Η έκθεση συγκεντρώνει περισσότερα από 60 έργα, που χρονολογούνται 1959 έως το 2015, από ιταλικά και διεθνή μουσεία, καθώς και από σημαντικές ιδιωτικές συλλογές τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Η έκθεση διερευνά την καλλιτεχνική ιστορία του Γιάννη Κουνέλλη (Πειραιάς 1936 – Ρώμη 2017), καταφέρνοντας να ξεκινήσει ένα ιδιαίτερο διάλογο μεταξύ των έργων του καλλιτέχνη και των εκθεσιακών χώρων του Ca ‘Corner della Regina, ένα παλάτσο του 18ου αιώνα.

Οι πρώτες εκθέσεις του Γιάννη Κουνέλλη πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1960 και 1966 και έχουν ως βάσει τους την “αστική γλώσσα”. Οι πρώτοι πίνακες του αναπαράγουν πραγματικά συνθήματα, γραπτά και πινακίδες από τους δρόμους της Ρώμης. Από το 1964 και έπειτα, ο Κουνέλλης ασχολήθηκε με θέματα παρμένα από τη φύση, όπως το ηλιοβασίλεμα και τα τριαντάφυλλα. Το 1967 η καλλιτεχνική δημιουργία του Κουνέλλη έγινε πιο ριζοσπαστική, αγκαλιάζοντας συγκεκριμένα φυσικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων του εδάφους, των κάκτων, του βαμβακιού και της φωτιάς.

Ο Κουνέλλης μετακινήθηκε από την γραπτή και εικονογραφική γλώσσα σε μία πιο φυσική και περιβαλλοντική. Έτσι, η χρήση οργανικών και ανόργανων στοιχειών μεταμόρφωσε την πρακτική του σε σωματική εμπειρία. Συγκεκριμένα, ο καλλιτέχνης διερεύνησε την ηχητική διάσταση μέσω της οποίας η ζωγραφική μεταφράζεται σε παρτιτούρα για να παίξει ή να χορέψει. Ήδη το 1960, ο Κουνέλλης άρχισε να ψάλλει τις επιστολές του σε καμβά, και το 1970 ο καλλιτέχνης συμπεριέλαβε την παρουσία ενός μουσικού ή χορευτή στη δημιουργική διαδικασία. Μια έρευνα του για την αίσθηση της όσφρησης, που ξεκίνησε το 1969 με καφέ, συνεχίστηκε στη δεκαετία του ’80 με στοιχεία όπως το Γράππα (ιταλικό αλκοολούχο ποτό), προκειμένου να ξεφύγει από τα απατηλά όρια της ζωγραφικής και να εισέλθει στο εικονικό χάος της πραγματικότητας.

Στις εγκαταστάσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο καλλιτέχνης ξεκινάει μια διαλεκτική μάχη μεταξύ της ελαφρότητας, της αστάθειας και της χρονικής φύσης που συνδέεται με την ευθραυστότητα του οργανικού στοιχείου και τη βαρύτητα, τη μονιμότητα και την ακαμψία των βιομηχανικών δομών.

Ο Κουνέλλης συμμετείχε σε εκθέσεις που άνοιξαν το δρόμο για την Arte Povera (Φτωχή Τέχνη, Τέχνη των πενιχρών – ευτελών υλικών), η οποία με τη σειρά της μεταφράστηκε σε αυθεντική μορφή οπτικής έκφρασης. Μια προσέγγιση που υπενθυμίζει τον αρχαίο πολιτισμό, ερμηνευμένο σύμφωνα με ένα σύγχρονο πνεύμα. Το κίνημα της Arte Povera βρίσκεται σε αντίθεση με την απώλεια ιστορικής και κοινωνικής ταυτότητας που επικρατούσε κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Το 1967, το έτος της λεγόμενης «fire daisy», το φαινόμενο της καύσης άρχισε να εμφανίζεται συχνά στο έργο του καλλιτέχνη.

Στην εγκατάσταση Untitled (Tragedia civile) (1975), η αντίθεση ανάμεσα στο χρυσό φύλλο που καλύπτει ένα γυμνό τοίχο και το μαύρο ρούχο που κρέμεται πάνω σε μια κρεμάστρα υπογραμμίζει τη δραματική φύση μιας σκηνής που παραπέμπει σε μια προσωπική και ιστορική κρίση.

Η αφήγηση της έκθεσης ολοκληρώνεται με εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας που υλοποίησε ο Κουνέλλης στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αυτές οι συνθέσεις περιβάλλουν ράφια ή μεταλλικές κατασκευές που περιέχουν αντικείμενα ποικίλης προέλευσης: από μουσικά όργανα έως σάκους, από γύψο έως πέτρες, από παλτά έως γυαλιά, από μηχανικά εργαλεία έως θραύσματα επίπλων.

Ήδη από το 1967 ο Κουνέλλης ασχολήθηκε με τα μοτίβα της βαρύτητας και της ισορροπίας στα έργα του. Ωστόσο, μέχρι τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ανέπτυξε ένα βαθύτερο διάλογο με τους αρχιτεκτονικούς και τους αστικούς χώρους. Και οι δύο αυτές πτυχές θα οδηγούσαν στη μνημειώδη εγκατάσταση του 1992 που παρουσιάστηκε στην εσωτερική αυλή του Βενετικού παλατιού. Αρχικά σχεδιασμένο για την εξωτερική πρόσοψη ενός κτιρίου στη Βαρκελώνη, αποτελείται από επτά μεταλλικές πλάκες που στηρίζουν σάκους γεμισμένους με κόκκους καφέ.

Η αναδρομική έκθεση ολοκληρώνεται στο ισόγειο με ντοκουμέντα – όπως φιλμ, καταλόγους εκθέσεων, προσκλήσεις, αφίσες και φωτογραφίες – που ιχνηλατούν την ιστορία του Κουνέλλη και επικεντρώνονται στα θεατρικά του έργα.

Η έκθεση συνοδεύεται από έναν τόμο που περιλαμβάνει ένα δοκίμιο του Germano Celant και μια εκτεταμένη εικονογραφημένη χρονολόγηση, που τεκμηριώνει και διερευνά την καλλιτεχνική καριέρα και τη ζωή του Γιάννη Κουνέλλη. Σχεδιασμένο από το 2 × 4 (Νέα Υόρκη), το βιβλίο εκδίδεται από την Fondazione Prada.


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Στο πάτωμα: Χωρίς Τίτλο (2011). Παλτά, καπέλα, παπούτσια. Στο βάθος: Χωρίς Τίτλο (1965). Φωτογραφία: Agostino Osio – Alto Piano. Ευγενική παραχώρηση: Fondazione Prada