Βιβλιο

Ο Ηλίας Κουτσούκος στέλνει ένα διήγημα γεμάτο από άδεια Εγνατία

Μια πρωινή περιπέτεια του συνταξιούχου γυμναστή Δημοσθένη Λαμπράκου

32014-72458.jpg
A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Ηλίας Κουτσούκος στέλνει ένα διήγημα γεμάτο από άδεια Εγνατία
Εγνατία, Θεσσαλονίκη © ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ / ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής Ηλίας Κουτσούκος στέλνει στην Athens Voice το διήγημά του «Φουτουριστικό μυαλό στον άδειο δρόμο».

Στον ολόσωμο καθρέπτη απέναντι, όπως κοιτάζει το ολόγυμνό του σώμα ο Δημοσθένης Λαμπράκος, βρίσκει για μία ακόμα φορά το σύνολό του εξαιρετικό για τα 33 χρόνια του. Άλλωστε η ίδια η ζωή τού το αποδεικνύει περίτρανα, μέσα από τις τόσες πολλές κατακτήσεις του, από τις συναδέλφους καθηγήτριες και ως τις πρώην μαθήτριές του. Πρώην, διότι ως καθηγητής γυμναστικής, ο Δημοσθένης Λαμπράκος έκοβε με το μαχαίρι τις προθέσεις των φρέσκων κοριτσιών του λυκείου, αυτών που του έβαζαν κρυφά στην τσέπη ερωτικά ραβασάκια, ποιήματα με μελένιους ερωτικούς υπαινιγμούς, και άλλα με χυδαιότητες του τύπου «θέλω να με καταξεσχίσεις» ή μία άλλη που του είχε γράψει το ωμό και με πληθυντικό ευγενείας, άκουσουν-άκουσον, «θέλω να μου τον χώσετε βαθιά».

‘Οχι, ποτέ του δεν υπέκυψε στους πειρασμούς των γενετήσιων ενστίκτων, διότι ως πειθαρχημένος γυμναστής ήξερε ο Δημοσθένης πως στόχος του είναι το σώμα να υπακούει στις αυστηρές εντολές του μυαλού κι όχι να υποκύπτει στα άγρια ποτάμια των αισθησιασμών.

Κάτι όμως τώρα το πρωί τού κατατρώει το μυαλό, σαν να μην υπακούει το σώμα στον εγκέφαλο, σαν να ταρακουνιούνται οι σκέψεις, σαν να υπάρχει μέσα του μία οχλαγωγία ιδεών και εικόνων από προηγούμενα χρόνια, σαν να τον τυλίγει μια ανεξήγητη σύγχιση μέσα σε κόκκινη θολούρα, ένα γαμημένο κόκκινο που του σφίγγει το κεφάλι, κόκκινο σαν του Βιτόρε Καρπάτσιο στον πίνακα «Ο άνθρωπος με τον κόκκινο σκούφο», και μένει για λίγο ακίνητος μήπως και ξεμπλοκάρει κοιτώντας τον καθρέπτη. Ωστόσο το μυαλό του δεν ξεμπλοκάρει, παρά μόνο τον οδηγεί στο να φορέσει ένα τριμμένο μπλουτζίν, κάλτσες και από πάνω να βάλει κατάσαρκα την κόκκινη μεταξωτή του ρόμπα, που την είχε αγοράσει από τη Via Veneto -ούτε θυμάται πριν πόσους καιρούς- και με τις παντόφλες να βγει στο διάδρομο και να μπει στο ασανσέρ πατώντας μηχανικά το μηδέν. Πριν φτάσει στην έξοδο, ρίχνει μια ματιά στα μεταλλικά γραμματοκιβώτια αριστερά του και βλέπει μερικά ξεκοιλιασμένα και τότε κάτι του λέει στο μυαλό ότι οι άνθρωποι που φέρονται έτσι δεν είναι ευγενικοί και ότι στις επιστολές πρέπει να φερόμεθα με σεβασμό, έτσι ώστε να μην αισθάνονται οι αποστολείς τη βία των βιαστικών παραληπτών.

Παρ' όλα αυτά, ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας και στρίβει αριστερά διότι θυμάται -αμυδρά βέβαια μέσα απ’ την ομίχλη που τώρα ακριβώς τυλίγεται στο κεφάλι του- πως «αριστερά» γι' αυτόν, τον Δημοσθένη Λαμπράκο, είναι μια συνεπής κατεύθυνση επί σειρά ετών.

Προσπερνάει μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό τον χώρο της εκκλησίας -στο προαύλιο της οποίας πριν 670 χρόνια κατέσφαξαν οι Βυζαντινοί 7.000 Ζηλωτές- και στρίβει πάλι αριστερά. Ο μεγάλος δρόμος που ανοίγεται μπροστά του είναι η Εγνατία οδός, την οποία ο χαρτογράφος του εγκεφάλου του αρνείται να του την προσφέρει ως μνήμη.

Σκέφτεται στιγμιαία πως πρέπει να προχωρήσει προς την κατεύθυνση του Πανεπιστημίου, το οποίο πρέπει να βρίσκεται κάπου στο βάθος του δρόμου, πάλι αριστερά, και εντυπωσιάζεται από την εικόνα της λεωφόρου, η οποία είναι εντελώς άδεια από αυτοκίνητα και ανθρώπους. Αναρωτιέται τι στο διάολο συμβαίνει και ταυτίζει στιγμιαία την ερημιά με το πρωινό της δικτατορίας, αλλά η μνήμη του αρνείται να του φέρει εικόνες από προηγούμενες δεκαετίες, όταν συνέβη εκείνο το σκατοπραξικόπημα. Στέκεται ακίνητος και αρχίζει να θυμώνει με τον εαυτό του και μάλιστα τού απευθύνεται μ’ ένα σωρό βρισιές, λες και ο εαυτός του είναι ένας «άλλος». Αρχίζει λοιπόν να φωνάζει δυνατά «ρε μαλακισμένο κωλομυαλό, τι σκατά έπαθες και δεν καταλαβαίνεις, ε θα μου πεις, μαλακισμένο, ή όχι;».

Το μυαλό του, λες κι ανταποκρίνεται στο άγριο κάλεσμα, και αποβιβάζει πάραυτα τρεις διμοιρίες νευροδιαβιβαστών, οι οποίοι, αντί για ελαφρό ή βαρύ οπλισμό, φέρουν κομμάτια από εικόνες του παρελθόντος, και με αλλαγές θέσεων, μετατρέπουν χρώματα σε γράμματα αλφαβήτου, αλλάζοντας αστραπιαία προτάσεις με εικονικές φωτογραφίες, δημιουργώντας ένα συνεχές μεταφυσικό ντοκιμαντέρ, δηλαδή να βλέπει πεντακάθαρα ο Δημοσθένης Λαμπράκος τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι να βγαίνει από το σπίτι του και να χαιρετάει με βαθιά υπόκλιση την μπαλαρίνα Μάργκοτ Φοντέιν, που ακριβώς πίσω της χορεύουν μέσα στο κρύο της Αγίας Πετρούπολης σφιχτοαγκαλιασμένοι η Αννα Αχμάτοβα με τον Τζέιμς Ντιν. Βλέπει ακόμα κάτι μαυροντυμένους εργατοπατέρες να κουβαλούν ένα φέρετρο, που πάνω του ξαπλωμένος με ορθάνοιχτα μάτια βρίσκεται ο Πιοτρ Κροπότκιν, ενώ ο Τσαϊκόβσκι διευθύνει μια μπάντα που παίζει ένα αντάτζιο του Αλμπινόνι και κάποιες άλλες γριές κακάσχημες της Παγωνιανής, αδιαφορώντας πλήρως για τη σωστή ροή του Χρόνου, τραγουδούν ένα πενταφωνικό μοιρολόι, κουνώντας ρυθμικά μπρος-πίσω το κεφάλι τους σαν πολύσπαστα.

Ο Λαμπράκος νευριάζει μ’ αυτό το αλαλούμ του ντοκιμαντέρ και φωνάζει στους νευροδιαβιβαστές «ουστ από δω κοπρόσκυλα», πλην όμως ουδείς του απαντάει και στην αυστηρή έκκλησή του «θέλω να μιλήσω μ’ έναν υπεύθυνο από αυτούς που σας έφεραν εδώ», εμφανίζεται ένας ψηλός λοχαγός των Βρετανών Ουσσάρων απαντώντας ευγενικά «μην φωνάζετε, Κυριέ μου, οι ιππείς θα κάνουν το καθήκον τους πάραυτα στην κατά μέτωπον επίθεση της Μπαλακλάβα».

Η σύγχιση αρχίζει και γίνεται όλο και μεγαλύτερη, διότι στα μπερδεμένα σκηνικά προστίθεται μια μεραρχία νευροδιαβιβαστών με πάντζερ, που απέναντί τους βρίσκονται Ρώσοι με φλογοβόλα, αναγκάζοντας τον Δημοσθένη Λαμπράκο να κραυγάσει στην έρημη Εγνατία «γαμιέστε όλοι, ρε πούστηδες», και τότε ακούγεται η σειρήνα περιπολικού κι ένα άσπρο όχημα σταματάει δίπλα του. Κατεβαίνουν δυο νεαροί αστυφύλακες με μαύρες μάσκες, τύπου Ζορό, ρωτώντας τον ευγενικά «πού πηγαίνετε, κύριε», κι αυτός αδυνατεί να απαντήσει, διότι όλα αυτά τα κοπρόσκυλα οι νευροδιαβιβαστές εξαφανίζονται ως δια μαγείας κι αυτός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βγάλει από την τσέπη της μεταξωτής του ρόμπας ένα διπλωμένο κωλόχαρτο που γράφει μια διάγνωση, η οποία δηλώνει «οξεία συγχυτική κατάσταση οργανικού ψυχοσυνδρόμου, με παράλληλη διαταραχή λόγου», καταγραφή τριών διαφορετικών φαρμάκων και φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Διευθυντή του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου της πόλης.

Οι δυο νεαροί αστυφύλακες κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και με απαλές κινήσεις παίρνουν από το νερουλό του μπράτσο τον Δημοσθένη Λαμπράκο και τον βάζουν με προσοχή στο πίσω κάθισμα του περιπολικού, ενώ ο ασύρματος εσωτερικά λέει από μια κάπου μακρινή κοφτή φωνή «επιβεβαιώσατε κατάσταση α1, επιβεβαιώσατε, Εγνατία α1, επιβεβαιώσατε», και τότε ο Δημοσθένης επιτέλους διαισθάνεται πως έχει μείνει μισό αιώνα πίσω από την πρωινή εικόνα του στον καθρέπτη κι ότι αυτά τα τσογλάνια, που του έφερναν τις τυρρανικές εικόνες, αυτοί οι δήθεν σπουδαίοι κωλοδιαβιβαστές, είναι οι ίδιοι που μιλούν μεταξύ τους μέσα στο περιπολικό και γι' αυτό, με όση ελάχιστη δύναμη μπορεί να βγάλει από μέσα του, κατάκοπος και αγχωμένος, αρχίζει να τραγουδάει φάλτσα εντελώς «πότε θα κά, πότε θα κάνει ξαστεριά και πότε θα ξημερώσει...»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ