Βιβλιο

Προδημοσίευση: Πέτρος Τατσόπουλος, «Η κυρία που λυπάται»

Μετά από απουσία χρόνων επιστρέφει με ένα pulp fiction μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει στις 6 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 682
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πέτρος Τατσόπουλος

Μετά από απουσία χρόνων, ο Πέτρος Τατσόπουλος επιστρέφει στα γνώριμα εδάφη του μυθιστορήματος. Στην «Κυρία που λυπάται» (εκδόσεις Μεταίχμιο) συνδυάζει στοιχεία από το σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ και την αχαλίνωτη μαύρη κωμωδία με τον αισθησιασμό και το μυστήριο ενός παραδοσιακού pulp fiction. Κλείνει το μάτι στις θεωρίες συνωμοσίας και ρίχνει ένα διεισδυτικό όσο και συμπονετικό βλέμμα σ’ έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά ν’ αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.

Λίγα λόγια για την υπόθεση: O Ισίδωρος Ζουγανέλης, ένας σαραντάχρονος ψυχολόγος με τραυματικό παρελθόν, οικογενειακός σύμβουλος, συγγραφέας βιβλίων αυτοβελτίωσης και τηλεοπτική περσόνα, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η σύμβασή του με το ιδιωτικό κανάλι Kronos δεν ανανεώνεται. Η δεύτερη ευκαιρία που θα του προσφέρει μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο αλλά κι έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, θα τον οδηγήσει στα παρασκήνια μιας σαγηνευτικής όσο κι επικίνδυνης υπόθεσης, σε απόσταση αναπνοής από το χείλος της αβύσσου.


Λαγνεία στα θρανία
Εγώ αυτές τις ταινίες δεν τις πρόλαβα. Ήμουν-δεν ήμουν δέκα χρονών όταν το είδος βρισκόταν στην ακμή του. Ο Αποστόλης ήταν ο ειδήμων. Είχαν συμπέσει με τη δική του εφηβεία. Τις είχε δει σε κάτι ύποπτους κινηματογράφους, όπου δεν γνώριζες κάθε φορά που έκοβες εισιτήριο εάν θα καταφέρεις να παρακολουθήσεις την τσόντα μέχρι τέλους ή εάν θα ξημερωθείς σε κάποιο αστυνομικό τμήμα περιμένοντας τον κηδεμόνα σου να καθαρίσει για πάρτη σου. Ήταν άγρια ακόμη τα πράγματα· καμία σχέση με σήμερα.

Έξι χρόνια μεγαλύτερός μου ο Αποστόλης (και σαφώς τα διπλάσια, εάν προσμετρήσω τις εμπειρίες του) ήταν ό,τι εγγύτερο στο αρχέτυπο του αιώνιου φοιτητή συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. Μοιραζόταν μαζί μου μια άθλια γκαρσονιέρα στο Ρέθυμνο. Δέκα βήματα από τη θάλασσα και με θέα το απέναντι ντουβάρι· σαν να διαμένεις σε μια έπαυλη, αλλά κλειδωμένος στο υπόγειο. Ο Αποστόλης είχε εγκατασταθεί εκεί από το 1990 και, καλώς εχόντων, δεν σκόπευε να το κουνήσει πριν από την έλευση της νέας χιλιετίας. Θεωρούσε στοιχειώδη ένδειξη αυτοσεβασμού να ολοκληρώσει οκτώ εξάμηνα σπουδών τουλάχιστον στον υπερδιπλάσιο χρόνο. Υποτίθεται ότι παρακολουθούσε το τμήμα οικονομικών επιστημών. Εμένα με ταλάνιζαν κάτι Ψυχομετρίες, κάτι Νευροψυχολογίες και κάτι Ψυχοπαθολογίες, την ίδια ώρα που ο Αποστόλης προσπερνούσε τους δικούς του μπαμπούλες –την Οικονομετρία, τη Μακροοικονομική και τη Μικροοικονομική Θεωρία– σαν ψόφια σκυλιά στην άσφαλτο· δίχως να τους ρίξει καν μια δεύτερη ματιά.

Ο Αποστόλης ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσε να μου προσφέρει κάποιος εκείνη την εποχή, παρότι δεν με έστειλαν κοντά του για να μου κάνουν τη ζωή ευκολότερη, κάθε άλλο. Περίμεναν ότι ο Αποστόλης –ως μεγαλύτερος, μη χέσω, ως ωριμότερος– θα έδινε το φωτεινό παράδειγμα στον μικρό και ανώριμο Ισίδωρο. Από αυτό και μόνο μπορείτε να καταλάβετε πόσο δούλευε ψιλό γαζί τους πάντες. Ο Αποστόλης δεν γνώριζε αναστολές. Ήταν ο πλέον αδίστακτος απατεώνας από τον καιρό του Κοσκωτά. Προκειμένου να πέφτουν τα φράγκα από τον θείο Νικόλα, τον αδελφό της μάνας μου και κουνιάδο του δικού του πατέρα, ο Αποστόλης δεν δίσταζε να πλαστογραφεί βαθμολογίες, να γλείφει κατουρημένες ποδιές καθηγητών και, γενικώς, ό,τι ήταν απαραίτητο για να παρατείνει την παραμονή του στο Ρέθυμνο. Βρισκόταν μια δρασκελιά απόσταση από το να ψήσει τον θείο Νικόλα ότι το πανεπιστήμιο της Κρήτης δεν θα κατάφερνε να συνεχίσει την απρόσκοπτη λειτουργία του δίχως τη δική του παρουσία. Έτσι μάλλον εξηγείται και γιατί, παρά τις πλαστές λαμπρές του επιδόσεις, τον έκοβαν σχεδόν πάντα στις εξεταστικές· δεν ήθελαν να τον χάσουν.

Πέτρος Τατσόπουλος «Η κυρία που λυπάται» εκδ. Μεταίχμιο

Από την άλλη πλευρά, ο δεκαοκτάχρονος Ισίδωρος, πρωτοετής στο τμήμα ψυχολογίας, δεν ήταν και το πιο συμπαθητικό πλάσμα στον κόσμο. Η μάνα μου ήταν νεκρή εδώ και τρία χρόνια κι εγώ έδειχνα με κάθε δυνατό τρόπο ότι δεν θα συμφιλιωνόμουν εύκολα με τον θάνατό της, εάν συμφιλιωνόμουν ποτέ. Βασικό υπεύθυνο θεωρούσα τον θείο Νικόλα, όχι τόσο γιατί είχα κάτι χειροπιαστό να του προσάψω, όσο γιατί τον θεωρούσα ικανό να στείλει τη μάνα μου στον τάφο και μόνο με τις απόψεις του, εκείνο το αλγεινό μπούρου-μπούρου εναντίον της ανθρωπότητας. Έχω την εντύπωση ότι κουμάσια σαν τον Αχιλλέα Προκοπίου θα χαίρονταν να ανοίξουν κουβέντα με κουμάσια σαν τον Νικόλα Ζουγανέλη. Δεν συγκρινόταν η οικονομική επιφάνεια του ενός με την οικονομική επιφάνεια του άλλου (ο θείος Νικόλας δεν ήταν παρά ένας συμβολαιογράφος στην Καλλιθέα) αλλά βρομοκοπούσαν από μακριά την ίδια μισανθρωπίλα. Το ίδιο γαμημένο κόλλημα με το καθαρό αίμα. Εάν ζούσαν στο Βερολίνο το 1930, ο μεν πρώτος θα ήταν φανερός χρηματοδότης του ναζιστικού κόμματος –κάτι σαν τον Κρουπ, ας πούμε, ή τον Φορντ–, ο δε δεύτερος ένθερμος οπαδός, ίσως και μεσαίο στέλεχος, στα Τάγματα Εφόδου. Εξάλλου, εάν ο Προκοπίου δεν σιχαινόταν το διάβασμα, ο θείος Νικόλας θα ήταν πρόθυμος να του δανείσει όλες τις σπάνιες συλλεκτικές εκδόσεις με τους αγαπημένους του διανοητές: τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον Ζοζέφ-Αρτύρ, κόμη του Γκομπινώ, τον Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους…

Α, ναι, ο θείος Νικόλας διάβαζε πολύ – μονάχα που διάβαζε ξανά και ξανά τα ίδια σκατά της ευγονικής κι επί δεκαετίες τα άλεθε στο τσερβέλο του. Ήταν η ζωντανή απόδειξη πως το διάβασμα, έτσι και κακοφορμίσει, να τα εξαγριώνει μπορεί, αποκλείεται πάντως να εξημερώνει τα ήθη. Ήμουν δεκαπέντε χρονών, θυμάμαι, η μάνα μου δεν είχε ούτε μια βδομάδα πεθαμένη, εξίσου επειγόντως ήθελα να την ακολουθήσω κι εγώ στο μνήμα, αλλά ο θείος Νικόλας εκεί, αμέτι μουχαμέτι, να μου εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στην αριθμητική και τη γεωμετρική πρόοδο. Ακόμη κουδουνίζουν οι ζοφερές του στατιστικές στ’ αυτιά μου: «Με αριθμητική πρόοδο αυξάνονται τα μέσα διατροφής ενός πληθυσμού, Ισίδωρε, την ώρα που ο ίδιος ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική. Το αδιέξοδο είναι αναπόφευκτο, όσο θα γεννοβολούν οι φτωχοί και οι ηλίθιοι». Περιττό να διευκρινίσω πως ο θείος Νικόλας θεωρούσε τους φτωχούς και τους ηλίθιους ταυτόσημους· όπως, εικάζω, και ο Προκοπίου.

Με αυτές τις μαλακίες μού τριβέλιζε το μυαλό επί χρόνια στην Καλλιθέα και από αυτό το νοσηρό περιβάλλον, μόλις έβγαζα τα πρώτα μου φράγκα, είχα σκοπό να δραπετεύσω. Όχι ότι ο θείος Νικόλας γούσταρε να με έχει μέσα στα πόδια του, από τη στιγμή μάλιστα που το πήρε απόφαση ότι στα φασιστικά ήμουν και λίγο σκράπας. Θεωρούσε όμως ελάχιστη υποχρέωση στη μνήμη της μάνας μου, της αδερφής του, να κρατήσει ζωντανό το ορφανό ώσπου να ολοκληρώσει τις σπουδές του – σε συνδυασμό πιθανόν και με κάποιες χλωμές τύψεις επειδή είχε καρπωθεί μετά τον θάνατό της την πηγή των εσόδων της. Θέλω να πω, και τα ψίχουλα που μου πέταγε, από τα αποφάγια της μάνας μου ήταν, όχι από τα δικά του. Χάρηκε όταν πέρασα στο Τμήμα Ψυχολογίας, στο Ρέθυμνο, διότι έτσι μπορούσε να με σουτάρει στον Αποστόλη και να κουμαντάρει με ένα μόνο νοίκι δύο συγγενικούς μπελάδες.

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το ίδιο χάρηκε και ο Αποστόλης. Το κρεβάτι του μετά βίας χωρούσε δεύτερο άτομο – και το προτιμούσε χωρίς καυλί. Επιπλέον η φήμη ότι ήμουν γρουσούζης, μουρτζούφλης και πεισιθάνατος, πιο γκαντέμης και από τον πιο γκαντέμη, είχε προηγηθεί της άφιξής μου στο νησί. Υπήρχαν τόσα διαμερίσματα να κλαψουρίζω για τη μανούλα μου, γιατί θα έπρεπε να κατσικωθώ ειδικά στη δική του γκαρσονιέρα; Εγώ πάλι περίμενα να συναντήσω κανένα φασιστάκο τσόγλανο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θείου Νικόλα, να μου τα πρήζει με τον Μάλθους, την αριθμητική και τη γεωμετρική πρόοδο. Έκανα λάθος.

Ο Αποστόλης δεν χολόσκαγε ούτε για την ξέφρενη αύξηση του πληθυσμού ούτε για τα μαντζούνια της Οικονομετρίας. Δεν χολόσκαγε για τίποτε. Από τότε που παρατήρησε πως εκείνο το σιντριβάνι ανάμεσα στα σκέλια του είχε και μια δεύτερη βαλβίδα, ακατάλληλη για κατούρημα, βάλθηκε να τη μαστορεύει όλη μέρα. Βόλταρε κάθε λίγο στην παραλία του Ρεθύμνου προς άγραν κοριτσιών, αλλά επειδή συνήθως επέστρεφε στην γκαρσονιέρα με άδεια χέρια –δεν ήταν και κανένας σπουδαίος γκόμενος, εδώ που τα λέμε– άφηνε τη φαντασία του να διορθώσει τη σκληρή πραγματικότητα. Ο Αποστόλης ήταν σπουδαίος μίμος. Σοβαρολογώ. Επιπέδου Ζαχαράτου ή Μητσικώστα. Αγαπημένο του νούμερο ήταν οι παλιές τσόντες με τους καθηγητές και τις μαθήτριες. Ερμήνευε εναλλάξ και τους δύο ρόλους. Να τον βλέπεις και να κυλιέσαι στο πάτωμα. Αυτό βρήκε τελικά σ’ εμένα· το κοινό του.

Πριν γνωρίσω τον Αποστόλη, ό,τι ήξερα γύρω από το ζήτημα περιοριζόταν στο Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, όπως τουλάχιστον το είχα εμπεδώσει από την τρισχιλιοστή τηλεοπτική του επανάληψη. Μια μαθήτρια μπορούσε να ερωτευθεί τον καθηγητή της, ακόμα και να τον φλερτάρει διακριτικά, αλλά πριν εκείνος δει το βρακί της έπρεπε να περάσουν πέντε τέρμινα και να μπει πρώτα η κουλούρα. Θυμάμαι ακόμη το βλέμμα του Αποστόλη, όταν του μετέφερα από μνήμης σπαρταριστούς διαλόγους της Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ, με τα σεξουαλικά υπονοούμενα κρυμμένα κάτω από διπλά και τριπλά κλινοσκεπάσματα καθωσπρεπισμού. Έτσι θα κοιτούσε και ο μαρκήσιος Ντε Σαντ την πιο φρέσκια παρθένα που θα του είχαν κουβαλήσει κατευθείαν από το οικοτροφείο. Η σεξουαλική μου διαπαιδαγώγηση, τουλάχιστον στη θεωρητική σφαίρα, κατέστη για τον Αποστόλη η ύψιστη προτεραιότητα.

Είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από το 1959, τη χρονιά που είχε γυριστεί εκείνη η εμβληματική κωμωδία. Καθώς περνούσαν οι δεκαετίες, τα προσχήματα αδυνάτιζαν, ξέπεφταν στον χοντρό χαβαλέ, μέχρις ότου καταργηθούν τελείως. Στη δεκαετία του 1980 πλέον, όταν άνθισαν τα τσοντάδικα, όχι μόνο δεν γινόταν λόγος για στεφάνι, μα και ο σκηνοθέτης θα έπαιζε επικίνδυνα με τα νεύρα του θεατή εάν τον άφηνε να περιμένει, όχι πέντε τέρμινα, αλλά πέντε λεπτά. Από την καλημέρα έως το ξεβράκωμα θα έπρεπε να περάσουν τρία λεπτά μάξιμουμ. Η μαθήτρια δεν χασομερούσε δεξιά κι αριστερά. Μπορεί να ξεφούρνιζε καμιά μπαρούφα για κάποια δύσκολη άσκηση στα μαθηματικά ή πόσο την παίδευαν τα ανώμαλα ρήματα στ’ αρχαία, αλλά με τη ματιά της κάρφωνε τον καθηγητή ντουγρού στον πούτσο. Του έπαιρνε τσιμπούκι στα τέσσερα λεπτά. Έδινε μουνί στα έξι· κώλο στα δέκα.

Πόσο μου έφτιαξε τη διάθεση ο εύθυμος απατεώνας; Ανυπολόγιστα. Ουσιαστικά ήταν εκείνος που με κράτησε στη ζωή. Η τόσο δραστική ένεση ελαφρότητας, την ώρα που με έζωνε από παντού η τραγωδία. Δεν του το έχω ξεπληρώσει. Ούτε ένα απλό «ευχαριστώ» δεν του είπα του ανθρώπου. Όταν πήρα τελικά πτυχίο κι έφυγα από το Ρέθυμνο, εκείνος παιδευόταν ακόμη με μεταφορές από το πέμπτο εξάμηνο. Δεν έμαθα ποτέ αν αποφοίτησε. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Δεν τον κόβω πάντως για λογιστή σε κάποιο γραφείο. Κάπου θα έχει τρυπώσει και θα σαχλαμαρίζει γδύνοντας αφελείς από τα περιττά τους πλούτη. Εάν διαβάσει κάποτε αυτές τις γραμμές, θέλω να ξέρει ότι του χρωστάω ευγνωμοσύνη.


Την Τρίτη 11 Δεκεμβρίου ο IANOS και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ παρουσιάζουν το νέο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου «Η κυρία που λυπάται». Δείτε περισσότερα για την παρουσίαση στο Guide της Athens Voice
 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ