Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 06-Αυγ-2020 00:25

    Μην αφήσουμε ακόμα μια ελληνοτουρκική κρίση να πάει χαμένη...

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Αθανάσιου Μανή 

    Ήταν λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν ο Προσωπάρχης του Μπαράκ Ομπάμα, Ράχμ Εμάνουελ, συνόψισε μέσα σε λίγες λέξεις εύστοχα την ανάγκη για ενεργητική στάση τόσο ως προς την ανάγνωση των μαθημάτων της κρίσης, όσο και ως προς την προώθηση επαρκών λύσεων στο πρόβλημα. "Ποτέ μην αφήσεις μία καλή κρίση να πάει χαμένη. Είναι μία ευκαιρία, για να κάνεις τα πράγματα που κάποτε νόμιζες ότι ήταν αδύνατον να κάνεις", είπε ο Εμάνουελ.  Η ρήση αυτή παραμένει διαχρονική στον πυρήνα της για τη συμπεριφορά που χρειάζεται να επιδεικνύει κανείς την επόμενη μέρα της κρίσης, όταν δηλαδή το χειρότερο σενάριο έχει αποφευχθεί, αλλά οι αιτίες που τη δημιούργησαν και οι επιπτώσεις της είναι ακόμα υπαρκτές.

    Αντιστοίχως, η ελληνοτουρκική κρίση του Ιουλίου έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που επιβάλουν σε πρώτη φάση μία καλά δομημένη ανάγνωση της συμπεριφοράς του Ερντογάν και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την Ελλάδα με ψυχραιμία, η οποία μπορεί να βασιστεί σε πραγματικά γεγονότα - και όχι εικασίες - τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης, όσο και αμέσως μετά. Σε δεύτερη φάση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει ν’ αρχίσει να ξεκαθαρίζει ποιοι είναι οι ρεαλιστικοί διπλωματικοί και στρατιωτικοί στόχοι της χώρας για το επόμενο διάστημα δεδομένης της τουρκικής επιθετικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, των νέων οικονομικών συνθηκών που επιβάλει ο Covid-19, καθώς και την εκπεφρασμένη θέση κρατών-μελών της ΕΕ να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είτε προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός διαπραγματευτικού πλαισίου, όπως η Γερμανία, είτε προς την κατεύθυνση στρατιωτικοπολιτικής υποστήριξης στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιθετικών κινήσεων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, όπως η Γαλλία. Το βασικό ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση είναι πώς θ’ ακυρώσει προληπτικά πλέον οποιαδήποτε σκέψη της Τουρκικής ηγεσίας για πράξεις που εγκλωβίζουν τις δύο χώρες σε συνθήκες σύρραξης, τραυματίζουν βαθιά τις διμερείς σχέσεις και ακυρώνουν την οποιαδήποτε πιθανότητα για διάλογο.

    Μαθήματα από τη συμπεριφορά της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά

    Δύο είναι τα βασικά μαθήματα που θα μπορούσε να εξάγει κανείς από τη στάση της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά. Το πρώτο είναι ότι η τουρκική ηγεσία παρά τα ανοιχτά μέτωπα σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, έθεσε σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο κλιμακούμενης πίεσης προς την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο στόχος είναι ο άμεσος απεγκλωβισμός της από την θεωρούμενη περιθωριοποίηση που ο αγωγός East-Med της επιβάλλει, καθώς και τον περιορισμό ή ακόμα και τη διάσπαση των αναπτυσσόμενων συμμαχιών της Ελλάδας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο του Προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι. Το σχέδιο αυτό ξεκινάει με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου στις 27 Νοεμβρίου του 2019, το οποίο προσδιορίζει τα όρια της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ των δύο χωρών στα ανατολικά της Ρόδου-Καρπάθου-Κρήτης, καθώς και στα νότια της Κρήτης, παραβλέποντας επιδεικτικά βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου και ειδικότερα το άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η στρατηγική αυτή κορυφώνεται με τη NAVTEX της 21ης Ιουλίου, οπότε και η Ελλάδα κλήθηκε να υπερασπιστεί όχι μόνο κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και να αντικρούσει την προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να καταδείξει ότι η Ελλάδα δε μπορεί να σταθεί πολιτικοστρατιωτικά απέναντι στην πίεση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επίδειξη της ελληνικής αδυναμίας θα καθιστούσε  αναγκαστικά την Τουρκία  βασικό συνομιλητή για το Ισραήλ και την Αίγυπτο σε θέματα χάραξης θαλασσίων ζωνών και την εφαρμογή ολοκληρωμένων ενεργειακών συμφωνιών που θα περιλαμβάνουν εξόρυξη-μεταφορά στις αγορές της Ευρώπης μέσω της Τουρκίας. Η εκκωφαντική απουσία της αμερικανικής ηγεσίας από τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο, καθώς και η διαφαινόμενη ήττα του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, λειτούργησαν καταλυτικά υπέρ της λογικής της κλιμάκωσης, θεωρώντας ότι η Τουρκία θ’ αποκόμιζε μεγάλα στρατιωτικοπολιτικά κέρδη στην περιοχή με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες για την ίδια. 

    Εάν τα πράγματα εξελίσσονταν σε ένα πολεμικό επεισόδιο ή σε μία υποχώρηση της Ελλάδας θα ήταν αρκετά πειστικό να ισχυρισθεί κανείς ότι το μάθημα που πρέπει να πάρουν οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι ότι η στρατιωτικοποίηση των σχέσεων είναι ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού της Τουρκίας. Όμως, η εξέλιξη των γεγονότων φανερώνει μια πιο σύνθετη εικόνα. 

    Λίγες μέρες μετά από την έκδοση της NAVTEX και τις σκληρές διακηρύξεις του Ερντογάν για σεισμικές έρευνες σε περιοχές που θεωρούσε ότι η Τουρκία έχει αναφαίρετο δικαίωμα να πραγματοποιήσει, αναδιπλώθηκε σύντομα – αν και προσωρινά - σε μία θέση υπέρ των διαπραγματεύσεων χωρίς συγκεκριμένη ατζέντα. Ουσιαστικά το σχέδιο της κλιμάκωσης και της γρήγορης νίκης απέτυχε. 

    Η αποφασιστικότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης με τη συνδρομή και των άλλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ευρώπη ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τις κόκκινες γραμμές της. Το αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία για πρώτη φορά στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά στην αποκλιμάκωση της κρίσης, καλύπτοντας το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ πίσω τους. Και μπορεί η προσωπική εμπλοκή της Καγκελαρίου της Γερμανίας να κατέδειξε για ακόμα μία φορά ότι η ΕΕ είναι δυσκίνητη στη λήψη κοινών αποφάσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άρα αναποτελεσματική στο να επηρεάσει μια ταχύτατα εξελισσόμενη κρίση, αλλά παραμένει ισχυρό πλαίσιο αναφοράς λόγω της οικονομικής της σημασίας για τα τουρκικά οικονομικά συμφέροντα.    

    Η Ανάγκη για την Αναβίωση της Ευρωπαϊκής Διάστασης στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις: "Η Επανακοινοτικοποίηση"

    Η ελληνοτουρκική κρίση κατέδειξε ότι οι συμμαχίες της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποτελούν πανάκεια στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αντιθέτως, οι ίδιες επιταχύνουν τα αναθεωρητικά σχέδια, γιατί από τη μία αποτελούν πρόκληση σε επίπεδο πολιτικό και ενεργειακό για την Τουρκία, ενώ την ίδια στιγμή δεν εξασφαλίζουν την άμεση και ξεκάθαρη στρατιωτική υποστήριξη του Ισραήλ και της Αιγύπτου στο πλευρό της Ελλάδας. Στον αντίποδα βρίσκεται η ΕΕ, η οποία παρά το γεγονός της αποτυχίας των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία συνεχίζει να είναι ο πιο σημαντικός οικονομικός της εταίρος. Δεν είναι τυχαίο που η Τουρκία επείγεται να ξεκινήσει η συζήτηση για τον εκμοντερνισμό της Τελωνειακής Ένωσης. Η Ελλάδα στην προσπάθειά της ν’ αναβιώσει την ευρωπαϊκή διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει ν’ αντιμετωπίσει τρία βασικά εμπόδια. Το πρώτο είναι η άρνηση κρατών-μελών της ΕΕ να συζητήσουν την Τελωνειακή Ένωση με την Τουρκία του Ερντογάν, επιθυμώντας να το θέσουν ως θέμα σε μία μετα-ερντογανική Τουρκία. Το δεύτερο είναι ότι τα κράτη-μέλη έχουν συνηθίσει σε μία λογική ad hoc συζητήσεων με την Τουρκία, όπως στο προσφυγικό, και όχι μιας συνολικής συζήτησης για τις σχέσεις τους  που θα περιλαμβάνει και τα ζητήματα ασφάλειας. Και αυτό γιατί ορισμένα κράτη-μέλη, αλλά και η Τουρκία δε θέλουν να υποκατασταθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις από μία άλλη διαδικασία, παράλληλη. Το τρίτο είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει ένα πειστικό και συνολικό σχέδιο διαπραγμάτευσης για τις ελληνοτουρκικές διαφορές χωρίς ασπρόμαυρες ερμηνείες του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο θα καταλήγει στην υπογραφή συνυποσχετικού για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα ζητήματα που επιδέχονται νομικής ερμηνείας στο πλαίσιο σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας κάθε χώρας. 

    Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγάλες και να είναι οι πολιτικές προκλήσεις σε επίπεδο ΕΕ, αξίζει η προσπάθεια για "επανακοινοτικοποίηση" των διμερών μας προβλημάτων, καθώς είναι ξεκάθαρο σε αρκετές πρωτεύουσες της Ευρώπης πλέον, ότι η μη λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων αγγίζει την εφαρμογή και των ad hoc συμφωνιών, όπως αυτή για το προσφυγικό. Η εναλλακτική της παθητικής στάσης τόσο από την πλευρά της Ευρώπης, όσο και από την πλευρά της Ελλάδας σημαίνει ότι τα προβλήματα θα συνεχίζουν να κακοφορμίζουν, ενώ η στρατιωτικοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία θ’ απορροφά σημαντικό μερίδιο της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, όποτε αυτή έρθει.  

    * Ο κ. Αθανάσιος Μανής είναι Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ