Τάνια Σκραπαλιώρη

φωτογραφίες: Όλγα Δέικου (1,3), Roberta Bayley (4)

Μερικά χρόνια πίσω, το 2013, σε μια κλασική σαββατιάτικη βόλτα στην Πολιτεία, έπεσα πάνω σε ένα σκίτσο εξωφύλλου που με τράβηξε ακαριαία. Δεν θα μπορούσε να γίνει και πολύ διαφορετικά, καθώς ο ζωγραφιστός τύπος εκεί φορούσε μπλουζάκι Einstürzende Neubauten και άκουγε ένα άλμπουμ των Hüsker Dü. Και ήταν και ο τίτλος: Έχω Όλους τους Δίσκους τους.

Τη στιγμή που πλήρωνα στο ταμείο, δεν είχα κάνει ακόμη –αφελώς– τη σύνδεση μεταξύ του συγγραφέα Μπάμπη Αργυρίου και του μουσικού site που ξεψάχνιζα κάθε λίγο και λιγάκι, του mic.gr. Την έκανα λίγες ώρες μετά, όμως, αφού είχα διαβάσει το βιβλίο μονορούφι στη Μουριά· χτύπησα την παλάμη μου στο μέτωπο («μα φυσικά, τι ηλίθια!») κι ευχήθηκα να είχα εκείνη τη στιγμή κι άλλα δικά του να διαβάσω, γιατί ήξερε να γράφει μυθοπλασία για μουσικόφιλους στα ελληνικά, χωρίς να γίνεται ενοχλητικός ή/και δήθεν –μεγάλη υπόθεση. Αλλά δεν βγήκαν όσα δικά του έργα θα ήλπιζα. Δύο χρόνια μετά (2015) κυκλοφόρησε η συνέχεια των περιπετειών του τύπου με το μπλουζάκι Neubauten Προτιμώ τα Παλιά Τους και μόλις το περασμένο φθινόπωρο ήρθε το Άλμπουμ Διασκευών (MiC Books, Θεσσαλονίκη, 2019 ). Με αυτό το τελευταίο, ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.

Στο Άλμπουμ Διασκευών η μουσική αναφορά είναι πιο κλασική και από playlist του Rock FΜ: David Bowie, Patti Smith, The Cure, The Doors και Walkabouts. Κι αυτό είναι όλο. Γιατί τίποτα άλλο δεν είναι όπως το περιμένεις. Η Björk, λ.χ., γίνεται υπουργός Πολιτισμού για μία ημέρα, οι Simon & Garfunkel ανεβάζουν Σάμιουελ Μπέκετ περιμένοντας τον δικό τους Γκοντό και ο Bob Marley στρίβει τσιγάρα με τους οπλαρχηγούς του 1821.

Η μουσική των Massive Attack, πάλι, γίνεται soundtrack μιας corporate war περιπέτειας, ενώ οι δίσκοι των Talking Heads παίζουν δυνατά καθώς ο μεσήλικος έρωτας οδηγεί τον φορέα του στον φόνο, για χάρη του σκοτεινού αντικειμένου του πόθου του. Μυστικά και ντοκουμέντα –από την αλληλογραφία των Clash μέχρι το φιάσκο των Beatles και από τα πλάνα δορυφόρου της αποστολής Dark Side of the Moon μέχρι την «αληθινή ιστορία» πίσω από τον θάνατο της Eliza Day– πέφτουν απλόχερα απ’ τις σελίδες. Σ' ένα παραμυθικό κομφετί που θολώνει γλυκά την όραση του αναγνώστη· ο οποίος, όση μουσική κι αν έχει ακούσει, όση μουσική κι αν έχει διαβάσει, είναι αδύνατον να διαχωρίσει τον μουσικό μύθο από τη μουσική αλήθεια.

Διαχρονικά εξοπλισμένο με τα καντάρια πληροφοριών που γνωρίζει, το ταλέντο του Μπάμπη Αργυρίου υποχρεώνει τον αναγνώστη σ’ αυτήν την ευχάριστη ήττα, καθώς τον τυλίγει σε κόλλες χαρτί όπου όλα τα όρια –χρονικά, τοπικά, μουσικά– συγχωνεύονται, συμπλέκονται κι επαναδιαιρούνται σε σαράντα ιστορίες. Σαράντα όνειρα, τα οποία ίσως έβλεπες αν αποκοιμιόσουν με έναν δίσκο του Nick Cave, του Bob Dylan, του Neil Young να γυρίζει στο πικάπ μέχρι τις βουβές στροφές κοντά στον κεντρικό βραχίονα· ή οποιουδήποτε άλλου από τα σαράντα ινδάλματα που πρωταγωνιστούν στο Άλμπουμ Διασκευών. Δεν υπάρχει συνοχή έμπνευσης, καθώς άλλο μεγαθήριο εμπνέει χρονογράφημα, άλλο νουάρ σενάριο, άλλο ντοκιμαντέρ κι άλλο αυτόματη γραφή. Κι εκεί ακριβώς είναι το μεγάλο ενδιαφέρον του βιβλίου: στον τρόπο που διαλέγει η μουσική να κρυφτεί, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλυφθεί αμέσως μετά, σαν παιδάκι που δεν κρατιέται στο κρυφτό.

Το πόνημα είναι φιλόδοξο και πολύ πιο ριψοκίνδυνο από τις αυτοαναφορικές ιστορίες του music nerd Σίμου Μπάνση, γι’ αυτό και δεν εμφανίζει ιδανική ομοιογένεια επιτυχίας. Διασκευές ας πούμε όπως αυτές του Nick Drake και των Calexico σε ιστορίες για τον ρατσισμό και τη μετανάστευση είναι θαυμάσια, αυθύπαρκτα κι αυτόνομα διηγήματα, πέρα από τη μουσική ρίζα της έμπνευσής τους. Από την άλλη, η παρωδία των ομηρικών επών που ξεπηδά από τη δισκογραφία των Dead Can Dance δεν καταφέρνει –παρ' όλο της το χιούμορ– να γκελάρει και να δικαιώσει τα συστατικά της. Ωστόσο η ζυγαριά γέρνει συντριπτικά υπέρ της πρώτης ομάδας, με αποτέλεσμα ένα βιβλίο ιδιαίτερο. Το οποίο, χωρίς να κάνει έκπτωση στην παράδοση του «μουσικόφιλου», αναδεικνύει απρόσμενα τον «παραμυθά» Μπάμπη Αργυρίου και τη δυναμική της φαντασίας του.

Στην κορυφαία ίσως σύλληψη του Άλμπουμ Διασκευών, τρεις σιδηροί άντρες με όνομα που αρχίζει από «L», ο Leonid Brezhnev, ο Leonard Bernstein και ο (άνωθεν εικονιζόμενος) Lester Bangs, συναντιούνται σ’ ένα αμερικανικό καταφύγιο λίγο αφότου έχει πατηθεί το θρυλικό κόκκινο κουμπί και συζητούν για τέχνη και για μουσική υπό τους ήχους του “It’s The End Of The World As We Know It (And I Feel Fine)” των R.E.M. (1987). Ο Αμερικανός δημοσιογράφος και κριτικός Lester Bangs –τα παπούτσια του οποίου διαλέγει μάλλον να φορέσει ο Αργυρίου για λίγο– εκφωνεί ένα κλασικό μουσικοφιλικό λογύδριο, αδειάζοντας τους συνομιλητές του καθώς
«Ο σύντροφος Λέονιντ δεν έζησε την εμπειρία του να σπεύδεις από το δισκάδικο στο σπίτι για να ζήσεις την αποκάλυψη. Να βγάζεις τον παρθένο δίσκο που γυαλίζει, να διαβάζεις την ετικέτα, να τοποθετείς τη βελόνα, να περιμένεις δυο-τρία ατελείωτα δευτερόλεπτα και μετά, επιτέλους, ήχος –η στιγμή της αλήθειας. Κάθε σπουδαίος δίσκος έψησε το μυαλό μου λίγο παραπάνω. Ειδικά μετά τις πρώτες ακροάσεις του μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν ήμουν ξανά ο ίδιος. Φτιαχνόμουν και μόνο κοιτάζοντας τα εξώφυλλά τους. Η μεγάλη τέχνη πάντα επιβεβαίωνε τις ανθρώπινες αξίες. Η μεγάλη μουσική είναι δυνατή, οδηγεί και εξαγνίζει και είναι η ίδια η ζωή. Όσο περισσότερα μαθαίνω ασχολούμενος, τόσο λιγότερα γνωρίζω. Δεν ξέρω τίποτα από μουσική».

Όμως ο Μπάμπης Αργυρίου ξέρει πολλά παραπάνω απ’ όσα ισχυρίζεται· και, ανεπιτήδευτα, τα μαγειρεύει σε μια σουρεαλιστική λίστα με 40 επιδραστικούς μουσικούς και μπάντες που αναμφίβολα κάποια στιγμή «έκαψαν» και το δικό του μυαλό. Αν έχετε όρεξη λοιπόν για μια αναγνωστική εμπειρία μετά την οποία ο τρόπος που ακούτε τους «κλασικούς» της ροκ κουλτούρας πιθανότατα δεν θα είναι ο ίδιος, βάλτε το δικό σας Άλμπουμ Διασκευών να παίξει, στο οικιακό σας πυρηνικό καταφύγιο.

{youtube}OA_CndlBu0g{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured