται νά συμβεί μέ τά τρία κορίτσια καί τον στέλνεις μέ τρόπο άξιοθαύμαστο, ώς άγαθό άγγελο, στον πατέρα τους, πού πιέζεται σωματικά καί κινδυνεύει ή ψυχή του, νά τον συντρέξει στή φτώχεια του καί νά τον διασώσει άπό τήν άπώλεια στήν όποια αύτή τον οδηγεί.

Εκτός άπό τά άλλα, κοίτα καί τή μεγαλοψυχία τού Άγιου, πώς δηλαδή συνδυάζει τή σύνεση μέ τή συμπάθεια. Νά τι έκαμε: Δέ σκέφτηκε καθόλου νά προσέλθει στο δυστυχισμένο άνθρωπο, ούτε καί νά συζητήσει γιά λίγο τό θέμα, ούτε νά φανερώσει σ’ αυτόν καί μόνον τό ευεργετικό του χέρι, πράγμα πού συνηθίζουν όλοι οι μικρόψυχοι πού κάνουν κάποια μικροελεημοσύνη. Γιατί ήξερε ότι αυτά είναι ενοχλητικά γι’ αυτούς πού ξέπεσαν άπό τον πλούτο καί τή δόξα στήν άνέχεια καί στή δυστυχία, άφού καί τούς ντροπιάζουν καί τήν εύημερία πού είχαν πριν τούς ύπενθυ- μίζουν. ’Αλλά, νομίζω, σάν νά έπιθυμούσε έκείνος νά ξεπεράσει καί τήν ευαγγελική παραγγελία, δηλαδή τό νά μή γνωρίζει τό άριστερό χέρι τί κάνει τό δεξιό, δέν ή θέλησε νά έχει ώς μάρτυρα τής πράξεώς του ούτε τον ίδιο τον ευεργετούμενο. Έτσι απείχε πολύ από τού νά ζητεί τή δόξα των άνθρώπων, άφού και περισσότερο αύτός φρόντιζε νά κρύβει τις άγαθοεργίες του, παρά άλλοι πού έκαναν αισχρές πράξεις. Πήρε, λοιπόν, κομπόδεμα με χρυσάφι, πήγε τά μεσάνυχτα κοντά στο σπίτι τού φτωχού άνθρώπου, τό έριξε άπό ένα παραθυράκι μέσα και γύρισε άμέσως σπίτι του, σάν νά ντρεπόταν μήν τον ίδούν, όταν έκανε αύτή τήν άγαθοεργία.

Μία άπό τις αδελφές παντρεύεται. Χρυσάφι καί για άλλη
Πρωί πρωί, πού ξύπνησε ό άνθρωπος, βρήκε τό χρυσάφι και, στή συνέχεια, άφού έλυσε τό κομπόδεμα, έξεπλάγη και νόμιζε ότι μπορεί νά είχε έξαπατηθεί, φοβούμενος μήπως δέν είναι χρυσάφι αύτό πού έβλεπε. ’Αναρωτιόταν, λοιπόν, γιά ποιο λόγο δέ θέλησε ό εύεργέτης νά έχει ώς μάρτυ ρα τής εύεργεσίας του αύτόν πού εύεργετή- θηκε. Τή στιγμή έκείνη, τρίβοντας τό μέταλλο μέ τά άκρα των δακτύλων του και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά, διαπίστωσε ότι ήταν πράγματι χρυσάφι.

Το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου: Πώς θεράπευσε τον 9χρονο Ιωάννη από σπάνια ασθένεια! (video)

Γιά τό άπροσδό- κητο αύτό γεγονός χαιρόταν πολύ, ένιωθε έκπληξη και άπορούσε, ένώ έχυνε θερμά α άπό τή μεγάλη του χαρά* δέν είχε και τι νά κάνει. Και επειδή, στριφογυρίζοντας πολλά στο νού του, δέν είχε κανέναν άπό τούς γνωστούς του στον όποιο νά άποδώσει τό γεγονός τής άγαθοεργίας αύτής, τό άπέδωσε στο Θεό και δέ σταματούσε νά εκφράζει μέ δάκρυα τις εύχαριστίες του. Τώρα βέβαια, πριν άπό τις άλλες άνάγκες, βιαζόταν νά άπαλλαγεί άπό τήν άμαρτία του προς τό Θεό και πάντρεψε μια άπό τις θυγατέρες του, τήν πρώτη, δίνοντάς της ώς προίκα τό χρυσάφι πού έρευσε μόνο του ή, καλύτερα, θά έλεγα τό θεόσταλτο, πού ήταν σημαντικό.

Τό γεγονός τού γάμου τό πληροφορήθηκε ό θαυμαστός Νικόλαος και διαπίστωσε ότι ό πατέρας έπραξε σύμφωνα μέ τή γνώμη του —αύτό πράγματι και έπιθυμούσε, δηλαδή νά τού λύσει μέ τό γάμο την πρόφαση τής αμαρτίας—, γι’ αυτό και ετοιμάστηκε νά προσφέρει βοήθεια και γιά τό δεύτερο κορίτσι. Και πραγματικά, και άλλο κομπόδεμα μέ χρυσάφι, ισόποσο προς τό προηγούμενο, προσέφερε σ’ αύτόν τή νύχτα, χωρίς νά τον πάρει κανείς είδηση. Τά χαράματα, λοιπόν, πού σηκώθηκε ό πατέρας των κοριτσιών, βρήκε οπό δάπεδο τό χρυσάφι. Και, άφού είδε πώς ό Θεός, χωρίς ό ίδιος νά κοπιάσει καθόλου, έριξε σάν βροχή τον πλούτο σ’ αύτόν και τού έδωσε, όπως λέει ό λόγος, σιτάρι άλεσμένο, διακατεχόταν και πάλι άπό τήν ίδια έκπληξη.

’Ακολούθως, άφού έσκυψε βαθιά και στήριξε στο έδαφος τό μέτωπό του, έχυνε θερμότερα δάκρυα λέγοντας: «Θεέ άγαθέ, Θεέ κηδεμόνα των πάντων και αίτιε κάθε άγαθού, οικονόμε τής σωτηρίας μας, Σύ πού έγινες άνθρωπος και γιά τις δικές μου αμαρτίες και τώρα σώζεις εμέ μαζί μέ τά παιδιά μου άπό τήν άναπόφευκτη παγίδα τού έχθρού, Σέ παρακαλώ γνώρισέ μου ποιος είναι ό υπηρέτης τού θελήματος σου, ό μιμητής σου, ό άγγελος άνάμεσα στούς άνθρώπους, αύτός πού έτσι πάλι μέ άναπλάθει, πού άποκαθιστά τήν εύη μέρια μου και μέ λυτρώνει άπό τήν ολέθρια άπόφασή μου. Και νά, μέ τό δικό σου έλεος δίνω και τή δεύτερη κόρη μου σέ νόμιμο άνδρα. Έτσι γλίτωσε πλέον και αύτή τή «μνηστεία» μέ τό διάβολο και εγώ είχα κέρδος, άφού δέν έκτέλεσα πράξη πού θά μού προκαλούσε ζημιά στήν ψυχή».

Ό γάμος τής δεύτερης κόρης. Ό Αγιος προσφέρει χρυσάφι καί γιά τήν τρίτη κόρη. Ό πατέρας ανακαλύπτει τον ευεργέτη του

Αύτά έλεγε, και πολύ γρήγορα πάντρεψε και τή δεύτερη κόρη του, έχοντας πλέον και τήν άγαθή έλπίδα ότι δέ θά καθυστερήσει νά παντρέψει και τήν τρίτη.

Πράγματι, πίστευε ότι είχε ήδη τήν προίκα στά χέρια του. Και τό πίστευε αυτό, στηριζόμενος, καθώς ήταν φυσικό, σέ ό,τι είχε συμβεϊ μέ τις δύο άλλες κόρες του. Ύστερα άπό αυτά, λοιπόν, παρακολουθούσε προσεκτικά και βρισκόταν σε ετοιμότητα μήπως έλθει ό ευεργέτης και πάλι δεν τον άντιληφτεί. Βέβαια θά εύφραινόταν μέ την παροχή, θά στενοχωριόταν όμως, αν δέν τον έβλεπε και, άκόμη, σν δέν ήθελε νά δεχτεί νά τού έκφράσει μέ λόγια τήν ευγνωμοσύνη του.

Έμενε, λοιπόν, άγρυπνος και έτσι περίμενε τήν έλευς τού φιλανθρώπου. Ό εύεργέτης πήγε και γιά τρίτη φορά Πήγε όμως πάρα πολύ προσεκτικά, αργά τή νύχτα, χωρίς νά άκούγεται καθόλου τό περπάτημά του, και, μόλις έφτασε στο συνηθισμένο τόπο, έριξε άπό τό ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι κομπόδεμα μέ ίση ποσότητα χρυσού. Αμέσως άπομακρύνθηκε τρέχοντας και γύρισε στο σπίτι του.

Ό πατέρας των κοριτσιών, πού δεχόταν τις ευεργεσίες τού φιλάνθρωπου, μόλις ακούσε τό θόρυβο τού χρυσού πού έπεσε στο δάπεδο —καί δέν είχε τήν παραμικρή αμφιβολία ότι τού συμπαρίσταται ό ίδιος πλουτοδότης —, έτρεξε πίσω του μέ όση ταχύτητα μπορούσε, γιά νά τον φτάσει. Αφού τον έφτασε καί γνώρισε ποιος είναι —γιατί ήιαν πασίγνωστος γιά τήν άρετή του — , ή χαρά του ήταν απερίγραπτη, επειδή κρατούσε άσφαλώς τό θήραμά του και είχε στά χέρια του τον εύεργέτη του.

«Γιαγιά, έχει έρθει ο Άγιος Ραφαήλ… Γιαγιά, είναι στην πόρτα και μας κοιτάει»

Έπεσε, λοιπόν, με εύχαρίστηση στά πόδια του καί τον άποκαλούσε λυτρωτή καί βοηθό καί σωτήρα ψυχών πού κινδύνευσαν νά φτάσουν στο έσχατο τής καταστροφής καί τής άμαρτίας. «Έάν πραγματικά, έλεγε, δέν ύποκινούσε τά σπλαχνικά σου αισθήματα ό πολυέλεος Κύριος, θά είχαμε άπό καιρό ψυχικώς» χαθεί έγώ ό άθλιος πατέρας μαζί μέ τις τρεις, άλίμονο, θυγατέρες μου. ’Αλλά τώρα μάς έσωσε μέσω τού προσώπου σου καί μάς διαφύλαξε άπό τήν πικρή πτώση στήν αμαρτία καί σήκωσε ό Κύριος φτωχούς άπό τήν κατάσταση της βρωμιάς καί άνέσυρε άπό τή γή δυστυχισμένους». Αυτά τα λόγια, λοιπόν, έλεγε στον "Αγιο εκείνος ό πατέρας, μέ δάκρυα χαράς καί θερμή πίστη, καί παρέμεινε πολύ» χρόνο πεσμένος μπροστά στά εύλογημένα πόδια του.

Ό Άγιος όμως, επειδή διαπίστωσε ότι έγινε γνωστός πλέον στον πατέρα των κοριτσιών, τον σήκωσε έπάνω και τον δέσμευσε μέ πολύ μεγάλους όρκους να μήν ανακοινώσει ποτέ σέ άλλους αυτά πού είχαν γίνει, ούτε νά γνωστοποιήσει τήν έλεημοσύνη γενικότερα στο λαό.

TAGS
 

Retromania

Ροή ειδήσεων

Share