00:04 29/03
Ο σύγχρονος ρόλος του Φαρμακοποιού στη Δημόσια Υγεία
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ο φαρμακοποιός στήριξε έμπρακτα τον Έλληνα ασθενή και λειτούργησε επιβοηθητικά στο ΕΣΥ.
Η ανάγκη για ενίσχυση της διαφάνειας και λογοδοσίας των επιχειρήσεων, η ανάγκη για συγκρισιμότητα μεταξύ εταιρειών, έτσι ώστε οι διάφοροι stakeholders (μέτοχοι, επενδυτές, συνεργάτες, πελάτες, καταναλωτές) να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις επιχειρήσεις όχι μόνο με οικονομικούς όρους αλλά και κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς, καθώς και η ανάγκη για αποσαφήνιση των υποχρεώσεων σχετικά με τη δημοσιοποίηση μη-χρηματοοικονομικών στοιχείων, οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να εκσυγχρονίσει το σχετικό ρυθμιστικό της πλαίσιο. Το 2014 θεσπίστηκε η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώνει μεγάλες εταιρείες και επιχειρηματικούς ομίλους να δημοσιοποιούν στο εξής, εκτός από τους ισολογισμούς τους, και στοιχεία Εταιρικής Υπευθυνότητας. Τέτοια στοιχεία σχετίζονται με τη δραστηριότητά τους στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, της κοινωνικής πολιτικής, της καταπολέμησης της διαφθοράς και της δωροδοκίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και σχετικά με την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και τα επαγγελματικά προσόντα των μελών των οργάνων διοίκησής τους.
H νέα ρύθμιση δεν ήταν δεσμευτική ως προς τον τρόπο δημοσιοποίησης των σχετικών πληροφοριών, αλλά παρείχε σημαντική ευελιξία στις επιχειρήσεις ώστε να επιλέγουν οι ίδιες τον τρόπο που θεωρούν καταλληλότερο.
Η ρύθμιση αυτή ενσωματώθηκε στις εθνικές νομοθεσίες και στην Ελλάδα ξεκίνησε να ισχύει από το 2016 με πιο πρόσφατη ενημέρωση μέσω του ν. 4548/2018.
Σαφώς είναι πολλά τα οφέλη από την ευρωπαϊκή νομοθεσία που στοχεύει πρωτίστως στην αυξημένη δημοσιοποίηση στοιχείων εταιρικής υπευθυνότητας, κάτι που οδηγεί σε αύξηση της διαφάνειας και συνεπώς του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών που υποχρεούνται να δημοσιοποιούν στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό, είναι ευκολότερη η μέτρηση και αύξηση της εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις, που μπαίνουν σε έναν ουσιαστικό διάλογο με τα ενδιαφερόμενα μέρη τους (stakeholders) και περιορίζουν τις παραπλανητικές "πράσινες" καμπάνιες μάρκετινγκ. Οι εταιρείες βελτιώνουν την αυτορυθμιστική τους διαδικασία, για παράδειγμα μέσα από Κώδικες Δεοντολογίας, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονται και "ανταμείβονται" για την υπεύθυνη δράση τους με αυξημένες πωλήσεις, με προνομιακή αντιμετώπιση σε θέματα δημόσιων συμβάσεων, ή με την καλύτερη πρόσβασή τους σε επενδυτικά κεφάλαια. Έτσι, ενισχύεται σημαντικά και μετρήσιμα η προβολή της Εταιρικής Υπευθυνότητας συνολικά και η διάχυση καλών πρακτικών.
Στην Ελλάδα, η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας στην εγχώρια νομοθεσία αφορά ουσιαστικά όλες τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που πρέπει να είναι διαφανείς και υπεύθυνες και να δημοσιοποιούν – ανάλογα με το μέγεθός τους - στοιχεία που αφορούν τις κύριες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις τους, όπως και τους λόγους που συγκεκριμένα θέματα δεν θεωρούνται σημαντικά. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις ωθούνται σε στοχοθεσία και θέσπιση νέων πρακτικών παρακολούθησης της επίδοσής τους στον τομέα αυτό. Στην ουσία, η νομοθεσία στοχεύει στη μετατόπιση όλης της αγοράς προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και ενθαρρύνει βιώσιμες επιχειρηματικές πρακτικές μεταξύ των εταιρειών που αποτελούν, μάλιστα, το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.
Ανάμεσα στις εταιρείες αυτές, υπάρχουν 90 κορυφαίες επιχειρήσεις που εκδίδουν Εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας στα πλαίσια της πλήρους συμμόρφωσης. Όπως έδειξε η πρόσφατη Ετήσια Έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE) για την Έκδοση Εκθέσεων Εταιρικής Υπευθυνότητας, οι επιχειρήσεις αυτές απασχολούν περισσότερους από 170 χιλιάδες εργαζομένους και έχουν συνολικό τζίρο περίπου 61 δις Ευρώ, δηλαδή αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό της νέας κατάστασης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ότι το 2018 σημειώθηκε σημαντική αύξηση 14% στον αριθμό των εταιρειών που εκδίδουν Εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 58% για την τελευταία δεκαετία, παρά τις δυσμενείς συνθήκες της οικονομικής κρίσης.
Παράλληλα, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις αναζητούν εξωτερική διασφάλιση από αξιόπιστους και ανεξάρτητους φορείς, όπως είναι το Ινστιτούτο Εταιρικής Ευθύνης και ο Εθνικός Δείκτης CR Index, που αποτελεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη αξιολόγησης της συνολικής επίδοσης των επιχειρήσεων στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στους εργαζόμενους και την αγορά.
Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, πως οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Goals) των Ηνωμένων Εθνών θέτουν, επίσης, συγκεκριμένο πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο για την ενσωμάτωση και των τριών διαστάσεων της βιώσιμης ανάπτυξης – κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική – και η ενεργός εμπλοκή των επιχειρήσεων θεωρείται επιτακτική.
Η τάση λοιπόν που διαφαίνεται είναι για μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική συμμετοχή των επιχειρήσεων στην εταιρική υπευθυνότητα, και αυτό αποδίδεται αφενός στο ότι μπορεί αποδεδειγμένα και μετρήσιμα να ωφελήσει στρατηγικά μια επιχείρηση σε θέματα αξιοπιστίας και διαφάνειας, εταιρικής εικόνας και εμπιστοσύνης, καθώς και υπερηφάνειας εργαζομένων με αύξηση παραγωγικότητας. Παράλληλα μπορεί να εκπληρώσει σημαντικές ανάγκες της κοινωνίας και να ευνοήσει την επιχειρηματική ανάπτυξη όπως και τη διευκόλυνση των εξαγωγών.
Φυσικά, 90 επιχειρήσεις δεν φτάνουν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά και για τον λόγο αυτό θα χρειαστεί να ενεργοποιηθούν περισσότερες επιχειρήσεις, και κυρίως μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά και οργανισμοί του Δημόσιου τομέα, όπως και να δοθούν μια σειρά από πρακτικά κίνητρα από το κράτος προς αυτή την κατεύθυνση.
* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι Πρόεδρος Κέντρου Αειφορίας (CSE), Αντιπρόεδρος ΔΣ Ινστιτούτου Eταιρικής Ευθύνης (CRI)