Βιβλιο

Ο Ηλίας Κουτσούκος στέλνει ένα διήγημα για τσίπουρα και καραντίνες

Στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας ο μπαρμπα-Σωτηράκης πίνει το τσιπουράκι του εντελώς μόνος του, λόγω του εθνικού εγκλεισμού

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
tsipouro paramythias.jpeg

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής Ηλίας Κουτσούκος μένει σπίτι και στέλνει στην Athens Voice το διήγημά του «Τσίπουρο Παραμυθιάς».

«Τσίπουρο Παραμυθιάς»

Στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας σήμερα το απόγευμα, αρχές Απρίλη, όπως κάνει 40 χρόνια τώρα, ο μπαρμπα-Σωτηράκης Λέκκας πίνει το τσιπουράκι του στην πάνω έρημη πλατεία, εντελώς μόνος του, λόγω του εθνικού εγκλεισμού.

Κοιτάζει τα βουνά περιμετρικά που του κόβουν τη θέα προς το Ιόνιο, όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα του. Τα βουνά λες και κάνουν έναν κύκλο τριγύρω του, γιατί η Χιονίστρα έχει ύψος 1665 μέτρα κι από την άλλη η Κορύλα 1650. Κι ακόμα τα δυο ποτάμια που πιτσιρίκος ψάρευε πέστροφες, σκέφτεται ο μπάρμπα Σωτηράκης, ο Αχέροντας κι ο Κώκυτος, είναι μακριά του και δεν ξέρει πώς να πάρει άδεια για να τα φτάσει, αλλά και να πάρει, τι σκατά θα πάει να κάνει στα ογδόντα του εκεί συνταξιούχος κτηνοτρόφος...

Κάθεται λοιπόν μόνος του στο καφενείο του φίλου του Ντελίμπαση, που τυπικά είναι κλειστό, και πίνει αργά-αργά το τσιπουράκι του μασουλώντας για ώρα τρεις ξερές ελιές και δυο κομματάκια τσίρο. Κοιτάζει το απλό, όμορφο, στρόγγυλο ποτηράκι του με το -χωρίς γλυκάνισο- τσίπουρο και σαν να βλέπει στον πάτο πρόσωπα που χάθηκαν, ενώ θα έπρεπε να ’ναι δίπλα του και να του κρατούν συντροφιά.

Πρώτα βλέπει τη Βάγια, έρωτα του ’50 που κρυφά είχαν συμφωνήσει γάμο, αλλά αυτή δεν τον περίμενε μέχρι που να τελιώσει το στρατιωτικό του - πήγε και παντρεύτηκε έναν αρχιτσέλιγκα από το Σούλι. Έπειτα βλέπει τον μεγάλο του αδερφό, που έφυγε στην Αμερική και πέθανε από έμφραγμα στο Σινσινάτι καθώς έβλεπε την παράσταση ενός ροντέο τσίρκου. Ρίχνει δυο απανωτές ρουφηξιές από τη στενοχώρια του, ανάβει ένα σέρτικο τσιγάρο και, γεμίζοντας το στρόγγυλο ποτηράκι του, σαν να του φαίνεται τώρα πως στον πάτο του ποτηριού έχει στρογγυλοκαθήσει χαμογελαστό το πρόσωπο του γιου του, που ’χει κλείσει τα 50 και έχει τέσσερα χρόνια να έρθει στο χωριό, ταξιδεύοντας στα καράβια, κάνοντας τον γύρο της γης, εργένης από άποψη, που ο μπαρμπα-Σωτηράκης αδυνατεί χρόνια να κατανοήσει.

Σκέφτεται ενώ αργοπίνει πως κάποια στιγμή θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο σπίτι, όπου η γριά του θα ροχαλίζει κι αυτός, αν ανοίξει την τηλεόραση, θα βλέπει πάλι κάτι εικόνες από άδειους δρόμους ή γεμάτα νοσοκομεία, που θα του γυρίσουν την ψυχή ανάποδα. Σκέφτεται πως ο κόσμος μια φυλακή μεγάλη, είναι και πέρα από τα περίκλειστα βουνά, όλα τα μέρη μια φυλακή ολοστρόγγυλη σαν μπάλα είναι, που κανείς δεν ξέρει πού να πάει για να γλιτώσει από το κακό της πανδημίας, γι’ αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να κάτσει εκεί που βρίσκεται, μπρος στο στρογγυλό ποτηράκι του και να πίνει σιγά-σιγά το τσιπουράκι του, δηλαδή να κάτσει στ’ αβγά του, και του ’ρχεται ξαφνικά  ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα, γιατί όπως και να το κάνουμε, σκέφτεται, και τα αβγά στρογγυλά είναι ή κάπως σαν μακρουλό μηδενικό. Κι όπως σκύβει να ξαναδεί τον πάτο του ποτηριού, βλέπει το πρόσωπο του δάσκαλού του από την πρώτη του δημοτικού, του Μελέτη Φλάμπουρα με τη στροφογυριστή μουστάκα του, από το παλιοχώρι της Χίνκα, να λέει στον πεθαμένο από δεκαετίες πατέρα του: «Άκου για να ξέρεις, Σταύρο, ένα σχέτο μηδενικό είναι ο Σωτηράκης σου, ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Καλύτερα να τον σταματήσεις τώρα από τα γράμματα και να τον κάνεις τσομπανάκο στο μαντρί σου. Να ’χεις όφελος για το μετά».

Περισσότερα για τον ποιητή Ηλία Κουτσούκο, εδώ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ