Πάσχα στο Άγιον Όρος

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Πάσχα στο Άγιον Όρος δεν σημαίνει μια απλή θρησκευτική τελετουργία. Σημαίνει εγγύτατη κοινωνία με το Θεό και μετοχή του ανθρώπου στο μυστήριο του θανάτου και της ζωής

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Ο κουρασμένος άνθρωπος της εποχής μας, μπαίνοντας στο καραβάκι από την Ουρανούπολη για τη Δάφνη, δεν μπαίνει όπως συνήθως λέγεται «σ’ έναν άλλον κόσμο». Εισέρχεται στον κόσμο της ακεραιότητας και της ενότητας. Στην αληθινή προοπτική του, όπως αυτός θα μπορούσε να είναι. Το τοπίο του Αγίου Όρους τον αγκαλιάζει. Τον μετοχεύει η φύση, η κτίση, η γλώσσα με την οποία μιλά ο Θεός στο αγαπημένο Του πλάσμα∙ τον κατ’ εικόνα Του άνθρωπο. Καλεί τον προσκυνητή στην αθωότητα και την αναμαρτησία. Ο χρόνος εδώ αποκτά ένα άλλο βάθος.

Το Άγιον Όρος συνεχίζει μιαν ανθρώπινη ιστορία μόνωσης και ερήμου τριών χιλιάδων χρόνων. Για να αποσυρθούν στην έρημο οι άνθρωποι, δεν ήταν απαραίτητος ούτε ο χριστιανισμός, ούτε το Βυζάντιο. Είναι τέτοια η ροπή της ψυχής του ανθρώπου. Ο ασκητισμός είναι το παράτολμο κίνημα αυτής της ανθρώπινης ψυχής, όταν, για να σταθεί καταμέτωπα στο πρόβλημά της, αρνείται τη φύση και την κοινωνία. Είναι η οδυνηρή ακρότητα του ανθρώπου ως το σημείο που επιτρέπει στο σώμα να μη διαλυθεί και στο πνεύμα να αντιτάξει τη φαντασία και την έκσταση. Στην οξύτατη αυτή μορφή που παίρνει η αναζήτηση του Αγαθού, η ύλη και το λογικό καταργούνται. Μένει μόνο το συναίσθημα κι εκείνες οι πνευματικές ικανότητες που βοηθούν τον άνθρωπο να φτάσει στο απόλυτο. Κι αν το απόλυτο είναι η αδιάλλακτη μορφή του ιδανικού, εδώ είναι που βρίσκει την πραγμάτωσή του. Δεν υπάρχει θρησκευτικό ιδεώδες τόσο δυνατό, όσο εκείνο που αρνείται κάθε συνθηκολόγηση με τη ζωή και επιβάλλει τον ατέρμονο πόλεμο στη λογική και τη σάρκα. Ο ασκητισμός δεν είναι σύστημα ούτε ιδεολογία. Είναι μια αδιαλλαξία. Είναι η φρενιτική μορφή που παίρνει η αρετή όταν αντιπαθήσει την κοινωνία. Όταν κρίνει πως το ομαδικώς ζειν, καθώς νομίζουν οι φιλόσοφοι, για να γεννηθεί αρετή και κακία, είναι ο θάνατός της. Είναι η ίδια η Βουδιστική αρχή που λέει ότι καταστρέφω μέσα μου τη βούληση του ζειν, δηλαδή την αιτία και την πηγή του κακού.

Κάθε άνθρωπος θα αντικρίσει με δέος αυτό τον ηρωισμό που αναζητά τη συντήρησή του στην Έρημο και τη μόνωση.

Το Αγιώνυμο όρος του Άθω, είναι η μοναδική στην οικουμένη, μετά από το Θιβέτ, περιχαρακωμένη μοναστική πολιτεία που πολιτεύεται την Έρημο, τη Μόνωση και την άρνηση της ύλης. Και αυτά είναι μοναδικά όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Υπάρχει ένας αμύθητος πλούτος ιστορικών, λογοτεχνικών και περιηγητικών κειμένων στην υπερχιλιόχρονη ιστορία του Όρους, καθώς και πλούτος ντοκιμαντέρ τον τελευταίο αιώνα.

Από τους Έλληνες ενδεικτικά αναφέρουμε μόνο την ιστορική 40ήμερη  παραμονή που έκαναν μετά από τη συστατική επιστολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου το 1914 ο Ν. Καζαντζάκης με τον Α. Σικελιανό, οι οποίοι περιέγραψαν και οι δύο, τη συγκλονιστική βιωματική τους εμπειρία μέσα από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνάντησαν.

Ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει ο λόγιος Ι. Μ. Χατζηφώτης στο βιβλίο του «Το προσκύνημα στον Άθω του Σικελιανού και του Καζαντζάκη» (σαράντα μέρες του 1914), από τις εκδόσεις «Ίρις», αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι όταν είδε στο σπίτι του Σικελιανού ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από τον Άθω. Γράφει στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο. Το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου, το άνοιξε. Ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα με φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια, κελιά απάνω από τον γκρεμό και κάτω μια θάλασσα άγρια. Το Άγιο Όρος, φώναξα! Είσαι έτοιμος; είπε. Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, δράκοι δεν είμαστε; Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, να πατήσουμε το Άγιον Όρος».

Οι πρώτες εικόνες που αντικρίζουν πλησιάζοντας προς τον Άθω εντυπωσιάζουν τον Καζαντζάκη: «Έβρεχε. Η κορυφή του Άθω, τυλιγμένη σε πυκνή αντάρα, είχε αφανιστεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, πηχτή, λασπωμένη. Ένα μοναστήρι (πρόκειται για τη Μονή Ξηροποτάμου) ανάμεσα στις μαυρισμένες από τη βροχή καστανιές, γυάλιζε κάτασπρο. Έβρεχε σιγά, ποτιστικά κι ο ουρανός είχε κατέβει ως τις κορυφές των δέντρων. Πέντ’ έξι καλόγεροι, όρθιοι στην αποβάθρα, βρέχονταν σαν κυπαρίσσια. Δίπλα μας, στη βάρκα που μας έβγαζε στο λιμανάκι του Αγίου Όρους, τη Δάφνη, δυο καλόγεροι κουβέντιαζαν. Ο ένας, ο πιο νέος, με αριά μαύρα γενάκια, μ’ ένα βαρύ ταγάρι στην αμασκάλη, έλεγε: «Να τον ακούσεις να ψέλνει, ξεχνάς τον κόσμο. Πιο γλυκιά και από πατέρα και μάνα η φωνή του». Και ο άλλος απαντούσε: «Τι κάθεσαι και μου λες; Εμείς έχουμε έναν κότσυφα στο μοναστήρι που ψέλνει το Κύριε εκέκραξα και το Χριστός Ανέστη και σαστίζει ο νους σου. Τόνε λένε πάτερ Κότσυφα. Κι έρχεται στην εκκλησιά μαζί μας και τη σαρακοστή νηστεύει».

Με τα σακίδια στη ράχη, ακουμπώντας στα χοντρά ραβδιά τους, ανηφορίζανε ανάμεσα από πυκνές, μισογυμνωμένες καστανιές και σκίνα και πλατύφυλλες δάφνες το καλντερίμι που έφερνε στις Καρυές. Ο αέρας, έτσι τους φάνηκε, «μύριζε μοσκολίβανο. Σαν να ’χαμε μπει σε τεράστια εκκλησιά με θάλασσα, με δάση καστανιές, με βουνά και αποπάνω αντί για θόλο, ένας ξέσκεπος ουρανός».

Τα βράδια οι δύο φίλοι συζητούν γι’ αυτά που βλέπουν καθημερινά. Γράφει ξανά ο Καζαντζάκης: «Τη νύχτα αργεί να μας πάρει ο ύπνος, μιλούμε. Ωρίμασε, λέμε, η στιγμή, ωρίμασε ο κόσμος για μια καινούργια αγάπη του Χριστού. Όταν σήμερα ρωτήσαμε ένα καλόγερο που συναπαντήσαμε απόξω από το νεκροταφείο της μονής (σ.σ. Μονή Καρακάλλου) γιατί ζωγραφίζουν πάντα στην είσοδο του κοιμητηρίου τον Χριστό σταυρωμένο και όχι όπως θα ’πρεπε, τον Χριστό που ανασταίνεται», ο καλόγερος θύμωσε! «Ο Χριστός ο σταυρωμένος είναι ο Χριστός μας», αποκρίθηκε. «Είδες ποτέ στο Βαγγέλιο ο Χριστός να γελάει; Πάντα αναστενάζει, μαστιγώνεται και κλαίει. Πάντα σταυρώνεται». Κι εμείς, μη μπορώντας να κοιμηθούμε, λέγαμε: «Πρέπει, ήρθε ο καιρός να κάνουμε τον Χριστό να γελάσει. Να μη μαστιγώνεται πια, να μην κλαίει, να μη σταυρώνεται. Να σμίξει μέσα του και ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς, χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας».

Όμως πέρα από τα περιηγητικά κείμενα, υπάρχει και η μαγεία του κινηματογραφικού φακού. Και στο παρόν ντοκιμαντέρ διάρκειας 69 min παραγωγής 2008 από την «Αγιορείτικη Ταινιοθήκη», αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ευαισθησία, επαγγελματισμό και τεχνική ο εορτασμός της Μεγάλης Εβδομάδας στις Καρυές και στη μονή Σιμωνόπετρας. Στη μοναστική πολιτεία του Άθω για πάνω από μια χιλιετία διασώζονται ακινητοποιημένα ο χρόνος, το Βυζάντιο και η πεμπτουσία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής. Η μετοχή στον Σταυρό και την Ανάσταση. Η ζωή των μοναχών είναι μια συνεχής Σταυρική πορεία και μια πρόγευση της Ανάστασης του Χριστού από αυτήν εδώ τη ζωή.

Πάσχα στο Άγιον Όρος δεν σημαίνει μια απλή θρησκευτική τελετουργία. Σημαίνει εγγύτατη κοινωνία με το Θεό και μετοχή του ανθρώπου στο μυστήριο του θανάτου και της ζωής.
Η φωτογραφία, το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του  Άγγελου Παπαστεφάνου, τα κείμενα του Δημ. Κοσμόπουλου, η αφήγηση του Κώστα Καστανά και η μουσική του Δημ. Πλαζομίτη.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ