Life in Athens

Urban Lines: Χολαργός

Με τα χρόνια οι άνθρωποι ξεχνάνε». «Τι ξεχνάνε;» με ρωτάει εκείνος. «Ποιοι είναι».

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 731
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
urban_lines_-_18_-_holargos_2.jpg

Urban Lines: Χολαργός: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Είναι μια αρκετά ήπια μέρα σήμερα. Έχει κρύο και ήλιο. Αυτό το κρύο που απαιτεί λίγη σιωπή. Ούτε το κινητό δεν κρατάω στα χέρια. Μπαίνω στο βαγόνι και κάθομαι απέναντί τους. Είναι καλοντυμένοι· κοτσονάτοι, που έλεγε και η γιαγιά μου. Φοράνε μια γαλήνια έκφραση που έχω χρόνια να δω. Η κυρία κρατάει μια σακούλα με ένα κουτί γλυκά. Τα χέρια της είναι ακουμπισμένα στωικά επάνω του και κοιτάει τα δάχτυλά της σαν να την παραξενεύει κάτι. 

Ο κύριος κρατάει δύο φύλλα εφημερίδας διπλωμένα στα 4 και διαβάζει με ενδιαφέρον ένα από τα άρθρα της. «Τι διαβάζεις, Χρήστο μου;» τον ρωτάει κάποια στιγμή. «Τα χάλια μας, Σοφίτσα, αλλά εντάξει, μπορούμε και χειρότερα. Μην ξεχνάς οι Αμερικάνοι έχουν τον Τραμπ». «Το βλαμμένο εννοείς;» «Αυτό ακριβώς» απαντάει. Βγάζει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που στεκόντουσαν χαμηλά στη μύτη του και τα ακουμπάει στα πόδια του μαζί με την εφημερίδα. 

«Τι τους έπιασε και μας κάλεσαν σήμερα;» ρωτάει την κυρία Σοφία. «Ε, τώρα και εσύ, δεν καταλαβαίνεις μου φαίνεται. Κάνεις τον χαζό. Μην τη βλέπεις άνετη όταν έρχεται σε μας, με το ζόρι της βγάζω λέξη. Από τότε που η Λένα χώρισε και επέστρεψε σπίτι, τα ’χει βάψει μαύρα. Θυμάσαι τι μας λέγανε τόσα χρόνια; Μόνο Νόμπελ δεν είχε πάρει αυτό το κορίτσι, όλα τα άλλα τα είχε κάνει». Ο κύριος Χρήστος χαμογελάει. «Δε βαριέσαι» συνεχίζει εκείνη, «το παιδί να ’ναι καλά. Απλά ποτέ δεν κατάλαβα την ανάγκη της Ματίνας να δείχνεται σε μας, λες και είμαστε ξένοι». 

«Ναι, αλλά εντέλει δεν μου απάντησες... γιατί μας προσκαλεί;» «Ντρέπεται, βρε συ Χρήστο, πάει πια ένας χρόνος που έχουμε να πατήσουμε σπίτι της και καταλαβαίνει και η ίδια ότι δεν δικαιολογείται, και προφανώς η Λένα θα λείπει σήμερα γιατί έχει πολλές δουλειές...» «Ωραία, και εμείς γιατί πάμε;» «Γιατί είναι φίλοι μας». «Είναι, βρε Σοφίτσα μου;» Σ’ αυτό η κυρία Σοφία χαμήλωσε το βλέμμα της. «Και τι να κάνουμε, βρε Χρήστο μου, μόνοι μας να μείνουμε;» Ο κύριος Χρήστος πήγε να πει κάτι αλλά σταμάτησε τον εαυτό του. Έκανε ένα reset και συνέχισε.

«Τελικά τι γλυκά τους πήρες;» «Σιροπιαστά» απαντά εκείνη. «Ρε Σοφία!» λέει γελώντας, «αφού δεν τα τρώνε». «Ε και; Τα τρώω εγώ, και αυτοί δεν βγάζουν ποτέ γλυκό. Ας έχω τουλάχιστον μια λιχουδιά ενώ ακούω τις χαζομάρες. Παρεμπιπτόντως, ο Αποστόλης σ’ έχει πάρει κανά τηλέφωνο;» «Θα αστειεύεσαι βέβαια. Γιατί, πότε έπαιρνε; Στο βρακί της Ματίνας δεν έχει τηλέφωνα, τα ’χει αποσυνδέσει όλα». Η Σοφίτσα γελάει τόσο δυνατά που παραλίγο να της πέσει η τσάντα με τα αγαπημένα της γλυκά, και εμένα να μου φύγει η τσίχλα από το στόμα. Εκείνη την ώρα γυρνάει ο κύριος Χρήστος και με κοιτάει. 

«Συγγνώμη» του λέω σκουπίζοντας δάκρυα γέλιου, «αλλά ήταν πολύ καλό το σχόλιό σας». «Εγώ... συγγνώμη, βρε κορίτσι μου, συνήθως δεν εκφράζομαι έτσι αλλά μ’ έχει φέρει στο αμήν αυτός ο άνθρωπος. Τον γνωρίζω 47 χρόνια και η συμπεριφορά του μ’ έχει πικράνει». «Μπορεί να μην έχω τα χρόνια σας αλλά ξέρω πώς νιώθετε, και από τη δική μου εμπειρία και βλέποντας τους φίλους των γονιών μου. Με τα χρόνια οι άνθρωποι ξεχνάνε». «Τι ξεχνάνε;» με ρωτάει εκείνος. «Ποιοι είναι». «Μεγάλη κουβέντα είπες, παιδί μου» είπε η κυρία Σοφία, και πρόσθεσε «θες ένα γλυκάκι;» «Μα είναι για τους φίλους σας» της λέω έκπληκτη. «Σάμπως θα το προσέξουν; Θα τα απλώσουμε μετά να είναι ομοιόμορφα» μου λέει και μου κλείνει το μάτι. «Τότε δεν θα πω όχι. Δεν λέω ποτέ σε γλυκό. Να ’στε καλά», της απαντώ ενώ σηκώνω ένα κανταϊφάκι και νιώθω το στόμα μου να σαλιώνει. 

«Μήπως σας ζηλεύουν λιγάκι; Και γι’ αυτό σας αποφεύγουν;» τους λέω. Γύρισαν και οι δυο μαζί προς το μέρος μου σαν να μου λέγανε οι αλήθειες αυτές δεν πρέπει να λέγονται. Σιώπησα και κοίταξα κάτω τρώγοντας την τελευταία μπουκίτσα του κεράσματος. Για κάποιο λόγο σήμερα ήμουν πιο θρασύς απ’ ό,τι συνήθως και έτσι αγνόησα την παύση και είπα, «αυτοί πάντως χάνουν. Αυτοί είναι μόνοι τους. Εσείς θα ’χετε πάντα ο ένας τον άλλον». Περίμενα κάποια αντίδραση, ή έστω μια ευγενική αντιπαράθεση, αλλά αντί αυτού χαμογέλασαν, σαν να ήταν ευγνώμονες που κάποιος το είδε. 

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο του κυρίου Χρήστου. Το βγάζει από την τσέπη του, τεντώνει το αριστερό του χέρι για να το απομακρύνει αρκετά από τα μάτια του ώστε να δει ποιος είναι και συνοφρυώθηκε. Πλησιάζει τον δεξί δείκτη στην οθόνη και πριν απαντήσει την κλήση λέει, «Σοφίτσα μου, θα σε πάω για καφέ στη Βουκουρεστίου. Κέρασε το κορίτσι άλλο ένα γλυκό». Η κυρία Σοφία και εγώ τον κοιτάγαμε ενώ κούναγε το κεφάλι του και επαναλάμβανε τις λέξεις, «ναι βέβαια, καταλαβαίνω, όχι μην το συζητάς, ναι, ναι, θα τα πούμε, ρε Αποστόλη, περαστικά εύχομαι». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ