In memoriam για έναν εθνικό ποιητή χωρίς πατρίδα

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

11 χρόνια από το θάνατο του εθνικού ποιητή της Παλαιστίνης Μαχμούντ Νταρουίς

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Η ελπίδα είναι η μοναδική και αθεράπευτη αρρώστια κάθε αγωνιζόμενου λαού χωρίς πατρίδα. «Θεότητα» γνώριμη στους Έλληνες μέχρι να ξαναφτιάξουν κι εκείνοι τη δική τους. Και δεν υπάρχει κανένας λαός ή εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στον κόσμο, που η ελπίδα αυτή να μην διαπερνάται μέσα από την τέχνη του να προκαλείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων: την ποίηση. Το γνωρίζουμε κι εμείς από το δικό μας Διον. Σολωμό, όταν έγραφε τον «ύμνο εις την Ελευθερία», που ήταν ο (μεταγενέστερα εθνικός) ποιητής σε μια πατρίδα που ακόμη δεν υπήρχε. Εκεί στις πατρίδες που στενάζουν, οι λέξεις μεγαλουργούν και «τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, θα γυρίσει για να σταθεί μέσα στα ωραία ερείπια» του λαού του, θα γράψει χρόνια αργότερα ο Ελύτης. Αναμφισβήτητα, η άλλη, η αθέατη και εξίσου επικίνδυνη όψη ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα είναι το ατσάλι της ποίησης, που αντιτάσσεται στο ατσάλι των όπλων.

Σήμερα 9 Αυγούστου, συμπληρώνονται ακριβώς 11 χρόνια από το θάνατο ενός από τους πιο σπουδαίους εκφραστές της νεότερης αραβικής λογοτεχνίας, του Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish) (1941-2008), του εθνικού ποιητή της Παλαιστίνης που έγινε το υπέρτατο σύμβολο του λαού του στον αγώνα για τη δημιουργία της δικής του πατρίδας. Εκείνου που κατέκτησε στην καρδιά του, μια θέση ισάξια με εκείνη του Γιασέρ Αραφάτ και που με την τιτάνια δύναμη της ποίησης στο έργο του, υπενθυμίζει στην υπνώτουσα ανθρωπότητα ότι υπάρχουν ακόμη λαοί που ζουν στις ελεγείες της Ανατολής, τον αγιάτρευτο καημό της προσφυγιάς, της κατοχής και του πολέμου.


Η χαμένη Πατρίδα

Το γραφικό χωριό Αλ Μπιρουά με τα μποστάνια, τους κήπους, τις συκιές, τα φοινικόδεντρα, τις καταπράσινες μουριές και τις γέρικες ελιές με τις κουφάλες στη βόρεια Γαλιλαία, ανάμεσα στην παραλιακή πόλη Άκρε και τη Γη του Ευαγγελισμού και ενηλικίωσης του Χριστού βόρεια της Ναζαρέτ δεν υπάρχει πια. Ισοπεδώθηκε από τον ισραηλινό στρατό το 1948, όπως η Κάνδανος στην Κρήτη από τους Γερμανούς επτά χρόνια πριν το 1941. Μια μέρα πριν την πρώτη εκεχειρία του αραβοϊσραηλινού πολέμου, στις αρχές Ιουνίου του 1948 ο ισραηλινός στρατός στα πλαίσια της επιχείρησης Μπεν Αμί, εισέβαλε στο χωριό. Εκείνο το καλοκαίρι, ο επτάχρονος Μαχμούντ ξύπνησε μαζί με την οικογένειά του και όλο το χωριό, από τους πυροβολισμούς του ισραηλινού στρατού που δεν έκανε διάκριση σε μικρούς και μεγάλους. Έρποντας σχεδόν όλοι, ανάμεσα στα λιόφυτα, στις κατάφυτες πλαγιές των λόφων με τις ελιές και τους πελώριους κάκτους και τους φοίνικες, κατόρθωσαν να απομακρυνθούν. Να φτάσουν ζωντανοί στα κοντινά σύνορα του νότιου Λιβάνου, και να προωθηθούν στο στρατόπεδο Σατίλα έξω από τη Βηρυτό. Φεύγοντας, ο επτάχρονος πρόσφυγας Μαχμούντ, κρατούσε μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά του αυτό που θα του καθόριζε ως μαγιά, όλο το υπόλοιπο της ζωής του: Δύο βιβλία με ποιήματα του Μαγιακόφσκι και του Ναζίμ Χικμέτ. Πρόλαβε και αφότου είχαν απομακρυνθεί αρκετά αγναντεύοντας, από το κατώφλι της εξορίας πια, από τις απέναντι πλαγιές για τελευταία φορά τη γενέθλια γη τους, με ένα σουγιά να χαράξει στη ρίζα μιας ελιάς τρεις συγκλονιστικές λέξεις: «Πατρίδα, θα ξανάρθουμε».

Συμπωματικά, ακριβώς αυτές τις ίδιες τρεις λέξεις, θα χαράξει με το σουγιά του πατέρα του, ο δεκάχρονος Άντρος, κάποιο άλλο προσφυγόπουλο από την Κύπρο τον Ιούλη του 1974 αφήνοντας πίσω του, τις πορτοκαλιές της πατρικής γης στον κήπο τους στην Κερύνεια. Σήμερα 71 και 45 χρόνια μετά αντίστοιχα, οι λέξεις στις γερασμένες φλούδες στους κορμούς της ελιάς και της πορτοκαλιάς, θα έχουν σβηστεί αν οι νέοι ένοικοι δεν θα έχουν ξεριζώσει κι εκείνα τα δέντρα. Το Αλ Μπιρουά δεν υπάρχει πια ούτε σαν όνομα στους χάρτες. Είναι το σημερινό ισραηλινό χωριό Ahihoud στην περιφέρεια της δυτικής Γαλιλαίας και η Κερύνεια εξακολουθεί να παραμένει κατεχόμενη για 45 χρόνια στο μοναδικό διχοτομημένο κράτος του Δυτικού κόσμου. Καμία τους δεν είδε ποτέ το Νόστο, την επιστροφή των δυο προσφύγων στην Πατρίδα…


Ο ποιητής της συνείδησης

Παθιασμένος με την έννοια της πατρίδας που ποτέ δεν είχε γνωρίσει μετά την παιδική του ηλικία, και το δικό του λαό σε διαρκή ομηρία να υποφέρει είτε από κατοχή είτε από αποκλεισμούς σε μια στενή λωρίδα γης, είτε από την αιματοχυσία από διαρκείς φονικές επιδρομές και βομβαρδισμούς, περιέγραψε κάποτε στη γαλλική Le Monde με τον συγκλονιστικό υπερρεαλισμό που τον διέκρινε ότι «…θα ήθελα να βρω μια γλώσσα που να μεταμορφώνει την γλώσσα αυτή καθεαυτή σε ατσάλι του πνεύματος, μια γλώσσα για να την χρησιμοποιώ εναντίον αυτών των αστραφτερών ασημένιων εντόμων, αυτών των ισραηλινών βομβαρδιστικών».

Πριν ακριβώς από 10 χρόνια, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του παλαιστίνιου ποιητή ο βραβευμένος με Νόμπελ Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου θα έγραφε για τον ποιητή με τις οικουμενικές αξίες: «Στις 9 Αυγούστου που μας έρχεται (2009) θα κλείσει ένας χρόνος από τον θάνατο τού μεγάλου Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς. Αν ο κόσμος μας ήταν λιγάκι πιο ευαίσθητος, λιγάκι πιο νοήμων, και με μεγαλύτερη επίγνωση για το θεσπέσιο μεγαλείο της κάθε ζωής, χωριστά που παράγει, τότε το όνομά του θα ήταν τόσο γνωστό και θαυμαστό όσο, επί παραδείγματι, και το όνομα του Πάμπλο Νερούδα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα ποιήματα του Νταρουίς, ριζωμένα στη ζωή, στα πάθη και στους πόθους του Παλαιστινιακού λαού, έχουν ένα κάλλος μορφής που συχνά προσπερνά τις ύψιστες στιγμές του ανείπωτου με λίγες απλές λέξεις, σαν ένα ημερολόγιο όπου μπορείς να ακολουθήσεις βήμα με βήμα, δάκρυ το δάκρυ, τα δεινά – μα και τις βαθιές, αν και σπάνιες, στιγμές χαράς – ενός λαού που έχει υποφέρει μαρτύρια εξήντα χρόνια τώρα χωρίς κανένα τέλος ακόμη στον ορίζοντα. Το να διαβάζεις τον Μαχμούντ Νταρουίς, πέραν της αξέχαστης αισθητικής εμπειρίας, είναι σαν να ξεκινάς μια πορεία σε μια Via Dolorosa κατά μήκος κατεστραμμένων δρόμων ατίμωσης και αδικίας, εν τω μέσω μιας Παλαιστινιακής γης που έχει υποφέρει άγρια στα χέρια των Ισραηλινών.»

Αλλά και ο Ηλίας Χούρη (Elias Khoury), ο γνωστός Λιβανέζος μυθιστοριογράφος, συμπληρώνει ότι «η Παλαιστίνη γίνεται ο χάρτης της ανθρώπινης ψυχής» στην ποίηση τού Μ. Νταρουίς.

Όσοι από τις δυτικές κοινωνίες έχουν διαβάσει τα ποιήματα του Μ. Νταρουίς, (έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και στην Ελλάδα από διάφορους εκδοτικούς οίκους), κατανοούν ότι ήταν παθιασμένος με την έννοια της πατρίδας που ποτέ δεν απέκτησε και πάντα διαπερνούσε με τις λέξεις του, υπαινισσόμενος τη συνεχόμενη τραγωδία του λαού του, κάνοντας μεγαλείο την απουσία και τη νοσταλγία της. Ήταν από τους ελάχιστους σύγχρονους ποιητές που πίστεψαν πως η ποίηση είναι πρώτα απ' όλα δημιουργία μύθων. Εκείνοι που συγκροτούν την ιστορική ταυτότητα ενός λαού, τη δημιουργική του ετερότητα: αυτό που έκανε δηλαδή το αρχαίο δράμα. «Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα του» έγραφε θυμίζοντάς μου τον Μπόρχες, στο τελευταίο υπάρχον κείμενό του, το καλοκαίρι του 2007. Χτίζοντας έναν ονειρικό ποιητικό ορίζοντα, με υλικά από ελληνικούς, περσικούς, ρωμαϊκούς και βιβλικούς μύθους, εγκατέστησε με τη λυρική του πένα, την εκφραστική απλότητα των υπαινιγμών της ποίησης βασισμένη στην πλούσια επάρκεια των συμφορών του λαού του. Αυτό ερμηνεύει το γεγονός πως αν και απομακρύνθηκε σταδιακά από την παραδοσιακή αντίληψη των Παλαιστινίων, που θέλει την ποίηση άμεση σαν όπλο, παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής, κατακτώντας στην καρδιά του λαού του. «Εδώ μετά τους στίχους του Ιώβ, δεν προσδοκούμε τίποτα» γράφει στο συγκλονιστικό του ποίημα «κατάσταση πολιορκίας» που εμπνεύστηκε στη Ραμάλα. Ο εθνικός ποιητής των Παλαιστινίων, μέλος του εκτελεστικού γραφείου της P.L.O. και στενός συνεργάτης του Αραφάτ, στάθηκε πάντα ένας «ξένος», ένας περιπλανώμενος στα επίγεια, είτε σαν πρόσφυγας είτε σαν εξόριστος είτε σαν κάτοικος της κατεχόμενης Παλαιστίνης. Η πραγματική πατρίδα του υπήρξε η ποίηση. Γι' αυτό έλεγε και ξανάλεγε πως «η Παλαιστίνη είναι μια μεταφορά για την προσδοκία, την ελπίδα, την ελευθερία, την ομορφιά που φέρνει πάντα ειρήνη», αφού «όταν διαβάζουμε κάτι όμορφο μπορούμε να συνυπάρξουμε ευκολότερα, να ρίξουμε κάθε τείχος, να εξανθρωπίσουμε ο ένας τον άλλον». Ο Μαχμούντ Νταρουίς ήταν από τους λίγους άραβες ποιητές που πίστεψαν στην ιστορική και κοινωνική δυναμική της ποίησης.

Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια σε φυλακές έγινε πρώτα ο ποιητής της αντίστασης και στη συνέχεια ο ποιητής της συνείδησης. Το έργο του δικαιώθηκε πανηγυρικά, έστω και προσωρινά, όταν το 2000 ο Ισραηλινός υπουργός Παιδείας πρότεινε στην Ισραηλινή κυβέρνηση να συμπεριληφθούν κάποια από τα ποιήματά του στο πρόγραμμα των μαθητών του ισραηλινού λυκείου. Ο Εχούντ Μπάρακ αρνήθηκε να δεχτεί την προτροπή του υπουργού του, δηλώνοντας ότι το Ισραήλ δεν είναι ακόμη έτοιμο για τέτοιου είδους υπερβάσεις. Ίσως γιατί ο Νταρουίς περιέγραφε πάντα πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς με την πληγή της εξαφάνισης της πατρικής γης, εκείνη που ζούσε άλλωστε συνέχεια και ο εβραϊκός λαός. Το έργο του Νταρουίς είναι έμπλεο από την παρουσία της γης της Παλαιστίνης, τις παιδικές αναμνήσεις και την ακούσια εξορία. Και διαλέγει λέξεις απλές σαν λεπίδα, στίχο κοφτερό, για να γίνει ραψωδός της παλαιστινιακής ιδέας.

Στα ματωμένα παλαιστινιακά εδάφη, η ποίησή του δεν έγινε θρήνος. Μετατράπηκε σε δύναμη προσδοκίας, φλόγα έτοιμη να φωτίσει, καινούργια μαγιά για να ζυμωθεί ξανά και ξανά το όραμα μαζί με την ελπίδα. Ίσως για να απαλειφθεί κάποια μέρα η απαισιοδοξία που κρύβουν τα λόγια του: «Τούτη η πολιορκία θα διαρκέσει ως την ημέρα που/ οι δάσκαλοι του Ολύμπου/ θα επαναλάβουν την αθάνατη Ιλιάδα/ Ένα παιδί θα γεννηθεί, εδώ, τώρα, στο δρόμο του θανάτου κάθε ώρα». Ο Νταρουίς έφυγε, αλλά έχει περάσει στην Ιστορία ως σύμβολο, ως ο ευπαρουσίαστος ψηλόλιγνος παλαιστίνιος ποιητής, που κινητοποιούσε τα πλήθη με τη φωνή και το πάθος του. Που απάγγελλε στις πλατείες σε κάθε ευκαιρία τα ποιήματά του, όπως θέλει η ζώσα αραβική παράδοση μπροστά σε χιλιάδες κόσμο. Ένας ποιητής που δεν ξεχώριζε τη ζωή και τον έρωτα από την πολιτική. Που έψελνε στην Παλαιστίνη ύμνους ερωτικούς και τραγουδούσε τη γυναίκα ως μητέρα-φύση, ως ομορφιά και συνέχεια, όπως στη μινωική Κρήτη. Βαθύτατα λυρικός ακόμα και στις πλέον τραγικές και επικές στιγμές του…

Κερύνεια, κατεχόμενη Κύπρος Οκτώβρης 2018



Με το φίλο μου Άντρο, ερασιτέχνη ποιητή και διακεκριμένο μέλος της Κυπριακής διασποράς στη Δύση, περνούμε τον έλεγχο στο συνοριακό φυλάκιο της ουδέτερης ζώνης των Ηνωμένων Εθνών στον κόμβο Κολοκασίδη στην Έγκωμη της ελεύθερης Λευκωσίας, κατευθυνόμενοι για τα κατεχόμενα, στο ψευδοκράτος. Απέναντι, στο πρανές του πεζοδρομίου με τεράστια μπλε κεφαλαία γράμματα κρυμμένα πίσω από χοντρόκορμους φοίνικες διαβάζω «δεν είναι εδώ τα σύνορά μας, είναι στην Κερύνεια». Ο Άντρος μετά από 44 χρόνια κατοχής αποφασίζει για πρώτη φορά να τολμήσει ένα προσκύνημα στην κατεχόμενη πατρίδα του, αποφεύγοντας αυτή τη δυνατότητα εδώ και 15 χρόνια. Πάμε παρέα μαζί σ’ αυτό το συγκλονιστικό προσκύνημα και Νόστο των λίγων ωρών στον κατεχόμενο βορρά του «χρυσοπράσινου φύλλου» του Σεφέρη. Να ξαναδεί το πατρικό του στην Κερύνεια. Κάτι δείχνουν εκείνοι οι χάρτες της Google Earth που δεν μπορούν να ζουμάρουν όμως σε συναισθήματα από πολέμους και ανθρώπινες τραγωδίες. Ελπίζει να βρει τον κήπο και την πορτοκαλιά που χάραξε τις τρεις συγκλονιστικές λέξεις αφήνοντας τη γη του εκείνο τον Ιούλη του ’74, δεκάχρονο παιδί τότε. Οι στιγμές άρρητες, απερίγραπτες, συγκλονιστικές. Αμίλητοι κι οι δύο. Τυχαία μετά από λίγο κι ενώ οδηγούμε προς τα κατεχόμενα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, το ΡΙΚ παίζει το τραγούδι των Παντελή Θαλασσινού και Γιώργου Νταλάρα σε στίχους του Κύπριου συνθέτη Π. Κυριακού, «θ’ ανάψω απόψε ένα κερί/ με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου/ Να `ρθει το φως και να με βρει/ Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή, Κερύνεια μου». Ο Άντρος καταρρέει. Τραβά χειρόφρενο. Η μοίρα και το πεπρωμένο κι αυτά, συμμερίζονται τις στιγμές. Με μάτια βουρκωμένα, μου παραδίδει το αυτοκίνητο στο φευγαλέο και σύντομο Νόστο κατά τον αλυσοδεμένο ακόμη βορά. Από το σακίδιό του βγάζει τα ποιήματα του Μαχμούντ Νταρουίς. Ανοίγει μια σελίδα. Πέφτει στο ποίημα του «πάμε σε μια χώρα» που έχει για θέμα του την ακούσια εξορία, κι ακούμε αμίλητοι τους συγκλονιστικούς στίχους μαζί, ξετυλίγοντας το δρόμο πίσω μας. Μετά βγάζει ένα άλλο βιβλίο με ποιήματα του Ισραηλινού ποιητή Ράμι Ντιζάνι. Το ανοίγει κι εκείνο και πέφτει στο ποίημα «Η πατρίδα μου έχει γίνει για μένα μια χώρα ξένη». Ίδιες λέξεις, ίδιοι υπαινιγμοί, ίδια νοήματα για την ειρήνη, από δυο ποιητές σε δυο χώρες ανειρήνευτες!

Ποιος ξέρει. Η ποίηση του Νταρουίς που θρηνεί την απώλεια και ευαγγελίζεται τη δημιουργία της Πατρίδας, αλλά και των Εβραίων συναδέλφων του που γράφουν κι εκείνοι για την ειρήνη, μπορεί και να γίνουν ο τελεσίδικος προπομπός ειρήνευσης στις ματωμένες ελεγείες της Ανατολής που θα δίνουν σάρκα και οστά στην ειρηνική συμβίωση διαφορετικών οντοτήτων, χωρίς η μια να εχθρεύεται την άλλη. Μπορεί να είναι οι προφητικές φωνές, εκεί στη βιβλική χώρα των Προφητών, απ’ αυτές που μόνο η ποίηση διαθέτει για ένα ειρηνικό μέλλον ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Ανάμεσα στην κατεχόμενη και την ελεύθερη Κύπρο. Σε κάθε ματωμένη γωνιά της Μέσης Ανατολής και του Κόσμου ολόκληρου…

Δείτε στο παρακάτω βίντεο αφιέρωμα του τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera English για τον Εθνικό ποιητή της Παλαιστίνης.


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ