Δρόμος μέσα από σύννεφα ζωής...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μια αγκαλιά θα ήθελα να την πάρω, την κυρία αυτή τη συνομήλικη, που τυχαία συνάντησα απόψε, σε αυτό το συμβάν και που χωρίς να το ξέρει μου έδωσε δύναμη για τη δική μου ζωή.


της Μαρίας Λιονάκη

Απογευματινή ώρα στη σκάλα τη μεγάλη,  πίσω απ’ το Καπετανάκειο, παραδίπλα απ’ το παρκάκι της γειτονιάς.  Μια γυναίκα  περίπου συνομήλικη μου ,  ούτε παραδοσιακή, ούτε πολύ μοντέρνα, περιποιημένη όμως, φορτωμένη δυο τσάντες  και πολλές έγνοιες.  Οι πιο δύσκολες τσάντες είναι αυτές που κρατά η ψυχή.  Η θλίψη, η ανία, οι δυσκολίες,  τα προβλήματα   που δεν λύνονται,  τα χρέη τα οικονομικά, τα χρέη  προς τον εαυτό μας, οι ασθένειες που δε θεραπεύονται,  τα γραμμάτια που δεν πληρώθηκαν, δεν πληρώσαμε.

 Η κυρία  συνοδεύει έναν  ηλικιωμένο άνθρωπο, αδύνατο, καλοντυμένο, ζεστά ντυμένο. Εξωτερικά τουλάχιστον.  Σκαλί το σκαλί κατεβαίνουν τη σκάλα. Τον υποβαστάζει, καθώς έχει νυχτώσει  και το φως  του στύλου έχει γεράσει.  Του φωνάζει με υστερική, εκτός ελέγχου φωνή,  που σκίζει σαν κεραυνός το μαύρο του ουρανού,  που διαπερνά τη σιγαλιά της νύχτας , ώρα  που είθισται  να καταλαγιάζει κάθε δύναμη, φωνή,  να ηρεμεί  κάθε ζωή.  « Κατέβαινε πιο σιγά, πιο σιγά σου λέω,  δεν ακούς;» του λέει και με το χέρι ανάχωμα τον συγκρατεί.   Λέξεις  επαναλαμβανόμενες,  ουρλιαχτά,  λέξεις σαν κάργιες, κοράκια.  Η Παναγιά  ξιπάστηκε στην εικόνα της στην Ανάληψη  παραπάνω. Ένας άγγελος σε άλλη εικόνα δάκρυσε, να επέμβει σκέφτηκε για μια στιγμή. Αντιλάλησαν οι  λόφοι,  τα βουνά, οι  κάμποι.   Από την ένταση, το μέταλλο  του ήχου μιας απότομης,  απόκοσμης, γεμάτης απόγνωση   συμπεριφοράς. Ο αέρας μετά από ανάπαυλα ξεκίνησε  να χτυπά πάλι  την καμπάνα του, η βροχή  κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά  από τον ουρανό.  

Η υστερία της φωνής με κάνει να στραφώ, ενώ το πρώτο σκαλοπάτι ήμουν έτοιμη να διαβώ. Δεν τον βλέπω όμως τον ηλικιωμένο κύριο να είναι τόσο ασυγκράτητος, ούτε μη συνεννοήσιμος. Ζαρωμένος, τρομαγμένος μου φάνηκε, όχι όμως κι ανυπάκουος. Αλλά πάλι για τις συνήθειες του δεν μπορώ να ορκιστώ « Όλη τη γειτονιά ξεσήκωσε!» λένε δυο νέα παιδιά  στην κάθοδο της σκάλας και  κουνάνε  απαξιωτικά  το κεφάλι, ταχύνοντας το βήμα  να απομακρυνθούν,  όσο γίνεται πιο γρήγορα απ’ της παράνοιας το σκηνικό. Τα νιάτα  έχουν άμυνες για να το κάνουν  εύκολα αυτό. Ίσως και μια πιο επιφανειακή κριτική…

Σίγουρα διαφορετική απ’ τη δική μου που τυχαίνει με ηλικιωμένο συγγενή αυτές τις μέρες στο σπίτι να ζω… Κι άρα ερμηνεύω το συμβάν  διαφορετικά. Το βλέπω κι απ’ τις δυο οπτικές γωνίες.  Νιώθω λύπη για τον ηλικιωμένο άνθρωπο, τον αδύναμο, τον εξαρτημένο, τον ευάλωτο που τρομαγμένος και  σαφώς στενοχωρημένος και προσβεβλημένος δεχόταν αυτή την  πολύ απότομη συμπεριφορά. Πόσο άδικο για τους ηλικιωμένους,   που τόσο δυνατοί, ακμαίοι κι ανεξάρτητοι υπήρξαν κάποτε,  στα νιάτα τους, που τόσο εργάστηκαν, μόχθησαν, προσέφεραν στα παιδιά τους,  όλο αυτό… Να ακούν φωνές, να νιώθουν βάρος. Να αντιμετωπίζουν αδιαφορία κάποιες φορές.

Μα και πόσο δύσκολο  για τα παιδιά που γίνονται με τη σειρά  τους ενήλικες, γονείς  (για να γίνουν στο μέλλον ηλικιωμένοι)  να συνυπάρχουν με ανθρώπους στη δύση της ζωής τους . Ιδίως όταν  αυτοί υποφέρουν από αρρώστιες σοβαρές,  άνοια,  Αλτσχάιμερ  (όταν  δεν αναγνωρίζουν καν τα άτομα -ήρωες  που τους συμπαραστέκονται)  ή  αρρώστιες που επιβάλλουν συχνή νοσηλεία σε νοσοκομεία, δύσκολη θεραπευτική αγωγή. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος  σε πολλές  περιπτώσεις έχει έντονη άρνηση. Δε θέλει να φάει όλα τα φαγητά, εκφράζει δυσαρέσκεια,  ακόμα και  για τα πιο νόστιμα  φαγητά, δε θέλει να κάνει μπάνιο,  δεν μπορεί να προσέξει την καθαριότητα του χώρου που ζει, δεν έχει υπομονή, είναι εξαρτημένος και για το πιο ασήμαντο θέμα,  όπως  να πιει νερό, να ξεκουμπώσει τη ζακέτα του, να ανοίξει την τηλεόραση, να περπατήσει, να σκεπαστεί. Μπερδεύει τα φάρμακα του με κίνδυνο να δηλητηριαστεί, μπερδεύει  μέρες, γεγονότα, ξεχνάει,  δεν υπακούει σε  αυτά που πρέπει, ρωτάει συνέχεια το ίδιο πράγμα, φοβάται,  διαρκώς ανησυχεί. Έχει ανάγκη συντροφικότητας, παρέας,  ενδιαφέροντος, θέλει απλές στιγμές να μοιραστεί.  

Περιμένει με ανυπομονησία το τηλεφώνημα του παιδιού του, αν αυτό ζει μακριά  και την αργοπορία  του δεν τη δικαιολογεί. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τι  προβλήματα αντιμετωπίζει το παιδί του, τι αγώνα δρόμου κάνει, καθώς  προσπαθεί να συνδυάσει τη δουλειά του, τη φροντίδα της δικής του οικογένειας, προσωπική ζωή, δικά του χόμπι και θέλω.  Αν άμεσα  αυτό δεν  ανταποκριθεί σε κάποια ανάγκη του, νιώθει παράπονο, σκέφτεται  ότι το παραμελεί…

Μια αγκαλιά θα ήθελα να την  πάρω,  την κυρία αυτή τη συνομήλικη, που τυχαία συνάντησα απόψε, σε αυτό το συμβάν  και που χωρίς να το ξέρει μου έδωσε δύναμη για τη δική μου ζωή. Να της πω πως καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι… Να της πω  πως θα έρθει σίγουρα  στο μέλλον μια  καλύτερη  εποχή,  που θα νιώσει γαλήνη  και περηφάνια για όσα τώρα κατάφερε.  

Η γριά νύχτα έχει  σκεπαστεί τις πιο βαριές κουβέρτες της, τα πιο χνουδωτά, μάλλινα  σύννεφα. Που εμποδίζουν   τα άστρα να λάμψουν. Ένα όμως απ’ αυτά, τοσοδούλικο,   ξεγέλασε τον κακό καιρό, του χειμώνα, της ζωής,  βρήκε μια χαραμάδα,  γλίστρησε αθόρυβα,  διάβηκε το δρόμο μέσα από τα σύννεφα,  έκλεισε το μάτι στους ανθρώπους, τους χαμογέλασε και τους χάρισε το πιο ζωηρό του φως.  Το άστρο αυτό το λένε ελπίδα.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ